Οι Γερμανοί Power Metal βάρδοι από το Krefeld επιστρέφουν για πολλοστή φορά στη χώρα μας μετά δαφνών και βαΐων για ευνόητους λόγους.
Ούτως η άλλως είναι γνωστή η σχέση αγάπης και λατρείας (όπως ο Smeagol…με το δαχτυλίδι ένα πράγμα) που έχουμε σαν κοινό με το συγκρότημα και δεν θα πρέπει να πέφτουμε από τα σύννεφα ούτε να μας φαίνεται παράταιρο το γεγονός ότι προστέθηκε και δεύτερη μέρα μετά το αναμενόμενο sold out της προκαθορισμένης ημερομηνίας.
Η μουσική τους είναι βαθιά ριζωμένη στον μύθο του J.R.R Tolkien, τα έργα του οποίου αποκαλύπτουν με πολλούς τρόπους ένα μεγάλο πάθος για την μουσική. Αυτό δημιουργεί ένα ευχάριστο αλισβερίσι ιδεών και πληροφοριών και μία ρομαντική διαδραστικότητα μεταξύ εικόνας και ήχου απόρροια της οποίας συνεπάγεται ορδές αναγνωστών και ακροατών νεαρής ηλικίας να προσηλυτίζονται και να μαγεύονται από τον συγγραφέα και το συγκρότημα διατηρώντας τον μύθο ες αεί μαζί με τους παλαιότερα μυημένους οπαδούς.
Ο πολυεπίπεδος και βαρυ μεταλλικός ήχος του συγκροτήματος έχει πειραματιστεί με ορχηστρικά στοιχεία, με Celtic Folk επιρροές, και έχει αποκτήσει ελευθέρας πρόσβαση στα Speed/Thrash/Progressive ιδιώματα. Έχοντας καθορίσει ένα trademark στον ήχο που πρεσβεύουν και “υπηρετούν”, επενδύοντας μουσικά την κληρονομιά του Tolkien, και τις ιστορίες του φανταστικού που πραγματεύονται στους στίχους τους με ιδεατό τρόπο ζωντανεύοντας τις εικόνες και εγείροντας την φαντασία μας και την αγωνία μας σε δυσθεώρητα ύψη.
Ηθικοί αυτουργοί είναι αναμφισβήτητα όλα τα μέλη του συγκροτήματος με τα φώτα να πέφτουν δικαιολογημένα τις περισσότερες φορές πάνω στον Hansi Kursch η φωνή του οποίου ωριμάζει σαν το καλό κρασί, σε καθηλώνει και σε μαγεύει, χωρίς να σημαίνει απαραίτητα ότι οι υπόλοιποι δεν έχουν μερίδιο ευθύνης καθώς η δουλειά τους δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη. Ο έτερος συνοδοιπόρος του Marcus Siepen, με το low profile παρουσιαστικό αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο μιας υγιούς αμοιβαίας ικανοποιητικής σχέσης του συγκροτήματος στηρίζοντας με την παρουσία του, τις μελωδίες του αλλά και την εκτελεστική του καλλιτεχνική δεινότητα το οικοδόμημα των Blind Guardian από τις απαρχές μέχρι τις μέρες μας.
Θέλοντας να αποτίσουμε τα εύσημα μας στον Marcus για την ολοκληρωτική του συνεισφορά στο συγκρότημα ξεθάβουμε από τα κιτάπια ορισμένες πληροφορίες καθώς και ορισμένους δίσκους που τον έχουν ολοκληρώσει σαν μουσικό και στους οποίους βρίσκει απάγκειο. Προσπαθώντας να πλέξουμε λίγο το εγκώμιο ενός ακούραστου εργάτη, ιδανικού bandmate και λάτρη του μαγικού κόσμου του Tolkien ανατρέχουμε σε παλαιότερες δηλώσεις του και τις αραδιάζουμε απλόχερα.
Γεννημένος στις 8 Σεπτεμβρίου του 1968 στο Krefeld, από την τρυφερή ηλικία των 11 χρόνων οι γονείς του πρότειναν να μάθει κάποιο εκλεπτυσμένο όργανο όπως πιάνο και σαξόφωνο. Η γνωριμία του με το Metal και ο έρωτας με την πρώτη ακρόαση αποτέλεσαν τροχοπέδη στην επιθυμία των γονιών του και για καλή μας τύχη η επιλογή της κιθάρας ήταν η πιο σωστή και σοφή επιλογή. Έκτοτε περίπου 24 χρόνια μετά εξακολουθεί να παίζει ως επαγγελματίας πλέον, με την ίδια αγάπη και αφοσίωση προσπαθώντας να μεταλαμπαδεύσει τις πολύπειρες γνώσεις του ακόμα και σαν εκπαιδευτής στο Guitar Class Master.
Πληθώρα επιρροών έχουν διαμορφώσει το μουσικό του γίγνεσθαι , σημαντικότεροι των οποίων συγκροτήματα όπως Iron Maiden, Black Sabbath, Thin Lizzy, Queen, Jethro Tull και Pink Floyd. Ενώ τα μουσικά του ινδάλματα στην εξάχορδη πλανεύτρα από τους οποίους έχει αντλήσει στοιχεία προδιαγράφοντας την ηχητική του κατεύθυνση είναι μεταξύ πολλών άλλων οι Tony Iommi, Zakk Wylde, David Gilmour και Michael Schenker.
Από το μακρινό πλέον 1995 εμπιστεύεται για να εκφραστεί ηχητικά τους Messa/Boogie ενισχυτές μέσω της χρήσης των Gibson και ESP κιθαρών όπου έχει στην συλλογή του, συμμετέχοντας στη solo δισκογραφική δουλειά του bandmate του André Olbrich, στους Christian Metallers Sinbreed, ενώ έχει περιοδεύσει σαν live session μέλος με τους Demons & Wizards, προσθέτοντας περισσότερα δεδομένα στο βιογραφικό του μητρώο.
Έχοντας προαναφέρει ορισμένα από τα μεγαθήρια του παρελθόντος στα οποία χρωστάει πολλά, θα αναφέρουμε ορισμένους δίσκους ορόσημα για τον ίδιο και την εξέλιξη του ως κιθαρίστα.
Τάδε Έφη Marcus Siepen:
Iron Maiden: “Killers”
“Ο δίσκος ο οποίος έσκασε σαν big bang και ξεκίνησαν όλα, ακόμα μέχρι και σήμερα η ακρόαση του “Purgatoty” συνεχίζει να αποτελεί ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια”. Ουσιαστικά ο λόγος που έγινα Metalhead.
Pink Floyd, “Delicate Sound of Thunder”
“Όταν ήμουν παιδί, το “Another Brick in the Wall” ήταν ένα από τα πρώτα τραγούδια που με τράβηξαν πραγματικά, αλλά δεν ήξερα πολλά για τους Pink Floyd εκτός από αυτό το ένα τραγούδι. Κάποια στιγμή αγόρασα αυτό το άλμπουμ γιατί σκέφτηκα ότι ένα ζωντανό άλμπουμ θα μπορούσε να μου δώσει μια καλή εικόνα για το συγκρότημα και το άλμπουμ άλλαξε εντελώς την άποψή μου για τις κιθάρες για πάντα. Όλοι ασχολούνταν με το shredding, αλλά ο David Gilmour έπρεπε να παίξει μόνο μια νότα για να “σκουπίσει” όλους τους Shredders. Για μένα αποτελεί το καλύτερο live άλμπουμ όλων των εποχών και ο David είναι ο αγαπημένος μου κιθαρίστας.
Jethro Tull: “Broadsword and the Beast”
“Δεν είχα ακούσει ποτέ τίποτα για τους Jethro Tull όταν αγόρασα αυτό το άλμπουμ. Στην πραγματικότητα το εξώφυλλο με τράβηξε, αλλά όταν άκουσα τη μουσική τους είχαν παρόμοια επίδραση πάνω μου όπως οι Maiden μερικά χρόνια νωρίτερα. Αμέσως άρχισα να αγοράζω σχεδόν ολόκληρη την δισκογραφία τους. Οι Jethro Tull μου χάρισαν νέες επιρροές, όπως το folk τους, και τις πολύ progressive δομές τραγουδιών τους. Ένα πολύ σημαντικό άλμπουμ για μένα ως μουσικό”.
Basil Poledouris: “Conan the Barbarian” [Original Motion Picture Soundtrack]
Δεν είμαι ο μεγαλύτερος θαυμαστής της κλασικής μουσικής. Αντ Αυτού προτιμώ τα soundtrack ταινιών και αυτό είναι το καλύτερο από όλα. Ακόμα καλύτερο και από το Star Wars. Αυτό είναι ένα από τα λίγα CD που έχω πάντα μαζί μου όπου κι αν βρίσκομαι.
Rush: “Grace Under Pressure”
“Θα περίμενε κανείς να αναφέρω το “Moving Pictures”, όμως το “Grace Under Pressure” ήταν το πρώτο μου άλμπουμ Rush και εξακολουθεί να με εντυπωσιάζει πολύ. Είναι απίστευτο το wall of sound που μπορούν να δημιουργήσουν αυτοί οι τρεις τύποι, ακόμη και ζωντανά στη σκηνή, χωρίς όλες τις “ανέσεις” που υπάρχουν στο στούντιο. Λατρεύω αυτό το συγκρότημα, και πραγματικά πολλά από τα άλμπουμ τους αξίζουν μια θέση σε αυτή τη λίστα, αλλά υποθέτω ότι το “Grace Under Pressure” θα είναι πάντα το αγαπημένο μου. Ίσως γιατί ήταν η πρώτη μου επαφή με αυτό το συγκρότημα”.
Various artists:”Jesus Christ Superstar” Original Motion Picture Soundtrack
“Η καλύτερη ροκ όπερα ever. Το έχω παρακολουθήσει ζωντανά πολλές φορές, αλλά δυστυχώς καμία ερμηνεία δεν πλησίασε ποτέ αυτό που παραδίδουν οι Ted Neeley και Carl Anderson σε αυτήν την ηχογράφηση. Ναι, νομίζω ότι η κινηματογραφική έκδοση είναι πολύ καλύτερη από αυτή με τον Gillan”.
Στις 6 και 7 του Οκτώβρη διαβαίνουμε τις πύλες του Floyd καθώς “we’re following the will of the one” και γινόμαστε μαζί με τους Γερμανούς βάρδους “The Fellowship of The Music” για ακόμη μία βραδιά που θα μας μείνει αξέχαστη. ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
817