CLUTCH

CLUTCH

Μούσια, tattoo, “αλητεία” και στη μέση κάπου κρύβεται μια όμορφη μουσική!

Αυτά είναι λίγα λόγια που θα μπορούσαν να περιγράψουν το φαινόμενο Clutch στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια.

20 χρόνια μπάντα που είχε ανέκαθεν οπαδούς στη χώρα μας, αλλά πριν το 2010 ήταν ίσως μετρημένοι στα δάκτυλα, αλλά πριν με κατηγορήσετε να σας πω πως δεν ήμουν ένας από αυτούς. Είχα ακούσει και εγώ και είχα γουστάρει με τα τραγούδια τους, από όταν είχαν κυκλοφορήσει τον εξαιρετικό “Blast Tyrant” το 2004 και με κέρδισαν ακόμα περισσότερο όταν τους είδα ζωντανά στη δεύτερη επίσκεψη τους στην Ελλάδα το 2011, στο Gagarin με τους Lucky Funeral να ανοίγουν τη συναυλία.

Από τους λίγους οπαδούς, έφτασαν μέσα σε 4 χρόνια να έχουν κάνει συνταρακτικό sold out το 2015 με τους Planet of Zeus σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και ακούγονται μέχρι και σε μαγαζιά που έχουν ελαφρολαϊκό ρεπερτόριο.

Για μια ακόμη φορά (έχουμε πλέον χάσει το μέτρημα), θα επισκεφτούν τη χώρα μας στις 19 Ιουλίου στα πλαίσια τους Release Athens Festival και άσε κάποιους να λένε τα δικά τους. Αφού ο κόσμος τους θέλει ας έρχονται κάθε χρόνο και αυτοί και όποιος στηρίζεται από τον κόσμο, για όποιον λόγο έχει ο καθένας να δίνει τα λεφτά του.

Αλλά ας μπούμε στη χρονομηχανή και να πάμε πίσω στο 1990 όταν, υπό το όνομα Glut Trip ο μπασίστας Dan Maines, ο τυμπανιστής Jean Paul Gaster και ο κιθαρίστας Tim Sult είχαν αρχίσει να παίζουν μουσική με τον φίλο τους Roger Smalls να τραγουδάει.

Η καριέρα του Smalls ήταν σύντομη και ο Neil Fallon έγινε ο νέος τραγουδιστής του μουσικού συνόλου, που από τότε άλλαξε το όνομά του σε Clutch.

To 1991 το πρώτο τους ΕΡ “Pitchfork” έκανε την εμφάνιση τους, αλλά η κυκλοφορία του 12-ιντσου single “Passive Restraints” μέσω της Earache Records ήταν αυτό που άρχισε να τους φέρνει κοντά σε περισσότερα αυτιά ιθυνόντων διάφορων δισκογραφικών εταιριών.

Τον Αύγουστο του ’93, η East West Records κυκλοφόρησε το πρώτο τους ολοκληρωμένο album “Transnational Speedway League”, το οποίο έφερε την ταμπέλα Parental Advisory, την οποία επέβαλλε το πουριτανικό αμερικάνικο κράτος για την συχνή χρήση της λέξης “motherfucker” στο κομμάτι “Binge and Purge”. Από την αρχή της καριέρας τους οι Clutch δείχνουν πόσο πολύ η μουσική τους βασίζεται στη γκρούβα που δίνει κάτι πιο αέρινο στη μέχρι τότε συνηθισμένη alternative metal σκηνή.

2 χρόνια μετά η συνεργασία με την East West φέρνει ένα από τα σημαντικότερα album της λεγόμενης stoner rock σκηνής και το ομώνυμο “Clutch” πουλάει περισσότερα από 200.000 αντίτυπα, με τραγούδια μοναδικά όπως το αγαπημένο “Escape from the prison planet”, και με τους ίδιους να αρχίζουν να εμπλέκονται με την παραγωγή.

Η επιτυχία του “Clutch” φέρνει τους τέσσερις τύπους από το Maryland στις αγκάλες της Columbia Records, μέσω της οποίας κυκλοφορούν το “Elephant Riders”, στου οποίου την κάθε κόπια υπάρχει ένα hidden track.

Άλλοι πέτυχαν το “David Rose”, άλλοι το “Gifted & Talented”, άλλοι πάλι το “05”, αλλά οι Γιαπωνέζοι τα πήραν όλα. Στο album αυτό φιλοξενείται και ο jazz τρομπονίστας Delfeayo Marsalis, για τα “Crackerjack” και “Muchas Veces”.

Ένα χρόνο οι Clutch αλλάζουν δισκογραφικό σπίτι, κυκλοφορώντας το “Jam Room” (1999) αρχικά σε δική τους εταιρία, αλλά επανακυκλοφορώντας το τον επόμενο χρόνο με τη βοήθεια της Megaforce Records, με επιπλέον τρία κομμάτια.

Οι κριτικές είναι αποθεωτικές και το σημαντικό σε αυτό το album είναι η ύπαρξη του “One Eye Dollar” κομμάτι που αγαπάει η μπάντα και παίζει ζωντανά ως και σήμερα (έγινε remake αργότερα για το όγδοο album τους “From Beale Street to Oblivion”).

Η νέα χιλιετία τους βρίσκει στην Atlantic Recordings να κυκλοφορούν το “Pure Rock Fury”, το οποίο επίσης πήρε εξαιρετικές κριτικές, με τον Neil Fallon να παίζει κιθάρα στο “Brazenhead” και με συμμετοχές των Scott “Wino” Weinrich (The Obsessed, Saint Vitus), Leslie West (Mountain) και των Daniel Soren και Joe Selby από τους Sixty Watt Shaman.

To album αυτό μπαίνει στη λίστα The Billboard 200 στη θέση 135 και το κομμάτι “Careful With That Mic” στην θέση 24 των Mainstream Rock Tracks.

Ένα χρόνο μετά (2002) η Megaforce κυκλοφορεί ένα Live album των Clutch, με τίτλο “Live at the Googolplex”, που περιέχει 15 κομμάτια από διάφορες ζωντανές ηχογραφήσεις, ενώ μια συλλογή με προηγουμένως ακυκλοφόρητα κομμάτια θα κυκλοφορήσει το 2003 (“Slow Hole to China: Rare and Unreleased”) πρώτα από την River Road Records σε CD, έπειτα σε 3000 αντίτυπα (εκ των οποίον 1000 χρωματιστά) από την Emetic Records και η ίδια η μπάντα θα το κάνει διαθέσιμο το 2009 σε remaster έκδοση με 3 bonus tracks.

Όμως η χρονιά που η Εθνική μας ομάδα σήκωνε το Ευρωπαϊκό Κύπελλο Εθνών και η Αθήνα διοργάνωνε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ήταν πολύ σημαντική και για τους Clutch που μπήκαν σε μια δεκαετία μιας πιο ευρείας αναγνώρισης από τα mainstream media.

H κυκλοφορία του “Blast Tyrant”, που όπως και ο προκάτοχος του “Pure Rock Fury” μπήκε στα Billboard 200, αλλά γινόταν πιο δημοφιλές κάθε χρόνο που περνούσε.

Κομμάτια σαν το “The Regulator” (που στην Ελλάδα έχει γίνει πλέον λίγο σαν το “Paranoid”, κάτι που θέλει κάθε “άσχετος” να ζητήσει στον δισκοθέτη του εκάστοτε διασκεδαστηρίου), το ξεσηκωτικό “The Mob Goes Wild” που μπήκε στην θέση 39 στα Mainstream Rock Tracks, η power μπαλάντα “Ghost”, το εξαίσιο “Mercury” και πολλά άλλα έκαναν τον κόσμο να αναγνωρίσει την αξία του συγκροτήματος από το Maryland.

Την παραγωγή υπογράφει ένας κύριος ονόματι Machine, τον οποίο θα συναντήσουμε και παρακάτω.

Το 2005 έρχεται με ένα ακόμα υπέροχο δείγμα μουσικής από το κουαρτέτο, που τιτλοφορείται “Robot Hive/Exodus” και μαζί με 13 δικά τους κομμάτια υπάρχουν και δύο όμορφες διασκευές σε blues κομμάτια.

Το εκπληκτικό “Gravel Road” του Mississipi Fred McDowell και το “Who’s Been Talking?” του Chester Burnett, τα οποία συμπληρώνουν τα σημαντικά “The Incomparable Mr. Flannery” (που χρησιμοποιήθηκε σαν χαλί στα highlights του NFL), “Burning Beard” (με το ωραίο video clip) και “10001110101” σε ένα σύνολο 54 λεπτών που έφεραν το όνομα Clutch σε περισσότερα rock στόματα.

Την ίδια χρονιά ξαναχτυπά η Megaforce Records με το “Pitchfork & Lost Needles”, το οποίο ουσιαστικά περιέχει μια νέα προσέγγιση του παρθενικού επτάιντσου “Pitchfork”, κάποια ακυκλοφόρητα demos, την μετενσάρκωση του “High Caliber Consecrator” από το “Passive Restraints EP” σε “Nero’s Fiddle”, καθώς και δύο κομμάτια που δε χώρεσαν στο “Robot…” (“What Would a Wookie Do?” , “Bottoms Up, Socrates”).

Δύο χρόνια πέρασαν για να έρθει η ώρα του “From Beale Street to Oblivion” (2007), που για μια ακόμη φορά φέρνει διθυραμβικές κριτικές για τους Clutch.

Και πάλι στα Billboard 200 αλλά αυτή τη φορά στη θέση 52 και στο νούμερο 4 στη λίστα Top Independent Albums με το “Electric Worry” να σκίζει χασέδες.

Το κομμάτι “Power Player” αργότερα ακούστηκε στη βραβευμένη αμερικάνικη σειρά “Sons Of Anarchy” (ξέρω ότι την έχεις δει, άσε τα σάπια) και το “Electric Worry” με τη φοβερή φυσαρμόνικα του frontman των Five Horse Johnson, Eric Oblander έγινε μουσική για video games και ακουγόταν κάθε φορά που η ομάδα χόκεϋ Vancouver Canucks σκόραρε την περίοδο 11/12.

Σε παραγωγή του σημαντικού Joe Baressi (Melvins, Queens of the Stone Age κτλ.) είχε εμπορική επιτυχία και ανέβασε ακόμα πιο ψηλά την μπάντα στην συνείδηση του ροκά και ήταν η δεύτερη συνεχόμενη, αλλά και τελευταία συνεργασία με την DRT Entertainment.

2008 ήρθε η εποχή της ανεξαρτησίας για τους Clutch, οι οποίοι ιδρύουν την εταιρία Weathermaker music (το όνομα ήρθε από το κομμάτι “Weathermaker”, εισαγωγή του “Subtle Hustle” από το “Blast Tyrant” album) και κυκλοφορούν το live album “Full Fathom Five”.

To 2009 θα κυκλοφορήσει το ένατο ολοκληρωμένο album τους “Strange Cousins from the West”, όμως οι κριτικές που παίρνει είναι πιο χλιαρές από συνήθως, αν και περιέχει στιβαρά και δυνατά κομμάτια, όπως τα “50.000 Unstoppable Watts”, “Abraham Lincoln” και “Struck Down”.

O χρόνος περνούσε και το όνομα Clutch βάραινε σε κύρος, αλλά ο διάδοχος του “Strange….” άργησε 4 χρόνια.

Το “Earth Rocker” μας αποζημίωσε όμως, όλους και με το παραπάνω και πήρε και πάλι κριτικές στις οποίες οι Clutch είχαν συνηθίσει (διαβάστε την κριτική του στο Rockway.gr).

Κομματάρες σαν τα “The Face”, “DC Sound Attack” (με εξαιρετική απόδοση του drummer Jean Paul Gaster), “Unto the Breach”, “Oh, Isabella” και την  πανέμορφη μπαλάντα “Gone Cold” συντάραξαν των κόσμο και έκαναν τους Έλληνες να φρικάρουν κι έτσι, η συναυλία των Clutch, με την guest εμφάνιση των Planet of Zeus, αναγκάστηκε να αλλάξει δύο φορές venue και να φιλοξενήσει 3000 (ίσως και περισσότερους ανθρώπους).

Ένα χρόνο αργότερα, την Τρίτη 24 Ιουνίου λοιπόν, εκείνοι βρέθηκαν και πάλι στην Αθήνα (στην Ιερά Οδό, διαβάστε το live report) για μια ακόμη ιδρωμένη εμφάνιση, με τους Black Hat Bones και Big Nose Attack να ανοίγουν τη συναυλία.

Όπως είχε ανακοινώσει ο Neil Fallon, οι Clutch μπήκαν στο studio το 2015 και κυκλοφόρησαν το ενδέκατο τους album “Psychic Warfare” (review), σε παραγωγή και πάλι του Machine. To album έπιασε κορυφή στα Top Rock Albums και τη θέση 11 στα Billboard 200, πουλώντας 26.000 αντίτυπα την πρώτη μόλις εβδομάδα.

To πιο πρόσφατο full length album τους κυκλοφόρησε το 2018 με τίτλο “Book of bad decisions” και οι Clutch έφτασαν έτσι, τα 12 ολοκληρωμένα πονήματα, σε παραγωγή του έξι φορές βραβευμένου με Grammy, Vance Powell. Με κριτικές ως επί το πλείστο θετικές, το album πήγε καλά εμπορικά και συνέχισε να κερδίζει οπαδούς για τους Αμερικανούς.

Από τον Απρίλιο ως σήμερα έχουν δώσει στη δημοσιότητα δυο νέα singles τα “We strive excellence” και “Red alert (Boss Metal Zone)” που θα μπορούσαν να είναι προπομποί τού νέου τουε 13ου album, αλλά δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε.

Δεν τους πάει εννοείται η καρδιά να μην επιστρέψουν στους αγαπημένους στους Έλληνες και να παίξουν ζωντανά νέα και παλιά τραγούδια την Τρίτη 19 Ιουλίου στην Πλατεία Νερού για μια ακόμη εξαιρετική βραδιά (δελτίο τύπου).

Αν σας αρέσουν οι Clutch και θέλετε να γνωρίσετε καλύτερα τα μέλη τους, τσεκάρετε τα παρακάτω.

THE COMPANY BAND https://www.facebook.com/thecompanyband (με τη φωνή του Neil Fallon)
FIVE HORSE JOHNSON https://www.facebook.com/pages/Five-Horse-Johnson-official-band-page/148445998544953 (στα τύμπανα ο Jean Paul Gaster)
KING HOBO https://www.facebook.com/pages/King-Hobo/58315368892 (στα τύμπανα ο Jean Paul Gaster μαζί με τον Per Wiberg των Opeth)
THE BAKERTON GROUP http://en.wikipedia.org/wiki/The_Bakerton_Group (όλοι μαζί)
DEEP SWELL https://www.facebook.com/deepswellmusic (με τον Tim Sult στην κιθάρα)
DUNSMUIR https://www.facebook.com/DunsmuirBand  (με τη φωνή του Neil Fallon)

1760
About Δημήτρης Μαρσέλος 2208 Articles
Δέσμιος της μουσικής, είλωτας των συναυλιών, εθισμένος στα σκληρά...riffs, διπολικός μεταξύ metal και hardcore punk, έχει κάνει χρόνια τώρα πολιτιστικό crossover και δεν αρνείται κανένα ιδίωμα της rock που του τη σηκώνει...την τρίχα.