Τί σηματοδοτεί για εσάς η λέξη “Juggernaut”; Μία ασταμάτητη δύναμη, σαν έναν οδοστρωτήρα, ο οποίος ισοπεδώνει τα πάντα στο διάβα του, γνωστός και ως Cain Marko; Μήπως το διπλό άλμπουμ των Periphery, το οποίο έσκασε ως κεραυνός εν αιθρία το 2015; Αν ανήκετε στη δεύτερη κατηγορία, τότε η νέα αυτή κυκλοφορία του συγκροτήματος έρχεται να σας αποκαθηλώσει από την αναμονή ενός υψηλότερου διαδόχου (αν ανήκετε και στις δύο, συγχαρητήρια, σας εκτιμώ λίγο περισσότερο, αν σημαίνει αυτό κάτι για εσάς).
Από την πρώτη ακρόαση, οι “δαιδαλώδεις” συνθέσεις κοχλιώνονται στη συνείδησή σου και επιβάλλουν την επανακρόαση ως την επιτακτικότερη ανάγκη που έχεις γνωρίσει μετά το “The Dusk In Us” των Converge. Ελάχιστα πάνω από τη μία ώρα, το “Periphery IV: Hail Stan” διαφοροποιείται δραστικά από τους προκατόχους του, αλλά “φοράει” με περηφάνεια όλες του τις επιρροές, φέρνοντας στη θύμισή μου το κύκνειο άσμα των The Dillinger Escape Plan, “Dissociation” και τις φοβερές του ηλεκτρονικές “σφήνες”, που έδειξαν το δρόμο για την ανανέωση του ευρύτερου metal ήχου. Στιχουργικά έχει αφυπνιστικό χαρακτήρα, ίδιον του συγκροτήματος από τότε που τους γνώρισα, ασκώντας δριμεία κριτική στο κατεστημένο, αλλά δοσμένη με διακριτικότητα και σεβασμό στον ακροατή.
Η φωνή του Spencer Sotelo έχει ωριμάσει υπέροχα και φαίνεται πως έχει μελετήσει καλά, τον Mike Patton του. Απλά προσέξτε τις κραυγές στο “Blood Eagle”, το οποίο δεν κυκλοφόρησαν τυχαία ως single για να προωθήσουν το LP. Ο άνθρωπος απλά “ακροβατεί” στα όρια του εξωπραγματικού με τις ερμηνείες του, με καθαρά πιο ευκολομνημόνευτα κι από pop κομμάτι της σειράς και με πλήθος βάρβαρων φωνητικών επιδείξεων, από τις οποίες ξεχωρίζω τα “σκισμένα αλυχτίσματά” του.
Κιθαριστικά, το να πει κανείς ότι “φυσάνε”, “κεντάνε”, “σπέρνουν/θερίζουν”, είναι ευφημισμός. Η τριάδα Mansoor/Holcomb/Bowen, δεν αναλώνεται για πολύ στις “φιοριτούρες”, αλλά δείχνει πως ο προοδευτικός ήχος δεν είναι (συγχωρέστε με για την έκφραση!) “άσκοποι αυνανισμοί” επί των οργάνων, μα καλά υπολογισμένες φράσεις, σωστά τοποθετημένες στο χωροχρόνο του άλμπουμ. O Matt Halpern, είναι το θηρίο που θα περίμενε κανείς να είναι πίσω από το kit, πλαισιώνοντας ρυθμικά όλη αυτή τη σύγχρονη μεταλλική μανία με ακρίβεια που θα “φθονούσε” ακόμη και ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων. Στο μπάσο επιστρέφει (σε ρόλο “καλεσμένου”) ο Adam “Nolly” Getgood, ο οποίος δίνει τη συνδρομή του και στην παραγωγή αλλά και ως μηχανικός ήχου. H πραγματική έκπληξη είναι ότι το όργανο δεν αποτελεί επίσης προσκεκλημένο, αλλά έχει το ρόλο που του αρμόζει στο τελικό αποτέλεσμα, με εξαίρεση τα σημεία όπου οι χαμηλές συχνότητες των >>6-χορδων κιθάρων, εξουσιάζουν το χώρο του.
Ανέκαθεν τα συγκροτήματα τα οποία αναλαμβάνουν μόνα τους τον ήχο τους, κατείχαν μία ξεχωριστή θέση στη συνείδησή μου και οι Periphery δεν αποτελούν εξαίρεση. Γνωρίζοντας τα όργανά τους τόσο καλά όσο και τις κονσόλες τους, πετυχαίνουν ένα εξαιρετικά “αεροστεγές” αποτέλεσμα, το οποίο, άμα τω αποχωρισμώ από το “περιτύλιγμα”, αναδίδει τις ομορφιές του αφειδώς. Το όλο εγχείρημα κυκλοφόρησε, μάλιστα, από τη δισκογραφική που δημιούργησε η ίδια η μπάντα (το όνομα της οποίας 3DOT Recordings, αν χρειαστεί για μελλοντική αναφορά), δείχνοντας το πόσο προσωπικά πήραν τη διαδικασία τα παιδιά.
Το οποίο με φέρνει στο εξής: όλες οι πληροφορίες για το πώς πρέκυψε το τελικό αποτέλεσμα είναι διαθέσιμες από τους ίδιους τους Periphery, στα μέσα κοινωνικής τους δικτύωσης. Είναι φανερό πως έχουν κατανοήσει τη χρησιμότητα της παγκοσμιότητας του διαδικτύου και την εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο με το έκτο τους πόνημα, ενσωματώνοντας τη δυναμική αυτής, πλήρως στη δημιουργική διαδικασία.
Το “Periphery IV: Hail Stan”, συγκεράζει το παρελθόν με το παρόν, ξεκινώντας από το “Reptile”, το οποίο στη διάρκεια-ρεκόρ για τους Periphery, περίπου δεκαεπτά λεπτών (σαν τα παλιά prog συγκροτήματα), ξεδιπλώνει τη θεματική του με στόμφο και θέτει τις βάσεις για το υπόλοιπο άλμπουμ και τις στιχουργικές βολές κατά πάντων. To δίδυμο “Blood Eagle” και “CHVRCH BVRNER”, αποτελεί την αγαπημένη μου στιγμή από το LP, τα οποία “δαγκώνουν” άγρια με τις φρενήρεις κιθάρες και τα φωνητικά που αρπάζουν τον ακροατή χωρίς δισταγμό και περιστροφές. Το υπόλοιπο μισό του φέρνει τους τόνους σε πιο ήπια επίπεδα ηχητικά, χωρίς να θυσιάζει όμως την ήδη εγκαθιδρυμένη ατμόσφαιρα. Το ανθεμικό “Crush”, αποτελεί σίγουρα την “ακριβή περίληψη” του άλμπουμ, καθώς εκφράζει απόλυτα τη διάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα ο άνθρωπος από τη φύση του και τις ματαιότητες που τον αποσπούν από αυτή.
Το πνευματικό τέκνο του Misha Mansoor “ενηλικιώθηκε” και στέκεται πιο περήφανα από ποτέ, με το τελευταίο του αποκύημα να είναι σίγουρα ένας από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς, του οποίου το “εκτόπισμα” μένει να αναδείξει ο χρόνος. Το μόνο που ζητάει από εμάς είναι υπομονή, ώστε να εντρυφήσουμε στην ενδελεχή μελέτη του. Κατά τη διάρκεια των πολλαπλών ακροάσεων, με κυρίευσε ο ίδιος πόθος όπως τότε που ανακάλυπτα πρώτη φορά το “The Parallax II: Future Sequences” των Between The Buried And Me. Και αυτό λέει πολλά!
http://periphery.net/
Be the first to comment