THE TEA PARTY: “The Ocean at the End”

Ύστερα από μια δεκαετία, μέσα στην οποία το φάντασμα των The Tea Party έλαμψε δια της απουσίας της μπάντας, το καναδικό τρίο επανέρχεται και εναποθέτει στο πεντάγραμμο τις εμπειρίες και τις ανησυχίες που προέκυψαν τα τελευταία δέκα χρόνια.

Και είναι απόλυτα λογικό το “The Ocean at the End” να αποτελεί τεράστιο καλλιτεχνικό θέλγητρο για τους απανταχού λάτρεις του Jeff Martin και της παρέας του, μιας και ο εν λόγω frontman δεν κατάφερε να συγκινήσει ιδιαίτερα με τις solo δουλειές του, ενώ οι Crash Karma και οι The Art Decay των Jeff Burrows και Stuart Chatwood, παρότι πιο ποιοτικοί στο αποτέλεσμα, προδίδονταν από την έλλειψη του χαρισματικού Martin.

Προσοχή: μην περιμένετε να ακούσετε τη μελαγχολική θρασύτητα του “The Edges of Twilight” ή την prog εσωστρέφεια του “The Interzone Mantras”! Εδώ έχουμε να κάνουμε ίσως με τον πιο rock δίσκο της μπάντας…

Το εναρκτήριο “The L.o.C.” ξεδιπλώνει περίτρανα τις Zeppelinικές καταβολές του group, τις οποίες ουδέποτε έκρυψε. Συνέχεια με το σκοτεινό και συνάμα ρυθμικό “The Black Sea”, με το σχήμα να δείχνει πως είχε κάθε λόγο να επιστρέψει στα μουσικά δρώμενα. Το ανατολίτικο στοιχείο είναι περισσότερο εμφανές στο “Cypher”, ένα κομμάτι που θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται μέσα στο “Triptych”. Ο λυρισμός και οι μπαλαντοειδείς συνθέσεις ήταν πάντα μεγάλο ατού για τους The Tea Party, με την αισθαντική φωνή του Jeff Martin να μετατρέπει απλοϊκές ιδέες σε αιθέριες μελωδίες. Το “The Maker” είναι μια ακόμη τέτοια στιγμή.

Σε αργούς και ακουστικούς ρυθμούς κινείται και το “Black Roses”, με το “Brazil” να ανεβάζει κάπως, τουλάχιστον σε ότι αφορά τα κρουστά, το tempo. Το “The 11th Hour” είναι μια τυπική “Tea Party” σύνθεση (συμβαίνουν και αυτά), αλλά το groovάτο “Submission” φλερτάρει έντονα με εποχές “Transmission” (ίσως να μην είναι τυχαία η ομοιότητα στον τίτλο), και τέτοια πισωγυρίσματα είναι πάντα ευπρόσδεκτα. Όπως σε κάθε δουλειά της μπάντας (πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων), υπάρχει και η blues-country στιγμή, και αυτή στην προκειμένη ακούει στο όνομα “The Cass Corridor”.

Μια ακόμη μπαλάντα λίγο πριν το τέλος, με το “Water’s On Fire” να αγγίζει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κομμάτι το “Seven Circles”. Το ομώνυμο “The Ocean at the End” κλείνει το album, ένα τραγούδι που κοντεύει τα 9 λεπτά στο οποίο συμμετέχει και ο Ian Anderson των Jethro Tull. Ένα αργόσυρτο ταξίδι με blues καταβολές, που φέρνει στο νου Pink Floyd, ότι καλύτερο για επίλογος.

Το “The Ocean at the End” σε γενικές γραμμές δε συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε το “Seven Circles”. Δεν προσπαθεί καν. Απλά μετουσιώνει σε νότες ολόκληρη την καριέρα της μπάντας, έχοντας παράλληλα υπόψη πως έχουν περάσει 23 (!) χρόνια από το ντεμπούτο της. Τουτέστιν, η επιστροφή των The Tea Party δεν αποτελεί μια απέλπιδα προσπάθεια να πατήσει πάνω σε δρόμους από όπου έχει περάσει προ πολλού το ίδιο το συγκρότημα, αλλά με βάση το γνώριμο ήχο που το τρίο εξέλιξε μέσα στα χρόνια, να αποτελέσει μέρος από το καλλιτεχνικό παρόν των μελών. Οι συνθέσεις, παρότι καθόλα χαρακτηριστικές και με τη μουσική σφραγίδα των Καναδών, μοιάζουν περισσότερο ως το απόσταγμα της ανάγκης για νέο υλικό που προκάλεσε η μακροχρόνια απουσία, παρά μια συλλογή τραγουδιών που είχε μείνει στο ράφι.

Οι The Tea Party αδικήθηκαν σφόδρα τα χρόνια που βρίσκονταν εν ενεργεία, από τον εμπορικό κόσμο. Τώρα όμως που είναι απελευθερωμένοι από τα στεγανά που επέβαλε η μουσική βιομηχανία τις προηγούμενες δεκαετίες, έχουν και άλλη ευκαιρία, όχι για να γίνουν μεγάλοι και τρανοί, αλλά για να κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα. Θεωρώ δεδομένη την επίσκεψή τους σε ελληνικό έδαφος, κρίνοντας από την ανταπόκριση που είχε ο Jeff Martin όταν είχε έρθει.

463

Avatar photo
About Στέφανος Στεφανόπουλος 1396 Articles
Γεννήθηκε την ίδια ακριβώς ημέρα με τα CD και μάλλον για αυτό ασχολείται τόσο πολύ με τη μουσική. Όταν δεν γράφει για αυτή, αγοράζει CD, και όταν δεν αγοράζει, θα τον βρείτε είτε να παριστάνει τον dj σε διάφορα μαγαζιά της Αθήνας, είτε να προσπαθεί να κατεβάσει κάποια ιδέα για διαφήμιση. Στο Rockway.gr εντάχθηκε το 2010 και κάπως, κάπου, κάποτε, βρέθηκε να κρατάει και τα κλειδιά του. Δεν συμπαθεί τους ψευτοκουλτουριάρηδες, τους ξερόλες και τη μουστάρδα. Δηλώνει εγωιστής, κυνικός και fan του Philip Dick.