Θυμάμαι σαν χθες, να βγάζω το βινύλιο των 33 στροφών με τίτλο “Hungry Years” από τη θήκη του και να το τοποθετώ στο πλατό.
Με ευλάβεια και ανυπομονησία καθάρισα, με το αντιστατικό σκουπάκι τη σκόνη και άφησα τη βελόνα να βρει τη θέση της στο αυλάκι της αρχής. “Heidi Heido” ακούστηκε να τραγουδάει μια περίεργη φωνή, μέρος ενός παραδοσιακού στρατιωτικού εμβατηρίου της Γερμανίας, που χρονολογείται κάπου στο 1830. Ένας ήχος σαν κάποιος να τραβάει απότομα το βραχίονα του πικάπ, την ώρα που εκείνο παίζει, διέκοψε το εμβατήριο και η ταχύτητα του “Fast as a shark”, μου πήρε τα μυαλά. Τι κομματάρα, σκέφτηκα!
Όμως λόγω του ότι το συγκεκριμένο εμβατήριο συνόδευε τους στρατιώτες και εν καιρώ Ναζισμού, έφερε σε δύσκολη θέση το συγκρότημα των ACCEPT, αν και εκείνοι το χρησιμοποίησαν ως αστείο. Αυτή ήταν η πρώτη μου αληθινή επαφή με το μεγαλείο των Accept. Μουσικό σχήμα που έχει ένα κομμάτι δικό του στην ιστορία του Heavy metal.
Σαν ιδέα δημιουργήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, στην γερμανική πόλη, Solingen, στην επαρχίας της Βεστφαλίας, όπου δύο φίλοι, οι Udo Dirkschneider και Michael Wagener δημιούργησαν ένα μουσικό σχήμα, υπό το όνομα Band X και μετά από λίγο μετονομάστηκαν σε Accept. Λόγω συνεχών αλλαγών στη σύνθεση των μελών, οι Accept έμειναν για αρκετά χρόνια σε ερασιτεχνικό επίπεδο, ώσπου το 1976 τους κάλεσαν να συμμετάσχουν σε ένα rock festival (Rock am Rhein). H τότε σύνθεση του group, εκτός των Udo (φωνή) και Michael (κιθάρα), αποτελούταν από τους Gerhard Wahl (κιθάρα), Dieter Rubach (μπάσο) και Frank Friedrich (τύμπανα). Μετά το φεστιβάλ, η γερμανική Brain Records έσπευσε να τους προτείνει συμβόλαιο.
Μετά από κάποιες αλλαγές στο line up (ξανά!), μπήκαν στο Delta Studio για να ηχογραφήσουν το ομώνυμο ντεμπούτο τους, που κυκλοφόρησε το 1979. Πλέον στις κιθάρες βρισκόντουσαν οι Wolf Wolfmann και Jorg Fischer, αλλά εισπρακτικά η παρθενική δουλειά των Γερμανών ήταν μια απογοήτευση. Λίγο πριν μπουν για να γράψουν το διάδοχο album, o drummer, Frank Dietrich άφησε το γκρουπ και τη θέση του πήρε ο Stefan Kaufmann.
Στα τέλη του 1979, ξανά με παραγωγό τον Dirk Steffens και πάλι στο ίδιο studio, ξεκίνησαν να γράφουν υλικό, που έμελλε να κυκλοφορήσει με τίτλο “I’m a Rebel” τον Ιούνιο του 1980. Αν και δεν είχε και πάλι μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, έφτασε στα αυτιά περισσότερου κόσμου και τους ζητήθηκε να κάνουν τηλεοπτική εμφάνιση. Το ομώνυμο τραγούδι ήταν το πρώτο τους hit και αυτό οφείλεται στην γνωριμία του παραγωγού με τον Alex Young, αδερφό του George Young και των γνωστών αδερφών Young των AC/DC. Ο George είχε γράψει το τραγούδι για τους Malcolm και Angus, αλλά δεν κυκλοφόρησε ποτέ από αυτούς και έτσι, έφτασε στα χέρια των Accept.
Οι αεικίνητοι Γερμανοί, χωρίς να καθησυχαστούν καθόλου, μπήκαν πάλι στο Delta Studio, με τον Steffens για ακόμη μια φορά παραγωγό και αυτή τη φορά έχοντας στην κονσόλα το παλιό μέλος τους, Michael Waneger. Έχοντας κυκλοφορήσει στις 16 Μαρτίου του 1981 (κατά σύμπτωση, ημερομηνία γέννησης του γράφοντος), το “Breaker” ήταν το πρώτο album τους που κυκλοφόρησε και στην Αμερική, με τοπική εταιρία. Σύμφωνα με τον Udo, ήταν ένα από τα καλύτερα τους album και ήταν αυτό που τους έβαλε σε ρότα επιτυχίας, δίνοντας στο μέλλον και το όνομα του στην δισκογραφική εταιρία του τραγουδιστή.
Η μπάντα προσέλαβε ως manager, τον Gaby Hauke και περιόδευσε μαζί με τους μεγάλους Judas Priest παγκοσμίως, αποσπώντας προσοχή εκτός Ευρώπης για πρώτη φορά. Το hit του δίσκου “Son of a Bitch”, λόγω της αυστηρότητας των Βρετανικών αρχών, κυκλοφόρησε στο “νησί”, ως “Born to be Whipped”.
Η τέταρτη κυκλοφορία τους ήταν σημαδιακή, μιας και ήταν η πρώτη μακριά από τα Delta Studios. Το “Restless And Wild” (1982) ηχογραφήθηκε στα Dierks Studios, του γνωστού από την εκτενή συνεργασία του με τους Scorpions, Dieter Dierks, και με τη βοήθεια για ακόμη μια φορά στην κονσόλα του Michael Waneger. Σε αυτό το album, για πρώτη φορά, ο UDO τραγουδάει όλα τα κομμάτια και είναι και η πρώτη φορά που ο manager, Gaby Hauke, βρίσκεται στα credits, σαν συνθέτης. Πολλοί κριτικοί θεωρούν το “Restless and Wild” ως το σημαντικότερο album της μπάντας, αφού περιέχει, εκτός από το ομώνυμο “Restless and Wild”, δύο ακόμα τεράστιες επιτυχίες τους, τα “Fast as a Shark” (πρώτο speed metal τραγούδι, σύμφωνα με πολλούς) και το εμβληματικό “Princess of the Dawn”. Σχεδόν 30 χρόνια μετά, το 2011 σε μια ειδική εμφάνιση της μπάντας στην Ελβετία το “Restless And Wild” παίχθηκε ολόκληρο ζωντανά για όσους τυχερούς βρέθηκαν εκεί.
Οι Accept είχαν πάρει τα πάνω τους και η έμπνευση τους είχε κτυπήσει κόκκινα, πράγμα που αποδείχθηκε με την κυκλοφορία του “Balls to the Wall”, το 1983. Το album έκανε επιτυχία στην Αμερική, ανεβαίνοντας στην θέση 74 στα Billboards 200, γεγονός που πολλοί αποδίδουν στην σύνδεση του εξώφυλλου και των κομματιών “London Leatherboys” και “Love Child” με την ομοφυλοφιλία. Ο Hoffmann σχολίασε αυτές τις φήμες λέγοντας, πως οι Αμερικάνοι είναι τόσο πουριτανοί και ότι στην Ευρώπη κανείς δεν ασχολήθηκε με τέτοιο τρόπο, για κάτι που απλά εκείνοι θέλανε με τους στίχους να αναδείξουν προβλήματα κάποιων μειονοτήτων. Το ομώνυμο τραγούδι ακούγεται ακόμα και σήμερα και το album θεωρήθηκε ένα από τις σημαντικότερες metal κυκλοφορίες των 80s.
Και η συνέχεια ήταν εξίσου σημαντική για το metal, αφού το έτος 1985, είναι το έτος γεννήσεως του εκπληκτικού “Metal Heart”, με το ομώνυμο να έχει χιλιοδιασκευαστεί.
Αν και δεν ήταν η πρώτη δουλειά τους γραμμένη στα Dierks Studio, ήταν η πρώτη με παραγωγό τον ίδιο τον Dierks. Αυτό το album, έχει μείνει στην ιστορία για τα διασκευασμένα κομμάτια των κλασσικών “Slavonic March” (Τσαικόφσκυ) και “Fur Elise” (Μπετόβεν), που περιείχε το ομώνυμο τραγούδι, αλλά και η μηχανική καρδιά στο εξώφυλλο του.
Η επιστροφή τους στα Dierks studios έγινε σύντομα στα τέλη του χρόνου και η μπάντα αποφάσισε αυτή τη φορά να κάνει η ίδια την παραγωγή και έτσι προέκυψε το “Russian Roullete”, που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1986. Οι Accept, όντας δυσαρεστημένοι, από τον ραφιναρισμένου ήχο της παραγωγής του Dierks, αποφάσισαν να κάνουν τη δουλειά μόνοι τους, επιστρέφοντας σε πιο σκοτεινές περιόδους.
Μετά από αυτό το album, o Udo αποφάσισε να αφήσει την μπάντα και να κάνει solo καριέρα, πράγμα που αγκάλιασαν με θέρμη τα υπόλοιπα μέλη, γράφοντας μάλιστα την μουσική, στο ντεμπούτο των U.D.O, “Animal House”.
Παράλληλα, με τη βοήθεια στο φίλο τους Udo, οι εναπομείναντες Accept ξεκίνησαν audition για νέο τραγουδιστή, καταλήγοντας στον Αμερικανό David Reece και με αυτόν στη σύνθεση πλέον, μπήκαν στο studio να ηχογραφήσουν το “Eat the Heat” (1989). Εν μέσω της περιοδείας στις Η.Π.Α, ο Kaufmann τραυματίστηκε σοβαρά και προς στιγμήν, αντικαταστάθηκε από τον ντράμερ των House of Lords, Ken Mary. Μόλις η αμερικάνικη περιοδεία ολοκληρώθηκε η μπάντα αποφάσισε ότι, εκτός του ότι δεν μπορεί να συνεχίσει χωρίς τον Kaufmann, οι διαφορές που υπήρχαν με τον νέο τραγουδιστή, αναγκάζει την προσωρινή διάλυση του group.
Ευτυχώς για τη metal μουσική, η παλιοπαρέα συναντήθηκε ξανά με τον Udo και ξεκίνησαν να δουλεύουν πάλι, όλοι μαζί το 1993, οπότε και ηχογράφησαν το “Objection Overruled”.
O Wolfmann σχολίασε πως είναι πολύ ωραίο να κάνεις reunion, μιας και το πάθος του να ξαναβρεθείς με τους φίλους σου μετά από καιρό κάνουν την ηχογράφηση πιο εύκολη.
Όμως, τα προβλήματα ξανάρχισαν στις τάξεις των Γερμανών, και ο διάδοχος του “Objection Overruled”, “Death Row” (1994) ήταν πολύ χαμηλότερο ποιοτικά από το αναμενόμενο. Συν του γεγονότος του επανατραυματισμού του Kaufmann και την αναγκαστική του αντικατάσταση από τον Stefan Schwarzmann έβαλαν φρένα στη φόρα των Accept.
Ούτε βέβαια, η συνέχεια με το “Predator” (1996) ήταν καλή. Το album ηχογραφήθηκε στα 16th Ave. Sound Studios από τον επιστήθιο φίλο και παλιό μέλος του group, Michael Wagener με guest στα drums, τον Michael Cartellone (Damn Yankees, Lynyrd Skynyrd). Όμως, μία ακόμη αποτυχία για το γερμανικό συγκρότημα, έκανε πάλι τον Udο να στραφεί στο προσωπικό του group και αυτή ήταν η τελευταία δισκογραφική τους δουλειά με εκείνον να ουρλιάζει στο μικρόφωνο.
Η μπάντα μπήκε για μια ακόμη φορά στον πάγο και έμεινε εκεί ως το 2005, όταν τους έγινε πρόταση να συμμετάσχουν σε κάποια φεστιβάλ με την παλιά καλή σύνθεση. Εκείνοι δέχτηκαν και οι συναυλίες είχαν τεράστια επιτυχία, τόσο ώστε ο τύπος να ρωτάει επίμονα για πιθανή επανασύνδεση και νέα δουλειά. Ο Udo όμως, διέψευσε κατηγορηματικά κάτι τέτοιο, δηλώνοντας ότι κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφή, και επειδή η σχέση του με τους υπολοίπους είναι πολύ καλή, δε θα ήθελε με κανέναν τρόπο να την χαλάσει.
Οι φήμες για νέα δισκογραφική δουλειά των Γερμανών εμφανίστηκαν ξανά το 2009, όταν ο Peter Baltes αποκάλυψε πως πέρασε ολόκληρο Σαββατοκύριακο τζαμάροντας με τον Wolfmann και τον Mark Tornillo, πρώην τραγουδιστή των ΤΤ Quick, τον οποίο μετά από λίγο καιρό παρουσίασαν οι Accept ως καινούργιο τραγουδιστή.
Με τον Tornillo, πλέον να εκτελεί χρέη frontman, η μπάντα μπήκε στα Backstage Studios, με παραγωγό τον Andy Sneap (Megadeth, Exodus, Testament) και δημιούργησε το “Blood Of The Nations”, που κυκλοφόρησε το 2010 από την Nuclear Blast και ενθουσίασε του απανταχού fan του σχήματος!
Μετά τον θερμό εναγκαλισμό του “Blood Of The Nations” και της περιοδείας τους από το κοινό, οι Γερμανοί μπήκαν πάλι στο studio, με τον Andy Sneap, για να ηχογραφήσουν το δεύτερο album τους με τον Mark Tornillo να τραγουδάει. Ο τίτλος του είναι “Stalingrad” και κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2012, λαμβάνοντας διθυραμβικές κριτικές, εκτός των άλλων και από το Rockway (link).
Έχοντας πλέον βρει, και επίσημα, την παλιά τους αίγλη με τον Mark Tornillo πίσω από το μικρόφωνο, δεν αφήνουν το χρόνο να περνάει απλά και το 2014 εξαπέλυσαν την “τυφλή οργή” τους. Το “Blind Rage” (review) κυκλοφόρησε το δεκαπεντάυγουστο του εν λόγω έτους, με τη μεταλλική τους καρδιά να χτυπά και πάλι, σε κάθε δίσκο και δυνατότερα.
Κι ενώ το συγκρότημα δούλευε πάνω σε νέο υλικό, φρόντισε να θυμίσει στους fans του πόσο μεγάλη live μπάντα είναι, κυκλοφορώντας το 2017, το “Restless & Live”, λαμβάνοντας παράλληλα μέρος ως guests στην περιοδεία των Sabaton.
Τον ίδιο χρόνο το καλοκαίρι, σκάει μύτη και το δέκατο πεμπτο album τους “The Rise of Chaos” (review) και ο Ιορδάνης Κιουρτσίδης γράφει εκστασιασμένο: “Οι Accept με το “The Rise Of Chaos” προσφέρουν άλλον έναν αξιοπρεπέστατο δίσκο καθαρού heavy metal, από αυτό που κοντεύει να εξαφανιστεί μέσα στον κυκεώνα των νέων τάσεων και των ταμπελοποιητικών ορολογιών που διχάζουν οπαδούς. Και αυτή είναι η διαφορά. Ο metaller δεν είναι “οπαδός”, είναι πάνω απ’ όλα φίλος αυτής της μουσικής που τα κριτήρια της είναι μεν μεγάλα αλλά μόνο δύο σε αριθμό: να κάνεις headbanging και να ρέουν ευχάριστα και με άνεση πολλά μπουκαλάκια μπύρας κατά τις ακροάσεις.”
Οι αναγεννημένοι και υπερΤαβλωμένοι Accept επιστρέφουν στη χώρα μας για να να πάρουν μέρος στο φετινό Rockwave Festival, όπου θα συνοδέψουν τους Judas Priest, Sabaton, Saxon σε ένα μοναδικό heavy metal line-up (ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ). Στις 19 Ιουλίου στο Terravibe Park η διασκέδαση είναι εγγυημένη.
1220