DEVISER

“Δεν είναι νεκρό αυτό που αιώνια κείται,
Κι ίσως έρθουν παράξενες εποχές, όταν ακόμη κι ο θάνατος θα πεθάνει”
(H. P. LOVECRAFT / Η Πόλη Χωρίς Όνομα)

Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 80 στα Χανιά της Κρήτης. Το 18χρονο κοπέλι της ιστορίας μας αλωνίζει στα στενά της παλιάς πόλης, μαυροντυμένος και με ραφτά Bathory, Iron Warrior κλπ στα ρούχα του όταν δεν βρίσκεται σε κάποιο γήπεδο να ασχολείται με την άλλη του μεγάλη αγάπη το ποδόσφαιρο.

Η απουσία άλλων φαν του είδους (πρώιμο thash/death) που να παίζουν κάποιο μουσικό όργανο, στην περιοχή του, τον αναγκάζει να ξεκινήσει κάτι μόνος του. Το όνομα αυτού, Μάνθος Χναράς (φωνή- κιθάρα- μπάσο).



Το ξεκίνημα δεν υπήρξε το καλύτερο δυνατό καθώς οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα αντίξοες λόγω παραμέτρων όπως το ότι δεν υπήρχε χώρος για πρόβες, έλλειψη κατάλληλων ντράμερ κλπ. Παρά την προσφορά βοηθείας από την πλευρά των Rotting Christ, ουσιαστική βελτίωση στην κατάσταση συντελέστηκε λίγο καιρό αργότερα, όταν  έγινε η γνωριμία με ένα ιδρυτικό μέλος των Agatus, τον Chris Dorian Kokiousis (που τότε έφερε το ψευδώνυμο “Esharth the Dark One”).



Το 1990 ηχογραφούν 2 demo (“Forbidden Knowledge” και “Psychic Completion” ηχογραφημένα σε Αθήνα και Θεσ/κη αντίστοιχα) με τον C. Kokiousis να παραμένει στη μπάντα ως session κιθαρίστας μέχρι την, έως και σήμερα, αναιτιολόγητη αποχώρησή του (από τις πολλές που ακολούθησαν). Στο πρώτο demo υπήρξε συμμετοχή και του Περικλή Τσουκαλά (Asfyx) καθώς έπαιξε ένα lead σημείο σε ένα κομμάτι.

Οι Deviser παίρνουν μορφή πλήρους μπάντας με κανονικά μέλη και πλέον έδρα στην Αθήνα (και τον Μatt  να αφήνει πίσω την σταδιοδρομία του στο ποδόσφαιρο για χατίρι της μουσικής, σαν άλλος King Diamond και καθώς είχε φτάσει σε σημείο να παίζει ήδη σε ομάδα της Γ’ Εθνικής κατηγορίας).



Τα υπόλοιπα μέλη τότε ήταν ο μπασίστας των Nordor (“Unblessed”) ο οποίος επίσης αποχώρησε, και μάλιστα ξαφνικά, την ημέρα ηχογράφησης του πρώτου κομματιού της μπάντας, και τέλος ο ντράμερ των Piranha (“Mike Tsebertzis”). Ένα σπασμένο πιατίνι σε ένα κοινό προβάδικο των Deviser και των Nordor (στους οποίους τραγουδούσε στις πρόβες η μέλλουσα σύζυγος του M. Χναρά και την οποία λίγο καιρό αργότερα έδιωξαν) υπήρξε η αφορμή για το ξέσπασμα  μιας άτυπης έχθρας ανάμεσα στα δύο γκρουπ.

Το 1993 ένα ιστορικό live λαμβάνει χώρα στην Αθήνα καθώς οι Deviser (στην ουσία ο ιδρυτής τους) κάνει τις κατάλληλες επαφές ώστε η εμφάνιση Ancient Rites, Rotting Christ και Deviser να αποτελέσει συναυλιακό γεγονός καθώς ήταν η πρώτη φορά που ξένη black metal μπάντα ερχόταν για live στην χώρα μας.



Την ίδια χρονιά λαμβάνουν χώρα ακόμη δύο συναυλίες που στήνει ο M. Χναράς με headliners τους Tiamat οι οποίοι μόλις είχαν κυκλοφορήσει το “Clouds” το οποίο ήταν πολύ επιτυχημένο στην Ελληνική αγορά. Οι Deviser έπαιξαν support στα 2 live αυτά που έγιναν sold out τελικά, καθώς κι ακόμη μια underground μπάντα με demo μόνο υλικό, οι Kerno. Πέρα από την εμπορική όμως επιτυχία των δύο εμφανίσεων οι μπάντες έμειναν απλήρωτες και ο Χναράς που είχε οργανώσει την όλη φάση και είχε πληρώσει μέχρι και τα εισιτήρια των Σουηδών δεν πήρε ούτε μια δραχμή. Χαίρε αρπαχτή!



Το 1994 επιλέγουν συνειδητά έναν χώρο άσχετο με το metal για την ηχογράφηση του 7ιντσου “The Revelation of Higher Mysteries” έτσι ώστε να διαφοροποιήσουν τον ήχο τους από τις υπόλοιπες ακραίες metal μπάντες της εποχής. Η μίξη της επιθετικότητας και της μελωδίας θα αποτελέσει το σήμα κατατεθέν τους για τα χρόνια που θα ακολουθήσουν.

Το ep κυκλοφορεί από μια μικρή εταιρεία, την Ολλανδική Teutonic Existence records, η οποία οργάνωσε και κάποιες εμφανίσεις των Deviser στις “Κάτω Χώρες” (αλλά και στην Ελλάδα). Αν και οι Deviser υπήρξαν στις πρωτοπόρες, για τα ελληνικά δεδομένα, μπάντες με ακραίο ήχο που ξεπέρασαν τα ελληνικά σύνορα, το γεγονός αυτό πέρασε σχεδόν απαρατήρητο από τον μεταλλικό τύπο της εποχής.



Οι Deviser κρατούν επαφές με τον Euronymous (Mayhem). Λίγο καιρό πριν τη δολοφονία του,  ακούγοντας το υλικό που του είχαν στείλει τους παροτρύνει να επικεντρωθούν στη σκοτεινή ατμόσφαιρα που έπρεπε να έχουν τα τραγούδια τους προσθέτοντας σκοτεινά συναισθήματα. Το αποτέλεσμα ήταν οι Deviser να κυκλοφορήσουν το 1995 το πολύ ενδιαφέρον demo με τίτλο “Thy Blackest Love” (Stoned Music Productions) το οποίο έτυχε ενθουσιώδης αποδοχής από όλο σχεδόν τον underground κύκλο και οδήγησε την μπάντα στο πρώτο δισκογραφικό της συμβόλαιο σε μεγάλη εταιρεία.

Παράλληλα, σχεδιάζει το λογότυπο των Deviser ο Cristophe Spadjel.



Μέσω της  Mascot Records λοιπόν, κυκλοφορούν το 1996 το “Unspeakable Cults” (ηχογραφημένο στο Praxis studio στην Αθήνα). Με την δουλειά τους αυτή δίνουν ανάσα ζωής στο black metal ιδίωμα με τον μοναδικό συνδυασμό ακραίων φωνητικών και μελωδικών heavy κομματιών. Ακολουθεί κυκεώνας παρουσιάσεων και συνεντεύξεων σε όλα τα Ευρωπαϊκά metal περιοδικά. Καλύτερη πρωτοεμφανιζόμενη μπάντα του μήνα στο Terrorizer, διθυραμβικές κριτικές σε Ολλανδικά/ Γερμανικά/ Βελγικά περιοδικά, περισσότερο airplay στη Γαλλία, επιτυχία στην Ελλάδα κλπ.

Εμφανίζονται στο φεστιβάλ του Metal Invader μαζί με τους Venom, Virgin Steele, Emperor και Rotting Christ (ενώ λίγο καιρό πριν είχαν δεχθεί παρασκηνιακές πιέσεις να μην παίξουν ως support στο live των Ancient Rites στην Αθήνα, γεγονός που δεν συνέβη).



Λαμβάνουν πρόταση από τους Dark Funeral για να πάρουν μέρος στην Ευρωπαϊκή τους περιοδεία. Όμως κάτι τέτοιο ήταν αντίθετο με τα σχέδια της δισκογραφικής τους, η οποία αντί να χρηματοδοτήσει τις εμφανίσεις τους, άσκησε πιέσεις να μπουν στο studio για να ηχογραφήσουν την επόμενη 2η δουλειά τους. Η συγκεκριμένη τους στάση έφερε τους Deviser στη θέση να ζητήσουν να σπάσει το συμβόλαιο μεταξύ τους με το που κυκλοφόρησε το “Transmission To Chaos” (1998) ένα album που προέκυψε ακόμη πιο επιθετικό και ώριμο από τον προκάτοχό του.

Κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων του “Transmission To Chaos”, o ντράμερ τους, που αντιμετώπιζε προβλήματα με ναρκωτικά, παρουσίασε αλλόκοτη και επιθετική συμπεριφορά και ηχογράφησε τα ντραμς σε υψηλότερες ταχύτητες. Αποκορύφωμα υπήρξε η απειλή με στιλέτο των υπολοίπων μελών κατά τη διάρκεια ηχογραφήσεων κι έτσι αποβλήθηκε από την μπάντα με συνοπτικές διαδικασίες.



Όμως η τύχη επιφύλασσε και άλλο χτύπημα για την μπάντα, καθώς λίγο μόλις διάστημα μετά την κυκλοφορία του album, ένα ακόμη μέλος, ο Μάνος (lead guitar), έπαθε κρίση σχιζοφρένειας κατά τη διάρκεια σπονδής (σ.σ.!!!) στην Δήλο.

To album αποσπά χαμηλή κριτική στο Γερμανικό Rock Hard και απομακρύνει την Metal Blade με την οποία είχαν ως τότε διαπραγματεύσεις για συμβόλαιο. Έτσι τουλάχιστον το δικαιολόγησαν στην μπάντα από το Γερμανικό παράρτημα της εταιρείας. Η απογοήτευση εξαπλώνεται στα εναπομείναντα μέλη και για μεγάλο χρονικό διάστημα οι Deviser μένουν αδρανείς (αφού βγάζουν και το ανεξάρτητο demo του 1999).

Ο Nick Christogiannis, που εκείνη την περίοδο βοηθούσε τους Kawir σε συναυλίες και ηχογραφήσεις καθώς και τους Zemial σε περιοδείες ως μπασίστας, είχε αναλάβει σε ότι αφορά τους Deviser το ρόλο του μπασίστα από το 1993 ως το 1997, ενώ από το 1999 ως και σήμερα είναι υπεύθυνος για την δουλειά που έχει γίνει στα πλήκτρα τους.



Το 2002 κι αφού υπογράφουν στην LSP Company κυκλοφορούν το “Running Sore”. O Μάνθος φωτογραφίζεται με τα μισά του μαλλιά βαμμένα κόκκινα. Ακυρώνεται το Rockwave με Slayer, Halford κλπ που θα έπαιρναν μέρος, αλλά παίρνουν μεγάλη τόνωση την ίδια χρονιά με τη συμμετοχή τους στο πρώτο και πιο επιτυχημένο Chania Rock Festival μαζί με UDO, Valley’s Eve κλπ και με τον Bob Katsionis ως session μουσικό για το live στην σύνθεσή τους.

Παρά τα πολλά live που δίνουν μαζί και την ήδη “ταλαιπωρημένη” σε αλλαγές μελών μπάντα, αποχωρούν χωρίς προφανής λόγους ο ντράμερ και ο lead κιθαρίστας του τότε σχήματος.

 To 2003 ετοιμάζουν ένα demo μόνο για πολύ λίγες εταιρείες, σε λιγότερες από 15 κόπιες που δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Ένα δείγμα από αυτό το demo έχετε τη δυνατότητα να ακούσετε σε αποκλειστικότητα από το Rockway.gr πατώντας εδώ.

Επίσης το 2003 κυκλοφορεί μια συλλογή από την Sleaszy Rider records με τίτλο “Thy Blackest Love (The Early Years)”.



Με νέα σύνθεση ετοιμάζουν και ηχογραφούν το “Seasons Of Darkness” από το 2006, αλλά το ενδιαφέρον που είχε δείξει ως εκείνη τη στιγμή η Massacre records δεν εκδηλώνεται δυστυχώς σε συμβόλαιο. Η απογοήτευση ξαναχτυπάει την πόρτα και η μπάντα μπαίνει στον πάγο για αρκετά ακόμη χρόνια ώσπου το 2011 βγάζουν το “Seasons Of Darkness” στην Metalfighters records χωρίς να έχουν παραπάνω απαιτήσεις παρά μόνο μερικές κόπιες για τους ίδιους και τους φίλους τους. To Seasons βρίσκει τους Deviser σε ακόμη ένα μονοπάτι του ίδιου δρόμου που ακολουθούν σε όλη τους την πορεία. Αυτή τη φορά προσεγγίζουν το τεχνικό thrash με μικρότερες ταχύτητες και πιο ατμοσφαιρικά σημεία.

Πρόσφατα επανακυκλοφόρησαν από την Ελληνική Floga Records οι δύο πρώτες studio δουλειές τους σε βινύλιο.



Εκείνος ο 18χρονος μαλλιάς μπορεί να πέρασε πολλά, να δέχτηκε πολλές κατραπακιές και να πέρασε αμέτρητες κακοτοπιές αλλά ένα είναι βέβαιο, πως ακόμη και τόσα χρόνια μετά έχει αναμμένη μέσα του την φλόγα του ασυμβίβαστου heavy metal. Εδώ και χρόνια έχει επιστρέψει στο νησί της Κρήτης και όπως και τότε τριγυρίζει στα σοκάκια της παλιάς πόλης των Χανίων ετοιμάζοντας το επόμενο χτύπημα που θα φέρει τη σφραγίδα και τη δύναμη των Deviser.

“My gate will transport you,
Into another world,
Far away from the reality,
Where you come to feel insane delight”
(Transmission to Chaos/Deviser)

993