Εάν είσαι κι εσύ ο τύπος που απολαμβάνει το death rock του αλλά και το punk του, σου προτείνω να μαρκάρεις την 20η Οκτωβρίου στο ημερολόγιό σου και να κατέβεις προς τα στενά του Κεραμεικού για να δεις ζωντανά ένα συγκρότημα που αποτελεί από τους σημαντικότερους σύγχρονους εκπροσώπους του είδους αλλά φημίζεται εξίσου για τα σαρωτικά live shows του. ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Η ιστορία ξεκίνησε κάπου στο εξωτικό Helsinki, το όχι και τόσο μακρινό 2013, όπου η underground μουσική σκηνή είχε την τεράστια τιμή να ζήσει τη γέννηση ενός συγκροτήματος που πλέον αναγνωρίζεται από τους ακόλουθους του είδους της gothic rock – και όχι μόνο – ως ένα μοναδικό φαινόμενο. Υπό το πολύ ιδιαίτερο και γεμάτο κρυφά νοήματα όνομα “Beastmilk”, οι Mat McNerney (αλλιώς Kvohst) (φωνητικά), Johan Snell (κιθάρα), Valtteri Arino (μπάσο) και Dimitri Paile (ντραμς), ένωσαν τις μουσικές δυνάμεις τους και όπως ήταν αναμενόμενο, έγινε ένα τεράστιο καλλιτεχνικό μπαμ. Οι Beastmilk ήταν άλλη μια απόδειξη πως όταν αγγίζει κάτι ο McNerney γίνεται χρυσός, μιας που πρόκειται για έναν από τους πιο ενεργούς καλλιτέχνες στην underground σκηνή της Φινλανδίας.
Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στον Δημήτρη Μαρσέλο το 2014.
Από την ίδρυση του πειραματικού black metal σχήματος Code και το πέρασμά του από τους Dodheimsgard, μια από τις πιο αγαπημένες μπάντες του avant garde/black metal, ο McNerney έφτασε στην καλλιτεχνική και πνευματική του ονείρωξη με τη δημιουργία του δικού του πλέον folk/occult rock project, Hexvessel, συνδυάζοντας όλες τις μέχρι τότε επιρροές του και δημιουργώντας κάτι το πρωτάκουστο. Ο Kvohst είναι πραγματικά μια περίπτωση ενός ασταμάτητου ταλέντου που δε γνωρίζει όρια. Μετά την ίδρυση των Hexvessel θα ήταν φρόνιμο κανείς να θεωρήσει πως ο άνθρωπος αυτός βρήκε τη θέση του στη μουσική, γιατί πολύ απλά είναι δύσκολο, ακούγοντας τη μουσική του, να μην φτάσεις σε σημεία ολοκλήρωσης και ευδαιμονίας, και να θεωρήσεις με κάποιον τρόπο πως αυτό που ακούς μπορεί να γίνει “καλύτερο”.
Επειδή όμως κάποια ταλέντα, όπως προείπαμε, δε γνωρίζουν όρια, επιστρέφουμε στους Beastmilk, για τους οποίους μετά το EP “Use Your Deluge” που κυκλοφόρησαν το 2012, ακολούθησε κάτι για το οποίο κανείς δεν ήταν έτοιμος, μάλλον ούτε και τα ίδια τα μέλη της μπάντας. Το “Climax”, όνομα και πράγμα, ξεπέρασε κάθε προσδοκία που μπορεί να είχε κανείς για τα επίπεδα καλλιτεχνικής παράνοιας που μπορούν να αγγίξουν οι Beastmilk. Πρόκειται για ένα δίσκο που με μόλις οχτώ χρόνια ζωής μέχρι σήμερα, έχει καταφέρει να χαράξει ολόκληρη την ιστορία του post punk και των αδερφικών υποειδών αυτού, ορίζοντας τους Beastmilk ως ζωντανούς θρύλους, με ένα εντελώς δικό τους πιστό cult κοινό.
Όμως, όπως σε κάθε έντονη σχέση, έτσι και στους Beastmilk, τα αίματα δε μπορούσαν να ηρεμήσουν, οδηγώντας αργά ή γρήγορα τον Snell στη δύσκολη απόφαση να αποχωρήσει από το group. Κάποιες τελευταίες αναταραχές εντός του line up του συγκροτήματος συνεχίστηκαν, με τελικές νέες προσθέσεις να είναι των Juho Vanhanen με Aleksi Kiiskilä σε κιθάρες και Rainer Tuomikanto στα drums. Tα εναπομείναντα ιδρυτικά μέλη λοιπόν, Mat και Arino, θεώρησαν πως ήταν καιρός να “απογαλακτιστούν” από την ιδέα των Beastmilk, δίνοντας πνοή στη νέα πορεία της μπάντας τους, που ήταν έτοιμοι να διασχίσουν ως Grave Pleasures.
Υπάρχουν αρκετοί που νιώθουν αισθητά την απουσία του Snell απ’ το group, εγώ παρ’ όλα αυτά πιστεύω ακράδαντα πως οι Grave Pleasures δεν έχουν σταματήσει στιγμή να αποδεικνύουν περίτρανα την τεράστια καλλιτεχνική τους αξία. Με κάθε νέο δίσκο που φέρνουν στο προσκήνιο, βιώνεις ως ακροατής την αυθεντικότητα των Grave Pleasures, οι οποίοι, έχοντας βρει το “ζουμί” στην ποικιλόμορφη μουσική τους ταυτότητα, αρνούνται να επαναπαυτούν σε μια εύκολη και σίγουρη επιτυχία και προτιμούν να διερευνούν συνεχώς νέα ηχοτοπία, από τα οποία βγαίνουν πάντα εξελιγμένοι, και φυσικά ποτέ με μισό μέτριο τραγούδι. Κάτι κάνουν καλά, θα πω εγώ.
Από το ντεμπούτο δίσκο τους “Dreamcrash”, και κατά την ταπεινή μου γνώμη την πιο αδύναμη κυκλοφορία τους εκ των τριών που έχουμε ως τώρα (χωρίς αυτό να σημαίνει πως μιλάμε για μέτρια δουλειά, απλώς κάτι το οποίο δε φτάνει τις προσδοκίες που οι ίδιοι οι μουσικοί των Grave Pleasures είχαν χτίσει για το κοινό τους, πράγμα που και οι ίδιοι αναγνωρίζουν λογικά, αφότου τιμούν ελάχιστα το δίσκο στα setlist τους σε σχέση με τους επόμενους δύο), το 2017 έρχεται στο φως το τεράστιο “Motherblood”, που μέχρι και σήμερα θεωρείται από πολλούς αξεπέραστο.
Από εθισμό στο μητρικό γάλα σε αιματηρή γιορτή απελευθέρωσης η μετάβαση των Grave Pleasures, θα έλεγε κανείς. Το Motherblood, όσο και να το αποθεώσει κανείς, δε θα είναι ποτέ αρκετό για να καταλάβει κάποιος που δεν το έχει ακούσει. Να μιλήσουμε για την φοβερή παραγωγή, τον τρόπο με τον οποίο αναδεικνύεται η ρομαντική (ρομαντική με την πραγματική έννοια, και όχι όπως θεωρούμε το ρομαντισμό σήμερα) διάθεση της μπάντας, το επικίνδυνο flirt με σκοτεινές θεματικές γύρω από το θάνατο, που καταλήγουν σε μια γιορτή λύτρωσης και απελευθέρωσης, με τους ρυθμούς να είναι πιο punk από το actual punk, ό,τι και να πούμε ποτέ δε θα μπορούμε ολοκληρωτικά να αποθεώσουμε αυτό το δίσκο όπως του αξίζει.
Φτάνοντας στο 2023, με το κοινό να αδημονεί για το επόμενο βήμα της μπάντας στο διάστημα της δισκογραφικής τους αδράνειας που διήρκησε έξι χρόνια, έσκασε δυναμικά το “Plagueboys“, και ο κόσμος αρχίζει πάλι να παραμιλά, με αρκετούς να θεωρούν πως οι Beastmilk τελικά δεν χάθηκαν μετά την παραίτηση του Snell. Εγώ πίστευα πως κάτι τέτοιο είχε γίνει ήδη ξεκάθαρο έξι χρόνια πριν, αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ, υποθέτω.
Η συνεύρεση των δικαιωματικά έξαλλων ακόλουθων των Grave Pleasures σε έναν κλειστό χώρο, πόσο μάλλον όταν περιμένουμε να γιορτάσουμε τον ερχομό τους στη χώρα μας για πρώτη φορά στα ιστορικά, δεν πρόκειται να τελεθεί σαν τίποτα λιγότερο από μια πραγματική γιορτή. Το μόνο που έχω να πω είναι brace yourselves, γιατί πραγματικά δε μπορώ να διανοηθώ τι πρόκειται να απογίνουν τα κορμιά μας όπως και ο χώρος του Temple την Παρασκευή.
757