To άρθρο έχει δημοσιευθεί αρχικά στη στήλη “Σκάσε & Άκου” του έντυπου περιοδικού για retro υπολογιστές Retro Planet.
https://retroplanetmagazine.blogspot.com/
https://www.facebook.com/retroplanetmag
Αλάνια μου ρετράκηδες, χελόου για άλλη μια φορά από την τόσο γλυκά τιτλοφορούμενη στήλη “Σκάσε & Άκου” (θα προσέθετα μερικά γαλλικά ακόμη αλλά θυμάμαι λίγα από το σχολείο όπως το “ζε μ’απέλ Ζαν” και να φανταστείς δεν με λένε καν Ζαν).
Πριν μερικά τεύχη παρουσιάστηκαν οι Slayer, μια thrash metal μπάντα, για πρώτη φορά στα χρονικά της στήλης και μετά από την “παραγγελιά” του “Use Your Illusion” των Guns ‘n Roses ο γράφων επέλεξε να επανέλθει σ’ αυτό το εικαστικό ρεύμα που προσωποποίησε την οργή μέσω της ηλεκτρικής μουσικής. Αυτοί τη φορά αντικείμενο θα είναι άλλη μια τεράστια (με πλήρη την έννοια του όρου) μονάδα, οι Καναδοί Annihilator και ένα album που τους ενέταξε μια και καλή στην elite της μουσικής βιομηχανίας. Και όχι, δεν αναφέρομαι στο ακρογωνιαίο debut “Alice In Hell” του 1989 που συνετάραξε ωσάν άλλο big bang τα δισκογραφικά δρώμενα αλλά στον διάδοχό του, το φαντασμαγορικό “Never, Neverland”, ένα είδος ταφόπλακας στην άποψη των τυχάρπαστων καλοθελητών ότι “το metal δεν είναι μουσική, είναι βαβούρα”, μια σαφέστατη πρόκληση προς όλους αυτούς τους “έντεχνους” (τρομάρα τους) επαγγελματίες περιχαρακωτές.
Οι Annihilator λοιπόν από το 1989 ήδη έδρεπαν τις δάφνες του καινοτόμου πρώτου album τους, μιας δουλειάς αναγνωρισμένης αξίας από όλον τον τότε μουσικό τύπο η οποία δημιουργήθηκε από τον ηγέτη της μπάντας, κιθαρίστα Jeff Waters μαζί με τον πρόσφατα εκλιπόντα (2018) τραγουδιστή Randy Rampage και τον drummer Ray Hartmann (οι Anthony Brian Greenham και Wayne Darley οι οποίοι αναγράφηκαν στα credits του δίσκου δεν έπαιξαν ούτε νότα, μπήκαν στο σχήμα μετά την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων έτσι ώστε να μπορεί να υποστηριχθεί σε live events για την προώιησή του). Οι Καναδοί έγιναν μεμιάς το next big thing όντας ένα συγκρότημα που είχε τα φόντα να προσεγγίσει ένα ευρύτερο ακροατήριο σε σχέση με το υπάρχον “αντικοινωνικό”, για “λίγους και καλούς” thrash. Με το video του “Alison Hell” να επικυρώνει με τον πλέον έκδηλο τρόπο ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με άλλο ένα σχήμα της “σειράς”, ξαφνικά οι Annihilator έγιναν η νέα talk of the town αποκτώντας μια ισχυρότατη fan base η οποία απαιτούσε μια νέα δουλειά, αντάξια της εκκωφαντικής εκκίνησής τους.
Και οι σπουδαίοι Καναδοί δεν τους διέψευσαν. Επανήλθαν τον Σεπτέμβριο του 1990, ενάμιση μόλις χρόνο μετά, με καθαρό σκοπό την επισφράγιση του ύφους τους ως νέο trademark στα ακραία μουσικά δρώμενα και να αποστομώσουν τους εναπομείνοντες ελάχιστους αμφισβητίες της αξίας τους, είτε συνθετικής είτε εκτελεστικής. Στην μπάντα μπαίνουν ως επίσημα μέλη ο κιθαρίστας Dave Scott Davis και ο σπουδαίος Coburn Pharr, ένας τραγουδιστής με προϋπηρεσία στους epic metallers Omen, μια προσθήκη η οποία αποδείχθηκε καθοριστική. Με βασικό συνθέτη τον Waters αλλά και συμπαραγωγό του Glen Robinson και με την Roadrunner να τους στηρίζει εκ νέου στο νέο τους βήμα, οι Annihilator (οι 3 που ηχογράφησαν το album δηλαδή, οι Waters / Pharr / Hartmann) μπαίνουν στα Vancouver Studios για τις ηχογραφήσεις και επιλέγουν το Le Studio του Quebec για τη μίξη. Το mastering αναλαμβάνει ο George Marino στα φημισμένα Sterling Sound της Νέας Υόρκης. Αυτό που είχαν στα χέρια τους βγαίνοντας από τα studios ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Ένα σύνολο 10 σαρωτικών κομματιών που όρισαν έναν νέο ορίζοντα, σαφέστατα τεχνικό αλλά όχι φλύαρο. Μια headbanger’s πανδαισία που “γονάτισε” εκατομμύρια νέους (και μέσα σ’ αυτούς τον έφηβο γράφοντα και την προσφάτως μυημένη ομογάλακτη πιτσιρικοπαρέα του) με την ορμή, την ευφϋΐα και την παχύρρευστη metal γκαύλα (σχώρα με Dony, δεν λέγεται αλλιώς) που αποπνέεται μέσα από τις 10 κομματάρες που περιεχει.
Ο θεούλης Jeff Waters κεντάει και μαζί του λάμπουν οι συμπαίκτες του που καταφανώς βρίσκονται στο ίδιο τεχνικό επίπεδο με τον μεγάλο leader. Παραδίδουν σεμιναριακό μέταλλο που παρόλο η βάση του είναι στο thrash, εντούτοις αυτό έχει μπολιαστεί με αγνό heavy ατσάλι όπως παραδόθηκε στο παγκόσμιο συλλογικό ασυνείδητο ολόκληρη την προηγούμενη δεκαετία και τα θαυμαστά κατορθώματα των Big Four (να επαναλάβω ποιοί είναι; Οκ, μιλάμε για τους Metallica, τους Slayer, τους Megadeth και τους Anthrax – αν και ο γράφων θα υποστηρίζει για πάντα ότι θα έπρεπε οι four να είναι five με την προσθήκη των Exodus).
Καταπληκτικές συνθέσεις, όλες μια προς μια, γιουρούσικα, ενθουσιώδη τραγούδια με παρομοιώδη συνθετική στόφα. Τόσο αριστουργηματική μουσική που ακόμη κι αν σταματούσαν κάθε δραστηριότητα από εκεί και πέρα, το όνομα Annihilator θα είχε ήδη εξασφαλίσει την αθανασία. Κομμάτια – ορισμοί του τεχνικού αλλά αμεσότατου και εύληπτου metal, με riffs οδοστρωτήρες και άκρως Maiden-Ικά solos από τον Waters (κάτι που συμβαίνει αδιαλλείπτως μέχρι σήμερα σε συντριπτικό ποσοστό των κομματιών που έχει δημιουργήσει μέσα στα 17 albums της δισκογραφίας τους), με συμπαγέστατο αλλά τόσο αιθέρια αποδιδόμενο ρυθμικό καμβά πάνω στον οποίο ζωγραφίζουν οι εξάχορδοι παιχταράδες και ένας Pharr πίσω από το μικρόφωνο που είναι απόλυτα ιδανικός στο ρόλο του. Φοβερή, καθαρότατη “αρρενωπή” φωνή με έντονη θεατρικότητα στις εκφραστικές του οδούς, πανίσχυρο λαρύγγι με χαρακτηριστικότατη χροιά, αποδίδει με άνεση τους καθημερινούς στίχους, άμεσα ταυτοποιήσημους από μια νεολαία που δείχνει να θέλει να απομακρυνθεί από την ξενοιασιά είτε του american είτε του “χαρωπού”, party animal U.S. hard rock dream μιας και κοινωνικώς, τα πάντα δείχνουν να αλλάζουν με πολλές σκυθρωπές ανταύγειες να εμφανίζονται στο παγκόσμιο κοινωνικό / οικονομικό / πολιτικό επίπεδο.
Από τα κομμάτια, ποιό να πρωτοξεχωρίσεις; Και πως να τα περιγράψεις με λέξεις; Intro track το “The Fun Palace”, συνεχίζοντας την παράδοση της στιχουργικής ενασχόλησης της μπάντας με πνευματικές παθήσεις, δίνει το πρώτο δείγμα κατεύθυνσης. Καταπληκτικό τραγούδι, τιμάται αδιαλλείπτως στις ζωντανές εμφανίσεις της μπάντας ύστερα από 30+ χρόνια, ένας επάξιος πρόλογος για ό,τι ακολουθεί. Και μιλάω για τους οδοστρωτήρες “Road To Ruin” που αποδίδει tribute στον βωμό της ασφάλτου, το καταιγιστικό “Sixes And Sevens” που αποτελεί life couching με ετυμηγορία ότι όσο κι αν φαντάζουν τα πράγματα μερικές φορές αδιέξιδα, όλα θα λειτουργήσουν αν το θελήσουμε πραγματικά, το οικολογικό μανιφέστο “Stonewall”, μια σύνθεση ενεπνευσμένη από την αηδία του Waters βλέποντας έναν υδρόβιο παράδεισο να έχει μετατραπεί σε δεξαμενή χημικών και σπουπιδιών.
Συγκλονιστικό το ομότιτλο “Never, Neverland” το οποίο αφηγείται μια θεότρελη αλλά πραγματική ιστορία ενός κοριτσιού που φυλακίστηκε για μισή δεκαετία από την γιαγιά – κηδεμόνα της επειδή τόλμησε να κοιτάξει ένα αγόρι σε ένα παντοπωλείο! Άψογη μουσική μεταφορά με τα acoustic parts να μεταφέρουν κυριολεκτικά την εφιαλτικότητα της ιστορίας. Τα thrash defined “Imperiled Eyes” (που αποτελεί ένα μουσικό κολάζ εφιαλτών του Waters) και το συγκινητικό “Kraf Dinner” (ομολογία του Waters ότι στις αρχές της μπάντας, αυτοεπέβαλλε στον εαυτό του καθημερινή διατροφή μόνο με μακαρόνια για να εξοικονομήσει χρήματα και να μπορεί να νοικιάζει ένα χώρο για πρόβες και ένα πακέτο τσιγάρα την ημέρα – δύσκολες οι εποχές για εκκολαπτόμενους μουσικούς αστέρες, πάντα ήταν, πάντα είναι και πιθανολογώ ότι πάντα θα είναι), το καραheavy “Phantasmagoria” που επανέρχεται σε θεματολογία ψυχικών δαταραχών, το καταπληκτκό “Reduced to Ash” που φαντασιώνεται έναν post nuclear, μετα-αποκαλυπτικό πλανήτη ή το σπουδαίο “I Am in Command” που είναι ένα αμεσότατο “κατηγορώ” προς τους διάφορους Ευαγγελiστές που προσηλυτίζουν αιώνια δίποδα πρόβατα (όπως οι σύγχρονοι Δαλάι Λάμα των socials, οι “influencers” – αναρωτιέμαι πόσο υπανάπτυκτοι είναι οι influenced και η παρακμή που νιώθω με κάνει και ανατριχιάζω).
Riffάρες, εξωγήινα solos, ρυθμική οξυδέρκεια με μαεστρικές εναλλαγές ανάμεσα στα mid tempo – speed θέματα και ένας Pharr, αδιαφιλονίκητο ατού του album, ένας παραγωγός ευθέων συναισθηματικών status κατά τη διάρκεια της ακρόασης κάθε ενός δευτερολέπτου. Με έναν ήχο που τσακίζει κοκκαλα, διαυγέστατο, που αναδύει ακόμη και την παραμικρή λεπτεπίλεπτη πινελιά στα αυτιά του ακροατή, βαρύς αλλά όχι πνιγηρά στουντιακός.
Οι Annihilator με το “Never, Neverland” γιγάντωσαν το όνομά τους στα επίπεδα του “θρυλικού” και παρά το γεγονός ότι δεν σταμάτησαν ποτέ να παράγουν αξιολογότατες δουλειές στις δεκαετίες που ακολούθησαν, με μόνιμο πυρήνα φυσικά τον καταπληκτικό θεάνθρωπο που ακούει στο όνομα Jeff Waters, η μέτρια προώθηση από τις εταιρίες στις οποίες βρήκαν στέγη καθώς και οι συχνότατες αλλαγές μελών στο line-up, έπέφεραν σαν συνέπεια το όνομά τους να μνημονεύεται κυρίως εξαιτίας των 2 πρώτων album, πράγμα απολύτως άδικο για τον γράφοντα μιας και το πληθωριστικό συνθετικό ταλέντο του μεγάλου αυτού guitar hero δεν σταμάτησε ουδέποτε να εμφανίζεται σε τακτά διαστήματα μέσα από τα 17 album σ’αυτήν την τριαντάχρονη (και βάλε) καριέρα του.
Για τον γράφοντα, οι Annihilator και ο ιθύνων leader τους, υπήρξαν καταλυτικοί γλύπτες του μουσικού μα και του αντιληπτικού χαρακτήρα του, κάτι που δεν πρόκειται να αλλάξει. Το “Never, Neverland” υπήρξε άλλος ένας φωτεινότατος φάρος μέσα σ’ αυτό το μουσικό ταξίδι που διαρκεί ακόμη παρέα με μερικά ακόμη πολιτισμικά shocks που υπέστην εκείνη την περίοδο και λίγο αργότερα (επί παραδείγματι τα 2 πρώτα albums των Dream Theater, τα φιλοσοφικά δοκίμια του Chuck Schuldiner και των Death του ή η τριαδική εκ Σκανδιναβίας death metal αποκάλυψη των αρχιπολέμαρχων At The Gates, In Flames και Dark Tranquillity), χωροχρονική ισόβια ψυχοστιξεία, ένα άρρηκτος δεσμός με την universal metal music. To “Never, Neverland” ήταν η μετεφηβική γέφυρα ενός “μυαλού” προς τον ρεαλιστικό και φυσικά απάνθρωπο κόσμο των “μεγάλων” με τις αμήχανες παραδοχές και τους συμβιβασμούς του. Ένα αριστουργηματικό εγχειρίδιο ψυχικής επιβίωσης για τις δύσκολες “ασκήσεις” και τα διαγωνίσματα που θέτει η ίδια καθημερινή ζωή. Και ταυτόχρονα, ένα διαχρονικό όπλο σθένους, ένα βροντερό ΚωσταΠρεκικό (sic) “ελάτε να τα πάρετε!”, ενός χαρακτήρα που όλοι έχουμε λίγο – πολύ μέσα μας και ξεσπάει που και που.
Αυτά, καλή άνοιξη, να διαβάζετε την περιοδικάρα και το webzine μας και όπως πάντα, λαβ όνλι !
(Για τη Βιβάρα, όνομα και πράγμα “Imperiled Eyes”, σε κοιτάει και πέφτεις τέζα μάγκες!)
1810