Υπάρχουν σημαντικοί παράγοντες που κρατούν τους BSR σε πολύ μεγάλη απόσταση από την υποτιμητική εκτίμηση μιας πολυτελούς tribute band στους Thin Lizzy. Αν προσπεράσουμε τις όποιες ηχητικές και συνθετικές αποκλίσεις, έστω και περιορισμένες, που υπάρχουν, το πιο δυνατό χαρτί που τους κρατά φρέσκους και πειστικούς είναι η αυθεντικότητα.
Ο κεντρικός πύργος τους, ο Scott Gorham, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, όταν από το 1974 αποτελούσε το δεξί χέρι του μύθου Phil Lynott μέχρι και την τελευταία στιγμή. Αν κάποιος μπορεί να διαχειριστεί αυθεντικά και αβίαστα όλη αυτή την τεράστια μουσική κληρονομιά, είναι μόνο αυτός. Δίπλα σε αυτόν όμως, κι αφού εγκρίθηκε κερδίζοντας άμεσα την αισθητική του Gorham, στέκεται κι ένα αυθεντικό παιδί του Belfast, που μεγάλωσε μέσα στο υπέροχο σύννεφο του Phil, αλλά και στις ταραγμένες εποχές της πατρίδας του. Οι BSR είχαν από την αρχή στο μικρόφωνο έναν τύπο που πίστευε, και πιστεύει, με όλη τη δύναμη της ψυχής του, τα λόγια που τραγουδά.
Τα υλικά είναι λοιπόν εκεί από την αρχή, πανίσχυρα, αυθεντικά και έτοιμα προς χρήση. Όταν ο Ricky Warwick τραγουδά στο κέλτικα επικό ομότιτλο τραγούδι “they called it the Troubles, cuz it wasn’t quite a war, to admit that it was, would make it harder to ignore”, είναι δυνατά και άμεσα ο εαυτός του, το παιδί που μεγάλωσε με τις σφαίρες και τις βόμβες στην πατρίδα του.
Στα δέκα νέα τραγούδια τους οι BSR συνεχίζουν να μαγειρεύουν πρωτοκλασάτο, αρχέγονο hard rock με μπάλες, που σερβίρεται ευέλικτο και με έναν μοντέρνο αέρα. Όπως είναι αυτονόητο υπάρχει αυτή η μόνιμη παντοδύναμη σκιά, η εποπτεία της κληρονομιάς των Lizzy, έχει μπολιαστεί όμως σημαντικά με τις έξυπνες διαφοροποιήσεις των βασικών συνθετών. Η ομάδα, πειθαρχημένη από τις δυο αυτές παραμέτρους, και με δυο νέες πολυτελείς προσθήκες, τον κιθαρίστα Christian Martucci (Stone Sour), και τον ντράμερ Chad Szeliga (Black Label Society), τρέχει πάνω στη λεωφόρο της μουσικής παράδοσης σαν καλοδιατηρημένη Harley που γυαλίζει στον αμερικάνικο ήλιο.
Ζώντας πια στο L.A., ο Warwick δεν διστάζει να αναφερθεί στα απανωτά θανατηφόρα χτυπήματα στα σχολεία, και το μεγάλο ζήτημα της οπλοκατοχής. Ο παραλογισμός και οι εύκολες, ανεξήγητες απώλειες, για κάποιον που ανδρώθηκε στο ματωμένο Belfast, μοιάζουν μεγαλύτερες, και εύλογα αναρωτιέται σε μια από τις πιο φορτισμένες και ευαίσθητες στιγμές του άλμπουμ, “why do you love your guns more than your kids…”
Η συνολική, βέβαια, διάθεση του 4ου δίσκου τους, σημαδεύεται ουσιαστικά από το εναρκτήριο “Tonight The Moonlight Let Me Down”, δίνοντας μια υπόσχεση για κολλητικά ριφ, τεράστια ρεφρέν, ρυθμούς που θα σε κερδίσουν άμεσα, ενώ τα πνευστά το απογειώνουν πριν το φινάλε του. Όλες αυτές οι υποσχέσεις τηρούνται αυστηρά για 40 περίπου λεπτά, και ενισχύονται από μια ζωντανή παραγωγή που αναδεικνύει ιδανικά τον συντονισμένο βρυχηθμό της μηχανής τους.
Κοιτάζοντας πια από μεγάλη απόσταση τις μέρες που οι αφοσιωμένοι οπαδοί των Lizzy ανησυχούσαν για την επιλογή αυτού του αγοριού με το punk-metal παρελθόν, έχουν την πολυτέλεια να εμπλουτίσουν τους ρυθμούς τους με μικρές funk, folk πινελίες, ακόμα και υποψίες από Sprinsteen. Ταυτόχρονα αποτελούν μια από τις πιο αξιόπιστες σύγχρονες hard rock αξίες που έχουν την ικανότητα να δώσουν μια άλλη ιδιαίτερη αξία στα ποτά μιας μεγάλης γκάμας κοινού του σκληρού ήχου.
Εύστοχη και δίκαια η επιλογή του τίτλου.
BLACK STAR RIDERS – Another State Of Grace