Από τη Χιλή μας έρχονται οι Vastator και βρίσκονται στο ίδιο ύφος των συμπατριωτών τους Battlerage. Judas Priest, γρήγοροι Manowar, Exciter και παροδικά thrash ξεσπάσματα, είναι κάποια από τα συστατικά του “Machine Hell”.
Με απόλυτα underground αισθητική, προσπαθούν, δείχνουν τίμιες προθέσεις, αλλά το αποτέλεσμα δεν τους δικαιώνει. Οι ιδέες δεν έχουν να δώσουν κάτι το καινούριο, αλλά δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Άλλωστε οι καλύτεροι δίσκοι που έχω ακούσει τα τελευταία χρόνια βασίζονται στις ίδιες φόρμες και δεν με ενοχλεί καθόλου αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι οι συνθέσεις έχουν δύναμη, αλλά χάνουν τον δρόμο τους, αφού δεν υπάρχει κάποιο συστατικό που να μπορεί να τραβήξει το ενδιαφέρον του ακροατή. Η παραγωγή υστερεί, αλλά βρίσκεται εντός της γενικότερης φιλοσοφίας που υπηρετεί η μπάντα. Για κάποια συγκροτήματα που σέρνονται στο βαθύ underground, αυτό είναι ένα άλλοθι που χρησιμοποιείται και ως άποψη. Το άλμπουμ ξεκινάει με ένταση και δύναμη μέχρι τη μπαλάντα με πιάνο “Reminiscence”, η οποία ακούγεται παράταιρη. Τα φωνητικά, σε σημεία, προσπαθούν να μιμηθούν τις τσιρίδες του Halford, αλλά δεν είναι τόσο απλό και οι όποιες συγκρίσεις είναι εις βάρος τους. Υπάρχουν κάποιες καλές διάσπαρτες κιθαριστικές στιγμές, ενώ στο “Hawker Hunter” συμμετέχει και ο Metal Mike Chlasciak (Halford). Τα τύμπανα ακούγονται ψεύτικα και αυτό είναι μεγάλο μειονέκτημα, ενώ το μπάσο βρίσκεται πολύ μπροστά, στη λογική των Manowar. Τα 4 τελευταία κομμάτια του “Machine Hell” είναι στη γλώσσα τους και εκεί οι Vastator φαίνεται ότι λειτουργούν καλύτερα, με μοναδική εξαίρεση το “Caleuche” που μοιάζει υπερβολικά ξεχειλωμένο. Όσοι αρέσκονται σε γραφικότητες και underground heavy metal (σαν εμένα) μπορούν να το τσεκάρουν, οι υπόλοιποι ας μείνετε μακριά.
Ανδρέας Ανδρέου
541
Be the first to comment