Καθώς η μέρα για τη συναυλία των Grave Pleasures πλησίαζε, το μυαλό μου είχε κατακλυστεί εξ’ ολοκλήρου από συναισθήματα ανυπομονησίας.
Θα μπορούσε κανείς να πει πως είχα μετατραπεί σε μια εναλλακτική εκδοχή του Μπομπ Σφουγγαράκη όπου οι μόνες πληροφορίες που μου παρείχα ήταν “συναυλία των Grave Pleasures και αναπνοές” – και ο νοών νοήτω. Πολλές οι υποχρεώσεις, αρκετή η κούραση, όμως η ατέρμονη και βαθιά μου ανάγκη να δω για πρώτη φορά το συγκρότημα (ή ένα από τα πολλά) του ζωντανού θρύλου Mat McNerney, μου γέμιζε τις αποθήκες ενέργειας στο έπακρον.
Φτάνοντας στο χώρο του Temple πάνω στην ώρα για να προλάβω την έναρξη του set των Anima Triste, ο κόσμος μου φάνηκε απογοητευτικά λίγος. Χωρίς όμως να πτοείται στιγμή το αθηναϊκό τρίο από κάτι τέτοιο, ανέβηκαν δυναμικά και γεμάτοι όρεξη στη σκηνή, επιτυγχάνοντας έτσι την μάζωξη του μέχρι τότε διάσπαρτου κόσμου προς το μέρος τους.
Οι Anima Triste είναι ένα αθηναϊκό σχήμα με μεγάλη εμπειρία στην underground μουσική σκηνή, κάτι το οποίο δε διστάζει να φανεί στις συναυλίες τους. Οι πρώτες μου εντυπώσεις από την εμφάνισή τους, μη έχοντας κάποια ιδιαίτερη επαφή με τη μουσική τους προτού τους ακούσω απευθείας ζωντανά, ήταν αρκετά θετικές. Το group εξέπεμπε μια πολύ ατμοσφαιρική αύρα, σκοτεινή, ρομαντική, με τη μουσική τους να κυμαίνεται σε πιο κλασσικούς gothic rock με άλλοτε πιο metal στοιχεία ήχους και ανατριχιαστικά σημεία με τον Κωνσταντίνο να φλερτάρει με black metal φωνητικά, άλλοτε πιο ψυχεδελικά κιθαριστικά παιχνίδια που προσέθεταν μια επιπλέον ιδιαιτερότητα στο συνολικό ήχο.
Πάντα οδηγούμενοι από μια βαθιά θλίψη που εκφράζεται σε βάθος μέσα από τους στίχους τους και θίγοντας ζητήματα όπως η κοινωνική – ψυχική απομόνωση, οι Anima Triste καλούν το κοινό τους να ρίξει τις μάσκες και να αφήσει το σκοτεινό του εαυτό ελεύθερο και αποδεσμευμένο από οποιαδήποτε κοινωνική συνθήκη που μπορεί να τον καταπιέζει. Η έντονη εκφραστικότητα και θεατρικότητα του frontman Κωνσταντίνου έριχνε το δόλωμα στους fans του συγκροτήματος, οι οποίοι με τη σειρά τους “τσίμπαγαν” και ανταπέδιδαν, εκφράζοντας πολύ ανοιχτά και έντονα το θαυμασμό τους για τους μουσικούς, κι έτσι συνεχίστηκε αυτή η αμοιβαία εκδήλωση αγάπης έως και το τέλος του set των αθηναίων, όπου μας ευχαρίστησαν θερμά και μας αποχαιρέτησαν.
Setlist:
Hades
Schizo
Humanity
Believe
Roses
Tasteless
All Of You
Face In A Mask
1984
Black Raven
Χωρίς καμία καθυστέρηση τα καμάρια των Grave Pleasures εκσφεντονίστηκαν στη σκηνή και, παρά τις μικρές καθυστερήσεις και ένα υπέροχο soundcheck στα όρια του experimental noise rock, οι πρώτες νότες του “Disintegration Girl” ηχούν, με τον Mat να ξεπηδάει στη σκηνή και το κοινό να λύνεται απευθείας στο χορό και το sing along. Ήταν ήδη εμφανές πόσο είχε λείψει στη μπάντα το αθηναϊκό κοινό, όπως και το αντίστροφο, πράγμα που ήδη όριζε τη βραδιά ως μνημειώδη. Αν μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε κάπως τους φινλανδούς, αυτό θα ήταν σίγουρα death rock πάνκιδες, μιας που έχουν κατορθώσει το ακατόρθωτο: να εκπέμπουν τον punk χαρακτήρα τους μέσα από τη death rock μουσική ομπρέλα τους, πράγμα που, ειδικά στις ζωντανές εμφανίσεις τους, πρόκειται για μοναδικό win-win situation. Για μια περίπτωση μουσικών όπως είναι οι Grave Pleasures, ούτε στιγμή δε με ενόχλησε το γεγονός πως ο ήχος δεν βρισκόταν και στα καλύτερά του, καθώς, πέραν του ότι δεν εμπόδισε λεπτό κανέναν από το να δώσει το 110% των δυνατοτήτων και της ενέργειάς του, αναδείκνυε ακόμη πιο έντονα τον ακατέργαστο και ωμό χαρακτήρα του group, πείθοντας και τον τελευταίο καχύποπτο στο χώρο και ίσως κολλημένο στο παρελθόν, πως βλέπουμε μια ιστορική, με τον τρόπο της, μπάντα, να βρίσκεται σε μια από τις καλύτερες φάσεις της, παρά τις δυσκολίες που έχουν κληθεί μέλη της να αντιμετωπίσουν.
Το συγκρότημα τίμησε αρκετά τον φετινό τους δίσκο “Plagueboys”, με τα πρώτα τρία κομμάτια του live να προέρχονται από αυτόν. Το κοινό φυσικά παραμιλούσε, και ο Mat, συμπαθέστατος και ταπεινός εκεί που χρειαζόταν και ταυτόχρονα θηρίο όταν η ατμόσφαιρα τον ενέπνεε, μας μάγευε συνεχώς με την εκφραστική του κινησιολογία, τον υπνωτικό του χαρακτήρα και την κατά γενική ομολογία φοβερή του ενέργεια. Για να μην είμαστε όμως άδικοι, όσο μορφή και αν είναι ο McNerney, η μπάντα δε θα ήταν το ίδιο χωρίς τα υπόλοιπα μέλη από τα οποία απαρτίζεται. Ό,τι και να πει κανείς για τα μεγαθήρια κιθαρίστες Aleksi και Juho, είναι λίγο, οι οποίοι ακούραστοι, χαλαροί και φυσικά χωρίς να τους ξεφεύγει νότα για νότα, μας παρέσερναν στο χορό με κάποια από τα πιο κολλητικά και αξιομνημόνευτα riffs που έχουμε ακούσει από μπάντες του είδους.
Φυσικά, και όπως ήταν αναμενόμενο, η πρώτη στιγμή μες στη βραδιά που έγινε ο κακός χαμός ήταν όταν ήχησαν οι κιθάρες του “Death Reflects Us”, αν και στην πορεία για να φτάσουμε εκεί είχε γίνει εξίσου πανυγήρι με πολλά αγαπημένα κομμάτια, βλέπε “Infatuation Overkill, “Be My Hiroshima”, “Mind Intruder” κ.α., αλλά οι Beastmilk πάντοτε χτυπάνε σε πολύ ευαίσθητα σημεία, με τη νοσταλγία που πλέον τους χαρακτηρίζει, να παρακινεί κάθε νοματαίο που βρισκόταν στο Temple σε χαμό, ξεβίδωμα στο χορό, γροθιές στον αέρα και sing along. Είναι αξιοθαύμαστο το πώς ένας δίσκος στιγμάτισε τόσο έντονα ανθρώπους που τον αγάπησαν σε τέτοιο βαθμό, και έχω βάσιμες υποψίες πως αν το συγκρότημα συνέχιζε ως Beastmilk, τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά. Κατά κάποιον τρόπο τα συναισθήματα νοσταλγίας είναι που σε μεγάλο βαθμό έχουν γεννήσει και τον “θρύλο” γύρω από το Climax.
Η συναυλία έφτανε στο τέλος της, παρ’ όλο που δεν κατάλαβα ποτέ πώς πέρασε η ώρα, και άρχισα να ψάχνω το “Joy Through Death” έτοιμη για πολύ μεγάλη απογοήτευση, αλλά προς έκπληξή μου, ο Mat μας ζήτησε να του κάνουμε μια χάρη, η οποία ήταν να του δώσουμε “Joy, Joy Through Death”, όπου και εγώ ολοκληρώθηκα σαν άνθρωπος, ακούγοντας ένα από τα κομμάτια που με έχουν χαράξει βαθιά, σε μια εκτέλεση που δε μπορούσε να φαντάζει πιο σωστή. Η ψυχή των Grave Pleasures ως συγκρότημα, είναι τόσο άφθαρτη και αληθινή, που κατέστησε τη συναυλία τους ως μια από τις πιο στιγματικές εμπειρίες μου με το συγκεκριμένο είδος μουσικής.
Και επειδή τέτοιο ήταν το βράδυ, ο αποχαιρετισμός μας με τους Grave Pleasures, μεταμορφώθηκε σε ένα encore που έμελλε να γκρεμίσει τους τοίχους του Temple για κάθε σωστό λόγο. Μια κραυγή σωτηρίας, μέσα από το “Love In A Cold World”, με το κοινό να έχει μετατραπεί σε μια τεράστια αγκαλιά, με όλους μας να ανταλλάζουμε χαμόγελα και να υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας το πιο σημαντικό:
“Holding on to love in a cold world
I’m holding onto love!
Crying out in a dead universe
I’m holding onto love!”
Και ενώ η συναυλία θα μπορούσε να κλείσει εδώ και να είμαστε όλοι ολοκληρωμένοι κι ευτυχισμένοι, οι Grave Pleasures μας κέρασαν άλλον έναν ύμνο τους, που φυσικά δεν ήταν άλλος από το “The Wind Blows Through Their Skulls”, με πολλούς να μην πιστεύουν αυτό που συμβαίνει, κόσμο να φωνάζει, και κανέναν μα κανέναν να μη χορεύει. Η έλευση των Φινλανδών στη χώρα μας τιμήθηκε όπως ακριβώς της άξιζε, σαν μια πραγματική γιορτή, με τους μουσικούς να φτάνουν σε σημείο να μη μπορούν να μας ευχαριστήσουν αρκετά, υποσχόμενοι πως θα τα ξαναπούμε σύντομα.
Setlist:
Disintegration Girl
Heart Like a Slaughterhouse
High on Annihilation
Haunted Afterlife
New Hip Moon
Society of Spectres
Infatuation Overkill
Plagueboys
Be My Hiroshima
Mind Intruder
Lead Balloons
Doomsday Rainbows
Death Reflects Us (Beastmilk)
Deadenders
Joy Through Death
Encore:
Love in a Cold World (Beastmilk)
The Wind Blows Through Their Skulls(Beastmilk)
Φωτογραφίες: Νίκος Δρακόπουλος
982