Το παρόν δημοσιεύθηκε αρχικά στο έντυπο περιοδικό για retro computers Retro Planet Magazine.
https://www.facebook.com/retroplanetmag
https://retroplanetmagazine.blogspot.com/
Σωτήριον έτος 1993. Ο γράφων βρίσκεται στην ευτυχή θέση να έχει χριστεί φοιτητής στη Λάρισα, μια μεγάλη στιγμή για κάθε νεανία στην Ελλάδα μας εκείνα τα χρόνια, τα ορθόδοξα, τα ΠΑΣΟΚικά. Το ξεκίνημα μιας νέας ανεξάρτητης (λέμε τώρα, ας μην τα έσκαγε ο πατέρας και θα βλέπαμε τι “ανεξαρτησία” θα απολαμβάναμε…) ζωής, χωρίς τους περιορισμούς της οικογένειας και του στενάχωρου της μικρής κοινωνίας. Με δυο λόγια “χέι πιτσιρίκο, μεγάλωσες, βουρ στον πατσά!” φάση. Εκείνον τον καιρό, οι μουσικές μας περιηγήσεις ξεκινούσαν από το απλό rock που μαθαίναμε στην επαρχία από τα δισκάδικα που έφερναν συγκεκριμένα albums, τα hits που λένε οι Τραμπάκουλες, οι μουσικές που ακούγαμε στα “μοντέρνα” για την κουλτούρα της κωμόπολης μπαράκια και στις ντισκοτέκς καθώς και μουσικές που μας μετέφεραν φίλοι που ήδη είχαν φύγει για μεγάλες πόλεις, μια κατάσταση στην οποία ένας μουσικόφιλος μπορούσε να έχει πρόσβαση και σε λιγότερο ονομαστές δουλειές, “να την ψάξει εις βάθος”.
Rock, heavy metal, λίγο thrash, αυτά. Αυτό ήταν το “ενεργειακό αποθεματικό” μας κεφάλαιο τότε με την ελλειπή πληροφόρηση, ένα κοινωνικό mode όπου οτιδήποτε νέο ξεπεταγόταν άνηκε, σε πλήρη αντιδιαστολή με το τώρα, στη σφαίρα του συγκλονιστικού / συνταρακτικού. Και φυσικά αυτό ίσχυε και στον νεαρόκοσμο που ελκύθηκε από την σκληρή μουσική και σχημάτισε μικρές μπάντες που ασχολιόταν φανατικά με το rock που μας επηρέαζε καθώς γινόμασταν “άντρες”. Το λεγόμενο progressive metal, ούτε καν το είχαμε ακουστά. Είχαμε κάποια επαφή με τους Rush, τους Jethro Tull, τους Yes και τους Kansas, μπάντες που ανήκαν στο prog rock. Aλλά ως progressive metal, η μόνη επαφή που είχαμε όλοι εμείς οι πιτσιρικάδες (η μικρή κοινωνία βοήθησε στο να έχουμε όλοι κοινούς τόπους συνεύρεσης και συνεπώς πολλά κοινά ακούσματα) ήταν κυρίως το “…And Justice For All” των Metallica, οι δισκάρες των Queensrÿche και διάφορα άλλα που και αυτά τα μάθαμε μέσω των νεοφερμένων τότε δορυφορικών καναλιών και δεν είχαμε καν την παραμικρή ιδέα πως θα τους χαρακτηρίσουμε.
Από την άλλη, κατόπιν καθημερινής τριβής με ό,τι μπορούσαν να αρπάξουν τα αυτιά μας, ανεπαίσθητα νιώθαμε τάσεις αλλαγής στην παγκόσμια σκηνή κυρίως ως προς την τεχνική. Για παράδειγμα, ναι, το “Master of Puppets” όπως και το “And Justice…” μας είχαν εξοντώσει αλλά αυτό που νιώσαμε όταν μας διέλυσαν τα “7th Son Of a 7th Son” των Maiden, το “Rust In Peace” των Megadeth ή το “Alison Hell” των Annihilator, ήταν πρωτόγνωρο στα παρθένα μας αυτιά, μια super nova έκρηξη στα κεφάλια που την ζούσαμε εν τη γεννέσει της. Ήταν ολοφάνερο το boost τεχνικής που ήθελαν να προσδώσουν οι μουσικοί, με βασικό λόγο να αναιρέσουν την – από την αρχή του heavy metal – “ρετσινιά” της εξίσωσης metal = βαβούρα. Και φυσικά το κατάφεραν, τουλάχιστον στις συνειδήσεις των εκκολαπτόμενων μεταλλάδων που είχαν πάθει εξάρθρωση κάτω γνάθου από όσα εντυπωσιακά συνέβαιναν.
Εν μέσω λοιπόν αυτής της ζύμωσης, στο Long Island της Νέας Υόρκης, έκαναν την δισκογραφική εμφάνισή τους το 1989 οι Dream Theater, ένα συγκρότημα που ασπαζόταν την ταμπέλα “progressive metal” κυκλοφορώντας το debut album “When Dream And Day Unite”, μια δουλειά που όντως ακουγόταν διαφορετική σε σχέση με όσα ακούγαμε ως τότε αλλά με μια οικειότητα που σε κέρδιζε μεμιάς. Η πεντάδα των Charlie Dominici (φωνητικά), John Petrucci (κιθάρα), John Myung (μπάσο), Kevin Moore (keyboards) και Mike Portnoy (drums) είχε ήδη δημιουργήσει έναν αρκετά μεγάλο ντόρο ως Majesty και το εξαιρετικό demo τους πριν μια τριετία, το οποίο τους έκανε αμέσως αντικείμενο συζήτησης στα χείλη των υποψιασμένων.
Το αρχικό σχήμα που ονομάστηκε Majesty δημιουργήθηκε στη Μασαχουσέτη από τους τρεις Νεοϋορκέζους, τον κιθαρίστα John Petrucci, τον γεννημένο από Νοτιοκορεάτες γονείς μπασίστα John Myung και τον drummer Mike Portnoy, όλοι σπουδαστές τότε του περίφημου Berklee College of Music (και συμμαθητές με την Μαντώ, την δική μας γνωστή αοιδό του ελληνικού πενταγράμμου). Αμέσως ενσωματώνεται και ο keyboardίστας Kevin Moore και μετά από αναζήτηση για τη θέση του τραγουδιστή, προσλαμβάνεται ο Chris Collins. Τον Ιούνιο του 1986 κυκλοφορεί σε περιορισμένες κόπιες η κασσέτα με τα “Majesty Demos” όπως ονομάστηκε από την εταιρεία που δημιούργησαν οι ίδιοι για να διανέμουν το υλικό τους σε γνωστούς και φίλους, την Ytsejam (αναγραμματισμός του ονόματός τους) Records. Το demo έτυχε εξαιρετικής υποδοχής και άμεσα το όνομά τους διαδόθηκε πολύ γρήγορα στην πιάτσα και οι Majesty δίνουν τα πρώτα τους live στις πέριξ της Νέας Υόρκης περιοχές.
Μετά από αρκετούς μήνες επέρχεται και η πρώτη αλλαγή στην μπάντα, με την απόλυση του Collins ο οποίος αντικαθίσταται από τον Charlie Dominici, έναν τραγουδιστή επίσης από το Long Island ο οποίος είχε μια μικρή προϋπηρεσία σε τοπικές μπάντες. Αν και αρκετά μεγαλύτερος σε ηλικία από τους υπόλοιπους (αυτοί 19-20 ετών ενώ ο Dominici ήδη ήταν γύρω στα 35), δίνει το παρόν σε μια audition και προσλαμβάνεται ως ο νέος τραγουδιστής. Ταυτόχρονα, έρχεται και ένα εξώδικο ότι η χρήση του ονόματος Majesty παραβαίνει κάποιους νόμους πνευματικών δικαιωμάτων και εξαναγκάζονται να αλλάξουν ονομασία καταλήγοντας στο αρκετά πιο “ιντελεκτουέλ” Dream Theater. Επικεντρώνονται στη σύνθεση νέου υλικού ενώ συνεχίζουν να εμφανίζονται στα σανίδια της περιοχής με αποτέλεσμα να προσελκύσουν το ενδιαφέρον της Mechanic Records (sub label της πολυεθνικής MCA) η οποία τους προσφέρει συμβόλαιο για την κυκλοφορία του debut τους το οποίο κυκλοφορεί τον Μάρτιο του 1989 και προκαλεί πάταγο στις τάξεις των metallers (και σε μένα φυσικά όπως προανέφερα). Το όνομα των Dream Theater ακούγεται ολοένα και περισσότερο και για τους οπαδούς είναι πλέον το αδιαμφισβήτητο next big thing της ηλεκτροδοτούμενης μουσικής. Η μπάντα αρχίζει και δίνει τα πρώτα της μεγάλα shows ως headliners αλλά μετά από λίγο καιρό αρχίζουν τα προβλήματα.
Όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη παράγραφο, ο Dominici ήταν κατά πολύ μεγαλύτερος των υπολοίπων κάτι που συνεπάγεται διαφορετική νοοτροπία τόσο ως χαρακτήρες όσο και ως διαφορετική καλλιτεχνική άποψη πάνω στο πως πρέπει να εξελιχθούν τα πράγματα. Επέμεινε πολύ στην pop-οποίηση της μουσικής που παρήγαγαν με διαφορετική προσέγγιση, κάτι που ερχόταν σε αντίθεση των υπολοίπων Theater που ήθελαν ένα λαρύγγι που να γειτνιάζει με το στυλ του Bruce Dickinson ή του Geoff Tate των ήδη φημισμένων Queensryche (βέβαια στην πορεία ακολούθησαν επακριβώς το μονοπάτι που πρότεινε ο Dominici). Έτσι, μετά από ένα show ως support των Marillion, ο Dominici απολύεται και η μπάντα συνεχίζει να δίνει shows με περιστασιακά μέλη να βρίσκονται πίσω από το μικρόφωνο καθώς περνούσαν από audition διαρκώς πολλοί υποψήφιοι για την θέση του τραγουδιστή. Φημολογείται ότι εξετάστηκαν πάνω από 200 υποψήφιοι, άλλοι παντελώς άγνωστοι και άλλοι πιο γνωστοί, όπως ο πρώην τραγουδιστής των Fates Warning (οι οποίοι κινούνταν σε παρόμοια στυλιστικά μονοπάτια) John Arch ο οποίος τελικά δεν ενέδωσε για προσωπικούς του λόγους.
Στις αρχές του 1991, φτάνει στα χέρια τους το demo του James LaBrie, ενός Καναδού τραγουδιστή που είχε δισκογραφική εμπειρία ως μέλος των glam rockers Winter Rose και παίρνει με άνεση τη θέση πίσω από το μικρόφωνο. Με σταθερό πλέον line-up, τους υπογράφει η ATCO Records με μια συμφωνία για επτά albums. Πλέον οι Dream Theater μπήκαν στα σαλόνια της Α’ εθνικής της μουσικής βιομηχανίας και ήταν στο χέρι τους να παραμείνουν εκεί. Και τι έκαναν; Δημιούργησαν έναν επαναστατικό δίσκο, από τους σπουδαιότερους που εμφανίστηκαν ποτέ στην ιστορία συνολικά της Τέχνης.
Φυσικά, ο έφηβος γράφων, δεν είχε την παραμικρή δυνατότητα τότε για να γνωρίζει τους ίδιους τους Dream Theater, πόσο μάλλον αυτό το demo των Majesty ή το debut “When Dream…” στην όμορφη Πτολεμαΐδα που ζούσα. Η επαφή με τους Theater έγινε, όπως ανέφερα στην εισαγωγή, στη Λάρισα, όπου σε μια από τις πρώτες παρέες που εντάχθηκα, έτυχε ο Βαγγέλης (δεν θυμάμαι επώνυμο παιδιά, σχωρνάτε με) να μου δώσει μια 90άρα κασσέτα TDK που είχε στην μια πλευρά το “When Dream And Day Unite” (στη δεύτερη κάτι επίσης ηρωϊκό – το υπέροχο “Labyrith Of Dreams” των Ολλανδών power / progressive metallers Elegy με τους οποίους επίσης ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή). Ε λοιπόν, πάω σπίτι, χώνω την κασσέτα, πατάω play και από τα πρώτα δευτερόλεπτα του “A Fortune in Lies” μου έχουν πέσει τα σαγόνια και χάσκω με ανοιχτό το στόμα, αδυνατώντας να πιστέψω αυτό που ακούω. Τεχνοκρατικό metal, τόσο οικείο μεν αλλά με φοβερές εκτελέσεις από τους Theater, εντελώς πρωτόγνωρη τεχνοτροπία για τα αυτιά μου. Αυτό ήταν, κόλλησα με τη μια, με ξετρέλανε από την πρώτη κιόλας ακρόαση και θυμάμαι ότι πέρασε περίπου ένας μήνας που δεν είχε βγει η κασσέτα από το κασσετόφωνο.
Μετά από λίγο καιρό, ήταν μια βροχερή ανοιξιάτικη ημέρα, έσκασε στο σπίτι ο Βαγγέλης (με μια κασσετούλα φυσικά) και μου λέει ότι θα περάσει ο ξάδερφος του με το κίτρινο Volkswagen, να μας πάρει να πάμε κάπου για καφέ. Έρχεται το παιδί, ανοίγω την πόρτα και ακούω αυτό που έπαιζε. Χωρίς να έχω ουδεμία ένδειξη και πριν καν κάτσω στη θέση μου, ακούω κάτι που σαν να φαίνεται γνώριμο. “- Τι είναι τούτο ρε συ; Μη μου πεις πως είναι Dream Theater!”, “- χαχαχα, ναι! Είναι το τελευταίο τους album που βγήκε πέρυσι (είχαμε 1993 να υπενθυμίσω), καλό ε;”… σκοτοδίνη, θα λιποθυμήσω από τη συγκίνηση! Αυτό ήταν. Μόλις μου είχε έρθει στο κεφάλι μια από τις πιο βαριές κεραμίδες που βίωσα ποτέ. Ξαφνικά, όλα τα υπόλοιπα που άκουγα, σαν να μην υπήρχαν στο νου μου, είχα πάθει ολική έκλειψη εγκεφάλου! Η διαδικασία; Η γνωστή: αντιγραφή σε κασσέτα ΑΑΑ ποιότητας (ένα μαγαζάκι σε ένα στενό στο κέντρο που πουλούσε αναλώσιμα και κενές φτηνές TDK, εγώ το διατηρούσα σε λειτουργία, στάνταρ τζίρος ήμουν για την κυριούλα που το λειτουργούσε) και από το πρωί ως το βράδυ να βαράει στα ηχεία. Μέχρι που το εμπέδωσα ως την πιο μικρή του λεπτομέρεια, έγινε μια μικρή “φιλοσοφία” – κάτι που δεν άργησα να καταλάβω πως τα “εισαγωγικά” είναι περιττά γιατί αυτό το album όντως μπορεί κάλλιστα να αναγορευθεί σε φιλοσοφικό ρεύμα.
Το “Images And Words” λοιπόν, είδε το φως του Ήλιου στις 7 Ιουλίου του 1992. Από την πρώτη εντύπωση που έχει κάποιος από το artwork, καταλαβαίνει ότι αυτή η δουλειά είναι ιδιαίτερη. Ο Larry Freemantle δημιούργησε ένα όμορφο κολάζ όπου καθετί, αντικατοπτρίζει και κάποιο θέμα ή τίτλο των κομματιών του album. Το κοριτσάκι που είναι έτοιμο να αποκοιμηθεί, η φλεγόμενη καρδιά, σύμβολα στο βάθος. Πολλή λεπτομέρεια που δείχνει ότι η μπάντα είχε σαφώς φιλόδοξο καλλιτεχνικό όραμα, με πληρότητα στην εικαστική παρουσία του album. Όσο για το “ψητό”; Τη μουσική;
Πρώτα απ’ όλα, η παραγωγή του album μας έκανε να ψαχνόμαστε. Καταπληκτικός ήχος από τον Prater και την ομάδα του, από το πρώτο δευτερόλεπτο νιώθεις ότι ως άκουσμα βρίσκεται στο peak της τεχνολογίας. Πέρα από ταμπέλες και λοιπά θεωρητικά, δίνει την αίσθηση ότι είναι το soundtrack μιας καλογυρισμένης Χολιγουντιανής ρομαντικής κομεντί, αυτό το αστικό τοπίο που αναπαριστά το american dream που πολλοί αγαπήσαμε (και μέσω των αγαπημένων μας μηχανημάτων φυσικά), με τον ήρωά μας να δρα σύμφωνα με τις συνθετικές εκρήξεις της μπάντας. Straight heavy metal, funk θέματα, λυρικές πλουραλιστικές μπαλάντες, prog που συμπλέκει και τις δυο – rock και metal – φιλοσοφίες και άπειρες ηχητικές λεπτομέρειες που θα τις ανακαλύψει το αυτί μετά από πολλές ακροάσεις. 8 συνθέσεις μέσης προς μεγάλη διάρκειας με άνετη ροή, χωρίς ούτε ένα δευτερόλεπτο αδιάφορο ή κουραστικό.
Εκτελεστικά, έθεσε νέα standards και αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο credit. Ή μαλλον, για να ακριβολογήσουμε – παίρνοντας ως δεδομένο ότι είχαν εμφανιστεί και άλλα, πολύ τεχνικά δείγματα που αναδείκνυαν μουσικά “τέρατα” – παγίωσε την τεχνική δεινότητα ως ένα μουσικό “προσόν”, πέρα από τις πόζες στις φωτογραφήσεις και το πόσο κούκλος ήσουν για να κάνεις καριέρα. Όχι, πλέον και η μερίδα αυτών που άκουγαν μουσική ως επιστήμη, είχαν πια ένα είδωλο να προτάξουν και να ταυτοποιηθούν μέσα σε αυτό το οπαδικό rock / metal spectrum. Η φοβερή μουσική κατάρτιση, η γνώση της σύνθεσης, η αδίστακτη ενσωμάτωση επιρροών που δεν μπορούσε καν να διανοηθεί ένας μέσος ακροατής εκείνης της εποχής ότι θα μπορούσαν να κολλήσουν τόσο άψογα στο μείγμα των Dream Theater, έμειναν ως τεκμήριο σε ένα εικονικό Ινστιτούτο Πρότυπων Μεγεθών που να αφορά τη μουσική. Κάτι που αποδείχθηκε και στο μέλλον, με κάθε μέλος που πέρασε από τις τάξεις τους (ακόμη και οι τραγουδιστές) να μνημονεύεται ως hero στο όργανο του.
Ο John Petrucci απλά μαγεύει. Πολύ σπάνια θα χρησιμοποιήσει την ίδια συγχορδία και επιλέγει με θεϊκή “σοφία” τους τονικούς χρωματισμούς του. Βαρύτατος όταν παίζει heavy metal με τρομερά δομικά riffs, μαέστρος στα funky rock ακόρντα και εκτυφλωτικός στα solos του. Ήταν τόσο δυνατό το ωστικό κύμα του που άμεσα συγκαταλέχθηκε στους guitar heros, με συμμετοχές πλάι σε κολοσσιαίους μουσικούς όπως ο Joe Satriani και ο Steve Vai και έκτοτε απολαμβάνει την καλλιτεχνική αποδοχή του συνόλου του μουσικού κόσμου. Δίπλα του, ένας επίσης ευφυέστατος μουσικός στα keyboards, ο Kevin Moore. O άνθρωπος έχει βρει την χρυσή τομή της χρήσης των πλήκτρων. Μεγαλεπίβολες ενορχηστρώσεις, piano parts, solos στο φουριόζικο πνεύμα του Jon Lord, όλα κατάλληλα τοποθετημένα στον κατάλληλο χρόνο για την κατάλληλη διάθεση που θέλει να προσδώσει η μπάντα. Όσο για το ρυθμικό δίδυμο; Με μια λέξη: ΑΣΥΛΛΗΠΤΟ!. To μόνο συγκρίσιμο μέγεθος είναι μουσικοί όπως οι Yes και οι Rush. Εις τον κύβο για να μην πω και παραπάνω. Από τη μια, ο John Myung στο μπάσο, ένας μάγος που έδωσε νέα διάσταση στο όργανο αυτό που είναι ταγμένο να υποστηρίζει το background. Με διακριτικό ήχο στη μίξη, ο Myung ακούγεται συμπαγέστατος, με jazz εκτελεστική νοοτροπία που δεν αφήνει νότα να πέσει χάμω. Ακριβέστατος, ακολουθεί κατά πόδας τις επιλογές των υπολοίπων και κεντά όταν αυτοσχεδιάζει. Από την άλλη, το χταπόδι που ονομάζεται Mike Portnoy, ένας από τους πιο επιδραστικούς drummer όλων των εποχών. Ελεύθερος να ρολάρει και να κατευθύνει τις ταχύτητες, ο Portnoy πρωταγωνιστεί ισόποσα με τους υπόλοιπους. Kάθε χτύπος, κάθε μπότα, κάθε κρουστό, έχουν το δικό τους νοητικό πλαίσιο. Αποτελεί – όπως όλοι τους – έναν ακόμη σολίστα που παίρνει το χρόνο που χρειάζεται για να δώσει το show του που ποτέ δεν αποβαίνει εις βάρος της τραγουδοποιΐας, όντας ένας από τους βασικούς συνθέτες της μπάντας από την αρχή. Όσο για τον James LaBrie; Οι μνήμες που έχω από αυτόν τον τύπο είναι ότι από πάντα υπήρξε αμφιλεγόμενος. Κάτι που ξεκίνησε από το 2000 περίπου και πιστεύω ότι απλά παρασύρθηκε και αυτός σε μια σειρά μέτριων δίσκων. Αλλά, με συγχωρείτε κιόλας, η απόδοσή του από την πρώτη στιγμή που έπιασε το μικρόφωνο και για 5 τεράστια albums που όρισαν το χώρο, ε, θα ήταν αχαριστία να του στερήσουμε το credit του ιδανικότερου λαρυγγιού που θα μπορούσαν να έχουν οι Dream Theater σε σχέση με το υλικό που είχαν. Υψίφωνος αλλά με απίστευτη καθαρότητα στην ερμηνεία του, λυρικός και κρυστάλλινος στις μπαλάντες και “τσαχπίνης”, “αλάνι” στις funkιές. Ένας πολύ καλός performer που αποδίδει με άνεση τα ποιήματα (ναι, αυτό είναι ποίηση, όχι οι παπαρίτσες των σύγχρονων “influencers”) του Moore, του Petrucci και του Myung, φοβερούς καθημερινούς στίχους to the point στην ψυχοσύνθεση του μέσου νεολαίου της εποχής.
Κάθε κομμάτι έχει τη δική του αυτοτέλεια και τα συναισθηματικά εξαγόμενά διαφέρουν, ακριβώς με αυτόν τον σινεφίλ τρόπο που τον νιώθεις από την αρχή. Κάτι που θα παρατηρήσεις και σε όλα τα κομμάτια, είναι η έμφαση στα intros και στα outros των κομματιών. “Pull Me Under”. Ακουστικό intro και heavy metal συνέχεια, ένα κομμάτι που παρουσιάζει ουσιαστικά το Queensrycheικό metal και τη συνοχή αυτού του “παρθένου” prog κινήματος. Mid tempo κουπλέ και ρεφρέν που σου κολλάει στο νου, headbanging ριφάρες από τον Petrucci, up tempo solo parts, ένα γκολ από τα αποδυτήρια. Πολύ λογικά επιλέχθηκε ως πρώτο single και παίχτηκε πολύ από το MTV (έναν καιρό που τα video clips ήταν ακόμη προωθητικό μέσο για ένα συγκρότημα). Και στάνταρ επιλογή στις setlists τους. Το “Another Day” είναι για μένα το αποκορύφωμα της Χολιγουντιανής σινεφίλ αισθητικής. Μια pop / soul μπαλάντα μεταποιημένη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, μια αυτοτελής μίνι οντότητα με αρχή, μέση και τέλος στην οποία λάμπει η φωνή του James LaBrie. Είναι πραγματικά εντυπωσιακός, χρησιμοποιώντας όσες οκτάβες μπορεί να φτάσει το λαρύγγι του. Slow tempo με παθιασμένο ρεφρέν, πεντατονική σολάρα και τελείωμα με σαξόφωνο από τον Jay Beckenstein (λίγες οι απόπειρες εκείνη την εποχή για να επιλέξει πνευστά μια μπάντα metal προσανατολισμού). Ένα τραγούδι που ισοδυναμεί με τον καφέ μετά από μια έντονη νύχτα. Λίγο πριν ξεκινήσει η καθημερινή μας λούπα.
“Take The Time”. Φέρε τώρα στο νου σου τους τίτλους αρχής μερικών αστυνομικών / action movies που συνήθιζες να ξεπατικώνεις ξανά και ξανά. Ξέρεις, εκείνες οι σκηνές σε αστικές μεγαλουπόλεις, με πλήθος πολύβουου κόσμου να χρωματίζει τους δρόμους. Ε, κάπως έτσι είναι αυτή η κομματάρα. Funky και ζωηρό μεν, αλλά με τόσο απροσδόκητες εναλλαγές που σε καθηλώνει. Φουτουριστικό synth intro, Priest-ικό γκάζι, funk κουπλέ, ορμητικότατο ρεφρέν που δεν γίνεται ρε φίλε, θα κουνήσεις κεφάλα θέλοντας και μη. 8 λεπτά μουσικής περιπέτειας. Ο Petrucci κάνει επίδειξη καθαρότητας με τρομερά ακόρντα της σχολής του Eric Clapton, riffάρες και αξεπέραστο solo στο φινάλε, ο Kevin Moore χρησιμοποιεί κάθε ήχο των synths του και οι Myung / Portnoy ξεδιπλώνουν το τεράστιο ταλέντο τους στη συρραφή επιρροών. Ένα κομμάτι – μνημείο prog τραγουδοποιΐας που θα μπορούσε να σαγηνέψει κάθε είδους αυτί, ανεξαρτήτως κλίσεως.
“Surrounded” και άλλο ένα μπαλαντοειδές έπος. Pop / AOR αισθητικής με λυρικότατο synth / piano intro (αμιγώς κομμάτι του Kevin Moore στιχουργικά άλλωστε), τρομερή συνέχεια στο ύφος των Toto και των Asia, κλιμακωτό ρεφρέν, καταπληκτικό solo part για άλλη μια φορά Χολιγουντιανή κλιμάκωση με αισιόδοξο, ουρανομηκή επίλογο.
“Metropolis part 1 – The Miracle and the Sleeper”. Τουτέστιν, το κομμάτι που μου απέσπασε μεμιάς την προσοχή εκείνο το πρωϊνό στο κίτρινο Volkswagen. Το κομμάτι που θα έδινα να ακούσουν οι εξωγήϊνοι αν με πετύχαιναν ποτέ στο δρόμο και με ρωτούσαν τι εστί progressive metal. Ή μάλλον τι ρόλο πρέπει να παίζει ο όρος “metal” όταν συναντιούνται αυτές οι δυο λέξεις μαζί. Το “Metropolis” είναι η ουσία των Dream Theater. Είναι η ευθυγράμμιση των εγκεφάλων των πέντε αυτών μουσικών που μέσα σε εννιάμιση λεπτά δημιουργούν ένα πολυσχιδές μα αμεσότατο fractal μουσικών γεωμετρικών τόπων. Modular δομή, η solo κλιμάκωση άφησε την υφήλιο με το στόμα να χάσκει (ίσως ότι αντιπροσωπευτικότερο στον ανθρώπινο οργασμό) και αρενικό φινάλε, ένα κόσμημα ολόκληρου του metal οικοδομήματος.
Το “Under A Glass of Moon” είναι ένα άλλο ένα “αστικό”, “νυχτερινό” (έλα, σοβαρά;) περιπετειώδες κομμάτι. Γκρούβα, hard rock κουπλέ, speed / power ρεφρέν, πρωτο-core άρρητα αλισβερίσια να συμπλέκονται με disco / pop μπασογραμμές, άλλο ένα “πιάτο” – ολάκερη ποικιλία. Δεν είναι τυχαίο που πολλοί μαστόρηδες των καιρών μας, νέοι και ταλαντούχοι μουσικοί, επιλέγουν να επιδείξουν την τεχνική τους κατάρτιση διασκευάζοντας τη συγκεκριμένη κομματάρα.
Ο επίλογος αυτού του έπους; Η διλογία “Wait for Sleep” / “Learning to Live”. Με το πρώτο να αποτελεί ένα εξαιρετικό vocal / keyboards ιντερλούδιο μεταξύ του Moore και της προσγειωμένης ερμηνείας του Labrie (επίσης κινηματογραφικής αισθητικής) το οποίο δίνει τη σειρά του σε ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία αυτής της μουσικής. Το “Learning to Live” είναι άλλη μια λαμπρή περίληψη τεχνοτροπιών, ένας ακόμη ορισμός του προοδευτικού metal. Γεφυρώνει το ’70s prog rock είτε των κλασικίζοντων υπερμπαντών όπως οι Yes, με το heavy metal των ’80s. Αστραπιαίες παλινδρομήσεις ανάμεσα στους Yes και στους Fates Warning, ένα έκδηλο Pink Floydικό φόντο το οποίο απλώνεται σαν αναπαραγόμενος πολυκύτταρος οργανισμός, Magnumικό ρεφρέν, σπανιόλικες γέφυρες, Oldfieldικές ατμόσφαιρες και ένα απίστευτο φινάλε στο οποίο σολάρουν όλοι μαζί βγάζοντας κάτι τόσο πανέμορφα ταξινομημένο που σε κάνει και ανατριχιάζεις (αυτή η τακτική με όλα τα όργανα για τρία μέτρα να παίζουν μια μελωδία και στο τέταρτο, ένα από αυτά, να παίζει ήδη την επόμενη μελωδία έτσι ώστε το αυτί να είναι ήδη προδιατεθειμένο, δεν θα σταματήσει να με τρελαίνει όσο το σκέφτομαι).
Μετά από τόσες δεκαετίες που το ακούω ακόμη με το ίδιο δέος, το “Images And Words” είναι ο πιο τέλειος συνδυασμός όλων των ειδών μουσικής που υπήρξαν ποτέ μέσα σε κοινή μαρμίτα. Το rock, το metal, η pop / AOR / hard rock, το υπερτεχνικό speed, η κλασική μουσική, η jazz… Τα πάντα όλα, σε ένα μουσικό χωνευτήρι που απέσταξε κάτι ολότελα καινούργιο, ένας νέος ορίζοντας, ένα νέο πεδίο ορισμού της μουσικής. Και όχι μόνο αυτό: το σημαντικότερο credit που πρέπει να αποδοθεί είναι ότι έκανε το progressive αλλά και οποιοδήποτε τεχνικό είδος μουσικής, εμπορεύσιμο. Στήθηκε δηλαδή ένα ολόκληρο παρακλάδι της μουσικής βιομηχανίας που στήριξε (και κατά καιρούς γιγάντωσε) ένα ολόκληρο προοδευτικό ρεύμα. Εκατοντάδες σχήματα στον πλανήτη επιδόθηκαν σε έναν αγώνα να μπουν στη δισκογραφία κάτω από την ταμπέλα του προοδευτισμού. Πολλές από αυτές το κατάφεραν και επιζούν ακόμη και σήμερα, αν και πλέον, γνωρίζοντας τον κορεσμό του – στεγνά Theaterικού – prog, έχουν αλλάξει την ρότα τους κατά αρκετές μοίρες, παραμένοντας πάντα σε τεχνικά μονοπάτια.
Το “Images And Words” άλλαξε τον τρόπο που αντιληφθήκαμε τη μουσική εγώ και όλοι αυτοί που βρεθήκαμε απέναντί του. Συνολικά το heavy metal, σε όλες του τις εκφάνσεις, από το πιο soft rock ως το πιο ακραίο black metal, επηρεάστηκαν από αυτό σε σχέση με τη βασική αρχή που ανέφερα στην αρχή του άρθρου: στη διαπίστωση ότι “ξέρεις, ας τελειώνουμε επιτέλους με όλους αυτούς που θεωρούν ό,τι πιο δυναμικότερο έχει να παρουσιάσει η Τέχνη ως απλή βαβούρα που την ακούν κάποιοι τρελοί που τη βρίσκουν με ακατάληπτα λόγια και στίχους για σφαγές, αίμα και διαβόλους”. Ήταν μια γνωστικιστική βόμβα για το σύνολο του ήχου. Από εκεί και πέρα, οι μουσικοί βάλθηκαν να αποδείξουν το αυτονόητο, ότι είναι άνθρωποι που επέλεξαν (και στην συντριπτική πλειοψηφία έβγαλαν τα ματάκια τους) να μάθουν την επιστήμη της μουσικής για να εκφραστούν και ήθελαν να το δείξουν αυτό σε όλο το ακροατήριο. Οι Dream Theater έσπρωξαν το επίπεδο παραγωγής επίσης ένα βήμα μπροστά. Τέρμα οι παραγωγές – μηχανουργεία, λατομεία, πριόνια και καζανάκια. Τέρμα η προχειρότητα. Έθεσαν έναν νέο πήχη και στο ηχητικό παρουσιαστικό των metallers. Και αυτό συνέβη σε όλο το στυλιστικό φάσμα. Πάρτε για παράδειγμα το power metal με τα τόσα “μπόλια” εμπλουτισμού που δέχτηκε στις φλέβες του ή ακόμη και το αμερικανικό death ή το σκανδιναβικό black metal. Πλέον έπρεπε να πείσεις τον ακροατή με τεκμήρια για την μουσική σου κατάρτιση γιατί ακόμη και ο οπαδός ανέβασε τα κριτήρια εκτίμησης του.
Οι Dream Theater στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας (και με αλλαγές μόνο πίσω από τα keyboards) δημιούργησαν άλλα τρία τεράστια LPs που τους παγίωσαν για πάντα ως elite μπάντα, τα “Awake” (1994), “Falling Into Infinity” (1997) και “Metropolis Pt. 2: Scenes from a Memory” (1999) (προσωπικά το θεωρώ ισοδύναμο του “The Wall” των Pink Floyd μιας και είναι γραμμένο πάνω σε αυτό το πρότυπο) και το αθάνατο EP “Change Of Seasons” (1995). Τεράστιες δημιουργίες που εγκαινίασαν νέες σχολές στο progressive metal και άφησαν διαχρονικό στίγμα. Από εκεί και πέρα, λες και κάποιος πάτησε τον διακόπτη και οι Dream Theater επιδόθηκαν σε έναν χείμαρρο φλυαρίας που απευθυνόταν πλέον σε ένα κοινό που γεννήθηκε με ταμπλατούρες και πεντάγραμμα στο χέρι. Η pop τραγουδοποιΐα έδωσε τη θέση της στην επίδειξη τεχνικής με πολλούς να έχουν αποκηρύξει εδώ και χρόνια την μπάντα η οποία έχει να παρουσιάσει μετριότατες δουλειές. Χωρίς βέβαια να χάσουν τη δημοτικότητά τους γιατί πλέον είχαν γίνει… οι Dream Theater.
Τι ρόλο έπαιξε αυτή η δημιουργία στον ημίτρελο γράφοντα; Πρωταγωνιστικό. Ήταν ένα από τα τρία μεγαλύτερα πολιτιστικά shock που υπέστη η ψυχοσύνθεση μου (τα άλλα δυο ήταν οι Iron Maiden καθώς και το μελωδικό death metal των At The Gates και των υπολοίπων καλόπαιδων από το Gothenburg). Με συνεπήρε αυτός ο μοναδικός συνδυασμός τεχνικής και άφταστης μαστοριάς στο να φτιάχνεις δυναμικότατα “φλώρικα” τραγούδια και να αποτελείς ορισμό της νέας γενιάς του heavy metal το οποίο στα ’90s βρέθηκε στο peak της μετεφηβείας του. Γιατί μην ξεχνάμε, ναι μεν στα ’70s και στα ’80s τέθηκαν οι βάσεις του ιδιώματος αλλά οι μεγάλες “σφαλιάρες” έπεσαν στα ’90s, μια συγκλονιστική δεκαετία δημιουργικότητας για ολάκερο το μεταλλικό ρεύμα.
Οι Dream Theater μου άνοιξαν τα μάτια κυριολεκτικά, προτρέποντάς με υποσυνείδητα να πάψω να σνομπάρω μουσικές μόνο και μόνο επειδή ήταν διαφορετικού ήχου. Με έκαναν να ερευνώ τις δυναμικές των ακουσμάτων μου με αποτέλεσμα να ανακαλύπτω μουσικές που είχαν ενσωματωμένες τις ίδιες φόρμουλες που άγγιζαν τις εσωτερικές χορδές μου και με έκαναν να αγαπώ – για παράδειγμα – τον Wim Mertens, τον Τσιτσάνη, τα Ξύλινα Σπαθιά και τους Στέρεο Νόβα, να επανεκτιμήσω τη σχέση μου με τους Depeche Mode, τους Duran Duran και όλη την ’80s pop σκηνή ή να γεμίσω την ψυχή μου με το punk rock των Offspring και των Smashing Pumpkins. Και το σημαντικότερο; Ένιωθα πολύ υπερήφανος με τον εαυτό μου που τους “έπιανα”, τους καταλάβαινα. Αυτή την αλλόκοτη μεταφυσική επικοινωνία σε κάθε χτύπο των κρουστών, σε κάθε μπασογραμμή, σε κάθε solo, σε κάθε στίχο. Ένιωθα κοινωνός ενός χωροχρονικού συμβάντος συνειδητοποιώντας τι ζω. Μου έδωσε μεταλλική υπερηφάνεια, ένα παράσημο που είναι για πάντα καρφωμένο πάνω μου. Και μόνο γι’ αυτό…
Aυτά, καλό Φθινόπωρο (πλέον) λέιντις εντ τζέντλεμαν, να διαβάζετε την περιοδικάρα μας και όπως πάντα, λαβ όνλι!
(Ένα αντίο από την κυρά Σούλα, τον μπάρμπα Λάζαρο και την αδερφή μου την Κική στον αδερφό μου Πάρη που έφυγε για πάνω πριν λίγες ημέρες. Μέχρι να ξανανταμώσουμε αγόρι μου…)
708