ARENA: “Double Vision”

Με την αφετηρία τους στο μακρινό πια 1995, οι neoprog rockers από το Ηνωμένο Βασίλειο, φτάνουν αισίως στο ένατο άλμπουμ τους. Οι συνιδρυτές Mick Pointer (πρώην ντράμερ των Marillion)  και Clive Nolan ( κημπορντίστας επίσης στους Pendragon και Shadowland), καθόρισαν με την προϊστορία ή την παράλληλη δράση τους και την ηχητική και συνθετική τους εξέλιξη.

Η διαδρομή τους είχε αρκετές αλλαγές προσώπων γύρω από τον πυρήνα των ιδρυτών, εκτός από τη μόνιμη από το 1997 παρουσία του γνωστού μουσικού και κιθαρίστα John Mitchell (It Bites, Frost, Kino, Lonely Robot). Από το 2010 μοιάζει να έληξε και η περιπέτεια των τραγουδιστών, με τον Paul Manzi να τους κάνει εδώ και 8 χρόνια περίπου άμεσα αναγνωρίσιμους. Η τελευταία προσθήκη/αλλαγή είναι αυτή του μπασίστα Kylan Amos, το 2014.

Εύκολα και πρακτικά μπορεί να χωρίσει κανείς το “Double Vision” σε δύο μέρη. Στο πρώτο υπάρχουν έξι τραγούδια κανονικών διαρκειών και στο δεύτερο το ιδιαίτερα φιλόδοξο έπος των περίπου 23 λεπτών με τον τίτλο “The Legend of Elijah Shade”.

Από τη συμπαγή έναρξη του “Zhivago Wolf”, η προσφιλής συνταγή τους αναλαμβάνει να διατηρήσει την εμπιστοσύνη κάθε ακόλουθου. Heavy riffs που συνοδεύονται από τα καθιερωμένα πλήκτρα του Nolan αποκτούν μια συμφωνική αίσθηση, μελωδίες στη φωνή με το ύφος τους να μοιάζει σαν την εξελιγμένη αντήχηση του δραματικού κλασικού prog rock της πρώιμης Fish-era των Marillion, και η συνολική ηχητική εντύπωση μοιάζει τελικά να μπορεί να προκαλέσει άμεσο ενδιαφέρον και σε αρκετούς prog metal ακροατές.

Το “The Μirror Lies” με τη νοητή αντιπαράθεση ανάμεσα στα άμεσα, μελωδικά φωνητικά και τα επιβλητικά ριφ κερδίζει εύκολα και δίκαια την εντύπωση ενός από τα highlights του δίσκου, ενώ το “Scars” έχει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ρεφρέν του. Το “Paradise of Thieves” με την όμορφη ροή του και την εξαιρετική δουλειά του Manzi στις φωνητικές μελωδίες θα μπορούσε να είναι άνετα ένα σπουδαίο single του άλμπουμ, ενώ το πειθαρχημένο “Red Eyes”, ένα από τα καλύτερα “κουμπωμένα” τραγούδια με ένα ενδιαφέρον break, φέρνει στο μυαλό τους Threshold. Tο “Poisoned” είναι μια απογυμνωμένη, άμεση μπαλάντα, μια ήρεμη, γραμμική, ειλικρινής επίκληση.

Η συγκροτημένη και συμπαγής αντίληψη της σύνθεσης που επικρατεί συνολικά στο άλμπουμ, επιβιώνει πετυχημένα και στο μακροσκελές “The Legend of Elijah Shade”. Με λίγο περισσότερη θεατρικότητα σε μέρη του, αλλά εύκολη ροή και φυσικές διαδοχές, κυλά πιο αβίαστα από τον τρόμο που ίσως προκαλούν σε κάποιους τα σχεδόν 23 λεπτά του και διατηρεί μια όμορφη και κοντινή περιγραφικότητα χωρίς κούραση από φλυαρίες. Για άλλη μια φορά, εξαιρετικός ο Manzi, ελέγχει μαεστρικά την ιστορία του τραγουδιού.

Οι Arena και στο “Double Vision” έκαναν παιχνίδι σε γνώριμα πεδία, κεκτημένα και δοκιμασμένα, χωρίς κινδύνους και πειράματα, αλλά με έμπνευση και όλες τις δυνάμεις τους αφοσιωμένες στη σύνθεση. Υποθέτω μόνο πως το τελικό αποτέλεσμα άξιζε ένα πιο εμπνευσμένο και καλαίσθητο εξώφυλλο…

600
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…