BLACKLANDS: “Peaceful Shores”

Οι Blacklands σχηματίστηκαν το 2006 από τον ντράμερ των Heavenword, Thomas Kelleners, πιθανώς όσοι τυχόν είχατε επαφή με τα ξεκινήματα του Battle Choir, fan club των Warlord, να τον θυμάστε και από εκεί, μιας και υπήρξε από τους πρωτεργάτες.

Το 2007 μπαίνουν στην μπάντα ο Manfred Reinecke (πλήκτρα) και η Moja Nardelli (φωνητικά). Μέσα από πολλές αλλαγές και μόλις το 2010, η μπάντα βρίσκει στα πρόσωπα των Rudiger Sartigen (μπάσο) και Michael Stockscschlager (κιθάρα) , την εκπλήρωση του ιδανικού line up και το 2011 βγάζουν ένα demo με 6 κομμάτια και ξεκινούν τις ζωντανές εμφανίσεις.

Η πρώτη τους κυκλοφορία γίνεται από τους ίδιους το 2013, με καλλεσμένους  μάλιστα μουσικούς από τους Exxplorer, Heir Apparent και Dragonsclaw και φέρει τον τίτλο “A New Dawn” (link). Θαυμάσιο ντεμπούτο. Μετά την αντικατάσταση του Rudiger από τον μπασίστα Oliver Muller (πρώην Heavenward), ξανασυνθέτουν νέο υλικό και κλείνονται στο στούντιο για 18 (!!!) μήνες. Κι ενώ έχει τελειώσει η παραγωγή του cd, η Moja αποχωρεί από την μπάντα (το δελτίο τύπου αναφέρει για προσωπικούς λόγους) κι έτσι οι Blacklands αναζητούν και βρίσκουν την Tanja Magolei-Schupper να αναλάβει να ξανατραγουδήσει όλα τα φωνητικά στο άλμπουμ. Όπως κι έγινε. Μέσα σε 3 μήνες τα κομμάτια είχαν αποκτήσει νέα φωνή.

Δυστυχώς, όσο κι αν η βασική τους μουσική σφραγίδα παραμένει κυρίως στον χώρο του progressive rock, o διάδοχος του “A New Dawn” βρίσκεται στο σύνολο ένα σκαλί κάτω. Και γι’ αυτό υπάρχει ένας ουσιαστικός λόγος. Δεν μπορώ να αποφασίσω αν η Moja ήταν τόσο καλή, ή η Tanja τόσο οριακά μέτρια. Επίσης τα ετερόκλητα κομμάτια δίνουν μια χαοτική συνοχή στο άκουσμα του άλμπουμ. Κι ενώ το “Peaceful Shores” ξεκινά εξαιρετικά με την εισαγωγή του “Still Bleeding” να παραπέμπει έντονα σε Dream Theater περιόδου “Images And Words” και είμαι έτοιμος να πετάξω την σκούφια μου από την χαρά, μπαίνουν από το πουθενά αυτά τα rap φωνητικά που εναλλάσσονται με brutal ανδρικά και ρίχνουν τον μέσο όρο ενός πολύ καλού κομματιού με εξαιρετική κιθαριστική δουλειά και μελωδίες.

Τις δυνατότητες που έχει η μπάντα τις διαπιστώσαμε στην προηγούμενη δουλειά της, εδώ απλά νομίζω πως έχασαν λίγο το δρόμο τους κι ενώ προσπάθησαν να φτιάξουν μια δουλειά που θα έχει αναφορές σε πολλά διαφορετικά είδη μουσικής, τελικά καταλήγει να μην πατάει πουθενά. Η παραγωγή είναι ένα από τα δυνατά χαρτιά του δίσκου, που φυσικά δεν καταφέρνει να αντισταθμίσει τα κουραστικά φωνητικά της Tanja. Η pop rock αισθητική του “Alone Again” περνά αδιάφορη και σχεδόν συνθλίβεται με τα “νεωτερίστικα” ανδρικά φωνητικά που μπαίνουν εμβόλιμα στην μέση του τραγουδιού, αλλά και με την χρήση της παιδικής χορωδίας στο τέλος, με τον τρόπο με τον οποίο γίνεται.

Το “The River” είναι μια ροκ μπαλάντα που κλιμακώνεται, ξεκινά με μια όμορφη και δραματική πιάνο εισαγωγή (εδώ θυμήθηκα προς στιγμή τους δικούς μας Vault Of Acanthus) και συνεχίζει πιο δυναμικά με ωραίες πινελιές από τα πλήκτρα στο κουπλέ και έξοχες μελωδικές γραμμές στο ξέσπασμα του ρεφρέν. Λυπάμαι που ξαναγράφω σχετικά, αλλά έχω την έντονη αίσθηση πως εδώ ειδικά η Tanja καθήλωσε ένα πραγματικά αξιόλογο κομμάτι.

Το “Drown In Darkness” που ακολουθεί είναι γραμμένο σε fusion και jazz rock φόρμες με το βασικό riff όμως να “μεταλλίζει” ξεκάθαρα παρά τα ξεκάθαρα 70’s πλήκτρα που γεμίζουν στο ρεφρέν. Κι εδώ μια από τα ίδια σε ότι αφορά τα φωνητικά για τα οποία επιτέλους έχω κάτι καλό να πω αφού άκουσα το επόμενο “Ballad Of A Burning Witch”, μια πολύ αισθαντική πιάνο μπαλάντα, στην οποία τα φωνητικά δείχνουν να ταιριάζουν επιτέλους (μην ξεχνάμε πως το άλμπουμ γράφτηκε για άλλη τραγουδίστρια). Από τις καλύτερες και πιο ολοκληρωμένες στιγμές της δουλειάς.

Ακόμη μια πολύ καλή εισαγωγή σε prog rock/metal ύφος ακούμε στο “Distant Warning”.  Όμορφα synths και γενικότερα η σύνθεση αναπνέει πολύ, με εξαίρεση τα φωνητικά που ακούγονται παράταιρα. Το lead solo του τραγουδιού δεν θα μπορούσε να έχει πιο ξεκάθαρες αναφορές στον Steve Vai, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και οι διάλογοι με τα πλήκτρα.

Το “Grand Circles” περιέχει κι αυτό κάποιες ενδιαφέρουσες ιδέες, απλωμένες όμως αρκετά. Το ομότιτλο ορχηστρικό κομμάτι αποτελεί την πιο ταξιδιάρικη στιγμή του άλμπουμ με τα ονειρικά πλήκτρα να διαδέχεται ένα αισθαντικό κιθαριστικό μέρος. Το “T.I.M.E” με παρέπεμψε λίγο σε Styx στο ξεκίνημα, με άφησε αδιάφορο στο μεσοδιάστημα για να μου ξανατραβήξει το ενδιαφέρον στο σόλο και το aor γύρισμα που διαδέχεται ένα jazz τζαμάρισμα που φλερτάρει έντονα προς το τέλος με μιούζικαλ του Μπρόντγουαίη. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως στο κομμάτι παίζει μια κολλεγιακή swing jazz μπάντα

Στο προτελευταίο κομμάτι του άλμπουμ συμμετέχει ο Μάνος Φάτσης στα φωνητικά (όπως και ο Christian Boche στις κιθάρες) και πρόκειται για μια pop rock σύνθεση με έντονες μελωδίες που χάρη κυρίως στα φωνητικά του Μάνου μας θυμίζει την σχολή Journey/Foreigner. Μια πολύ ευχάριστη ανάσα στην μικροφωνική μονοτονία που προηγήθηκε. Το “Peaceful Shores” κλείνει με το 16λεπτο παρακαλώ “Winter Skies”, στο οποίο συνοδεύει υπό τύπου ντουέτο ο σχετικά αδιάφορος Markus Brand. Μια λέξη, κουραστικό.

Συνολική διάρκεια 1 ώρα, 17 λεπτά και 54 δευτερόλεπτα. Ένα πιο ουσιαστικό μοντάρισμα και ψαλίδισμα και μια άλλη φωνή θα έκαναν πολλούς να μιλάνε φέτος για αυτή την κυκλοφορία. Αντίθετα, πολύ φοβάμαι πως στην παρούσα μορφή θα περάσει στα αζήτητα και θα το ρουφήξει η λήθη του χρόνου. Ήδη περιμένω με ανυπομονησία το επόμενο βήμα τους.

658