“Τι μοναδική μουσική εμπειρία βιώσαμε όλοι μας όσοι παρευρεθήκαμε στο Ωδείο Αθηνών το βράδυ του Σαββάτου”.
Θα αρχίσω με τον όχι και τόσο σύνηθες τρόπο για να προλογίσω ένα κείμενο κάνοντας χρήση μία παραδοχή που θα ταίριαζε περισσότερο για επίλογο. Μία παραδοχή όπου έγινε αντιληπτή και κατά τη διάρκεια, αλλά και αμέσως μετά το πέρας της εμφάνισης αλλά και επιβεβαιώθηκε μερικές ώρες αργότερα την στιγμή της σύνταξης του παρόντος κειμένου.
Το Σάββατο λοιπόν, στα πλαίσια της πρώτης χρονικά εμφάνισης των Αυστραλών The Necks στη χώρα μας επισκεφτήκαμε το Ωδείο Αθηνών. Ένας πρώην εγκαταλελειμμένος χώρος, όπου ανακαινίστηκε πλήρως και εξελίχθηκε τεχνολογικά και αισθητικά, όπου σε προϊδεάζει θετικά και πλέον αποτελεί νυν χώρο όπου σφύζει από ζωή και εξάγει πολιτισμό. Κάπως έτσι έγινε αντιληπτό από την αρχή και σε συνδυασμό με την υποδοχή μας στο χώρο και την ευγενική εξυπηρέτησή μας ότι (για όσους θα έβλεπαν για πρώτη φορά το σχήμα, καθώς όσοι τους είχαν κάπου ξαναδεί ήταν γνώστες) θα γινόμασταν μάρτυρες, όχι κάποιας συμβατικής συναυλίας, αλλά θεατές οπτικοακουστικής παράστασης με ό, τι συνεπάγεται αυτό.
Το χρονοδιάγραμμα των εκδηλώσεων ξεκίνησε από νωρίς με ένα vinyl listening session για τους λάτρεις του αναλογικού ήχου και στη συνέχεια ακολούθησε η προβολή του ντοκιμαντέρ παράλληλοι αυτοσχεδιασμοί (Improvisations in Parallel Mode) του Πέτρου Κολοτούρου. Ένα οδοιπορικό στα ηχοτοπία της ελληνικής επαρχίας με τους μουσικούς του κάθε τόπου να συνθέτουν το soundtrack της εκπληκτικής συνεργατικής δουλειάς μιας πληθώρας δημιουργών.
Με τη λήξη αυτού και τον κόσμο να συσσωρεύεται και να πληθύνεται σιγά σιγά στο προαύλιο, αλλά και εσωτερικό χώρο, μπήκαμε στην ουρά για να βρούμε τις θέσεις μας μέσω της βοήθειας των ταξιθετών στο υπέροχα διαμορφωμένο χωροταξικά αμφιθέατρο της αίθουσας του Ωδείου Ιωάννης Δεσποτόπουλος. Ένας σύγχρονο μέρος που μπορεί όπως αποδείχτηκε επί του πρακτέου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του όλου event αλλά και αντιστοίχων.
Στο συναυλιακό μέρος τώρα, με μία μικρή δόση καθυστέρησης αλλά και για προφανείς, όπως αποδείχθηκε λόγους στην σκηνή υποτίθεται θα έβγαιναν οι Costas Baltazanis trio, όμως τελικά βγήκαν μόνο οι δύο συν ένας, σαν τρίο. Δυστυχώς ο Κώστας Μπαλταζάνης είχε ένα ατύχημα με τη μηχανή που του άφησε παράσημο 9 σπασμένα πλευρά (αν οι πληροφορίες ήταν ακριβείς), οπότε ήταν αδύνατη η παρουσία του. Καλή ανάρρωση και περαστικά να ευχηθούμε και επιφυλασσόμαστε για μία μελλοντική εμφάνιση.
Τη θέση του στο σχήμα πήρε ο Κωστής Χριστοδούλου στο πιάνο πλαισιώνοντας τον Απόστολο Σιδέρη (Κοντραμπάσο) και τον Δημήτρη Κλωνή (Τύμπανα). Το σχήμα εμφανίστηκε με εύθυμη διάθεση, όπου ενισχύθηκε στη πορεία και πέρασε μέσω της μουσικής τους και σε όλους στο κοινό. Σε ένα ελαφρώς προβαρισμένο ή και εντελώς απροβάριστο ελέω των συνθηκών πλαισίου, αυτοσχεδίασε με μοναδικό τρόπο και με ισχυρή δόση χημείας. Κατά βάση Jazz ήχοι με έντονη ελευθεριάζουσα αισθητική και έντονη δόση πειραματισμού, χωρίς απαραίτητα να χωράνε κάτω από αυτή και μόνο την ταμπέλα. Σε κάποιες στιγμές κρεσέντου ακόμα και οι μετρονόμοι την “άκουσαν” με την ακρίβεια και τη ρυθμικότητα του σχήματος.
Το κλασικό σετ τυμπάνων μεταμορφωνόταν σε πεδίο κρουστών ανάλογα με τη χρήση του, το πιάνο αποκτούσε ακόμα και space απολήξεις και αυτός ο μοναδικός ήχος του κοντραμπάσου γέμιζε τον χώρο σε όλο τον όγκο του. Για να δώσουμε και μία πιο rock εκδοχή, υπήρχαν στιγμές όπου αυτή η Avant-garde προσέγγισή τους θύμιζε “εξευγενισμένους Swans”. Απολαυστικοί και οι τρεις σε όλη τη διάρκεια του σχεδόν μισάωρου σετ τους έστρωσαν το βελούδινο ηχητικό τους χαλί για να υποδεχτούμε το main act της βραδιάς, τους ανεπανάληπτους The Necks.
Μετά τις απαραίτητες αλλαγές επί σκηνής και των λοιπών απαιτούμενων εργασιών σε συνδυασμό με την ικανοποίηση των προσωπικών αναγκών του καθενός από το κοινό, καθίσαμε εκ νέου αναπαυτικά στα καθίσματα μας ανυπομονώντας για τους Αυστραλούς.
Μετά από καθυστέρηση τριών δεκαετιών, περίπου στις 22:00 το σχήμα των Necks εμφανίστηκε αρκετά μινιμαλιστικά στη σκηνή για πρώτη φορά στη χώρα μας και οι κύριοι Chris Abrahams, Tony Buck και Lloyd Swanton μας υποδέχτηκαν και μας ξενάγησαν στο θαυμαστό μουσικό τους κόσμο.
Ο αρχικός μονόλογος του πιάνου με του εκλεκτικούς και εκλεκτούς ήχους του μάς υποδέχτηκε με τον πιο όμορφο τρόπο δίνοντας τη δυνατότητα στους Swanton και Buck να δημιουργήσουν ένα μουσικό υπόβαθρο από απίστευτους drone ήχους και artistic χτυπήματα αντίστοιχα σε κοντραμπάσο και τύμπανα. Όσο περνούσε η ώρα γινόμασταν μάρτυρες ενός υπέροχου μουσικού διαλόγου μεταξύ των τριών, με δημοκρατικά κριτήρια και ισόποση κατανομή από πλευράς του καθενός, με συλλογικά αποτελέσματα. Το να αναφέρουμε τη λέξη Jazz ή και New Jazz είναι τόσο τετριμμένο αλλά και περιοριστικό για το μέγεθος της ηχητικής τους παλέτας. Ο αυτοσχεδιασμός στο μεγαλείο του σε όλη τη διάρκεια του ηχητικού τους ταξιδιού, καθώς ως γνωστόν κάθε τους εμφάνιση είναι μοναδική και διαφορετική με τους ίδιους να μη βάζουν φραγμούς και χωρίς να ακολουθούν την πεπατημένη διαδρομή.
Η minimal σκηνική παρουσία και η διαδραστικότητα του σχήματος με το κοινό ήταν φειδωλή όμως από πλευράς ήχων και μουσικότητας και ρυθμικότητας βιώσαμε ένα πακτωλό από δαύτα. Εκτελεστική δεινότητα και τεχνική κατάρτιση σε ανώτατο επίπεδο όπου σε συνδυασμό με την ακουστική του χώρου μας χάρισαν μια μυσταγωγία που δύσκολα συναντάς και που ακόμα πιο δύσκολα ξεπερνάς.
Έντονη προοδευτική διάθεση που αψηφά μουσικές νόρμες, διαμέσου ambient, avant-garde, kraut, minimalism στρωμάτων ήχου αναζητούσε διέξοδο προς την αναζήτηση του δισκοπότηρου της ψυχεδέλειας και για τον γράφοντα η συνειδητή επιλογή των κλειστών ματιών έδωσε μία άλλη διάσταση και οπτική περί αυτού.
Η παράσταση του σχήματος διήρκησε περίπου μία ώρα και κάτι, όμως ο χρόνος είναι πάντα σχετικός και αυτό φάνηκε καθόλη τη διάρκεια του σετ. Υπήρξαν στιγμές που ένιωθες ότι παίζουν και διαρκούν για μία αιωνιότητα και άλλες πάλι είχες την εντύπωση ότι ήταν τόσο σύντομες σαν “σφηνάκι”.
Το σίγουρο είναι ότι γεμίσαμε από ήχους και μουσικές που θα μας συντροφεύουν και θα μας “στοιχειώνουν” για αρκετό καιρό.
Λίγο μετά της 23:00 δυστυχώς, εν μέσω αποθέωσης από το κοινό, η αυλαία έπεσε και η παράσταση έλαβε τέλος για μία ανεπανάληπτη μουσική εμπειρία ανεβάζοντας τον διοργανωτικό και συναυλιακό πήχη σε δυσθεώρητα ύψη.
Κατά την αποχώρηση μου από το Ωδείο και στο δρόμο της επιστροφής κάνοντας τον συνηθισμένο σύντομο μίνι απολογισμό σκεφτόμουν
“Τι μοναδική μουσική εμπειρία βιώσαμε όλοι μας…..”
637