Εκείνες οι στιγμές, που ενώ είσαι σφιγμένος και αγχωμένος, έρχεται η μουσική και σου δείχνει τον δρόμο προς τη χαλάρωση, είναι εκείνες οι στιγμές που με κάνουν να συνεχίζω αυτό το ταξίδι με το Rockway.gr, και σε όποιον αρέσουμε! Οι Obsidian Kingdom κέρδισαν όλη μου την προσοχή και oι επαναλαμβανόμενες ακροάσεις του “Meat Machine” (review), επιφύλασσαν ένα ξεχωριστό ταξίδι κάθε φορά. Το σύνολο του έργου με κέρδιζε ολοένα και δημιουργούσε μέσα μου απορίες, τις οποίες απεύθυνα στον κιθαρίστα/τραγουδιστή των Καταλανικού σχήματος, Rider G Omega, με αποτέλεσμα μια από τις απολαυστικότερες συνεντεύξεις τις μέχρι τώρα πορείας μου. Στο Οψιδιανό Βασίλειο όλοι περνούν καλά!
Χαιρετισμούς από την Ελλάδα! Γνώρισα τη μουσική σας πρώτη φορά, όταν πριν λίγα χρόνια μου ζητήθηκε να γράψω για το ντεμπούτο σας “Mantiis” (review) και προφήτευσα μια φυσική εξέλιξη προς την τελειότητα. Το “Meat Machine” με ανάγκασε να σταματήσε ό,τι έκανα και να το ακούσω προσεχτικά. Αλλά πρώτα από όλα, θα ήθελα μια παρουσίαση των Obsidian Kingdom, έτσι ώστε όλοι να μάθουν από που κρατά η σκούφια σας.
Ω, σε ευχαριστώ! Μου φαίνεται πως ήδη έδωσες απάντηση σε αυτό. Το καλύτερο που έχεις να κάνει για να μας γνωρίσεις είναι να ακούσεις προσεχτικά τη μουσική μας. Αλλά ως ορεκτικό θα πω πως, είμαστε ένα τσούρμο ακούραστων μουσικών από τη Βαρκελώνη, που διηγούμαστε περίεργες ιστορίες αρκετά χρόνια τώρα, στη μορφή κάποιου είδους σκοτεινού και πειραματικού rock/metal. Κυκλοφορήσαμε ανεξάρτητα το ντεμπούτο μας “Mantiis” το 2012, το οποίο έλαβε αρκετή αναγνώριση, προς έκπληξη μας. Ήταν μια σκοτεινή ιστορία σε ένα μόνο τραγούδι, το οποίο κόπηκε σε δεκατέσσερα κομμάτια που έπαιζαν με πολύ διαφορετικά είδη μουσικής και έκανε εντύπωση στην underground κοινότητα. Μέσα σε δυο χρόνια καταφέραμε συμφωνία με τη Season of Mist και περιοδεύσαμε με τους Sólstafir. Κυκλοφορήσαμε επίσης, ένα remix album, με τίτλο “Torn & Burnt”, με κάποιους από τους αγαπημένους μας παραγωγούς ηλεκτρονικής μουσικής.
Από κει και έπειτα, κυκλοφορήσαμε το δεύτερο μας “A Year With No Summer” (review) το 2016, που ήταν μια κάπως ριζοσπαστική στροφή σε στιλ σε σχέση με το ντεμπούτο και σηκώθηκαν εξαιτίας του, αρκετά φρύδια. Ήταν πιο συμπαγής δουλειά, γκρίζα και αποκαρδιωτική. Το concept είχε να κάνει με μια μοντέρνα δυστοπία, την οποία περιέργως, φαίνεται να γίνεται πραγματικότητα λίγα χρόνια αργότερα από την κυκλοφορία του.
Πολλά συνέβησαν στο μεταξύ, αλλά επιζήσαμε ως το 2020 και επιστρέψαμε με ένα οργισμένο και εκρηκτικό album, με τίτλο “Meat Machine”, το οποίο χωρίς καμιά έπληξη, στη γλώσσα μας σημαίνει άλλη μια στροφή της βίδας.
Το “Meat Machine” είναι στιχουργικά δυνατό και φαίνεται να επικεντρώνεται στην ανθρώπινη ψυχή. Οι στίχοι μπορούν σταθούν μόνοι τους σαν ποίηση και ίσως, μια μακριά συζήτηση μπορεί να προκύψει από την ανάλυση τους. Πως ένιωθε όμως ο ποιητής, όσο τους έγραφε; Μου δίνεται η εντύπωση πως κατηγορούν την κοινωνία πως κατασπαράζει την ανθρώπινη ψυχή.
Αυτή θα μπορούσε να είναι μια έγκυρη ερμηνεία, αλλά για εμάς, είναι μια μάχη της ψυχής στο εσωτερικό της. Έχει να κάνει με τη διαδικασία της αυτό-ανακάλυψης και την αντιμετώπιση των προσωπικών μας εσώτερων τεράτων και σκοταδιού. Είναι απλά, η δική μας άποψη, μέσα από ένα περισσότερο μοντέρνο πρίσμα, για τα πασίγνωστα έργα των Freud και Jung. Συναντήσαμε το δίλημμα μεταξύ εμπάθειας και κατάχρησης της εξουσίας, όταν φτάσαμε να ανακαλύψουμε τις δικές μας ταυτότητες. Θα σκότωνες για απόλαυση; Κάποιοι από εμάς το κάνουν συστηματικά, ειδικά όταν καταναλώνουν κρέας. Ή ασκώντας την κηπουρική. Σου αρέσει να επιβάλλεσαι σε άλλους ως μέρος σεξουαλικών παιχνιδιών; Ή ίσως ισχύει το αντίθετο. Θα ήσουν διατεθειμένος να ασκήσεις πόνο ως μέσο επίτευξης των στόχων σου; Ή να κάνεις πως δεν είδες; Αυτά ήταν κάποια από τα άβολα ερωτήματα που αντιμετωπίσαμε όσο γράφαμε το “Meat Machine”.
Επίσης, ανακαλύψαμε πως αυτές οι συμπεριφορές δεν ήταν εξ ολοκλήρου του χερριού μας. Κάποιες από αυτές ήταν ήδη σκαλισμένες στη σάρκα μας, εν είδει μηχανικού αυτοματισμού. Σαν συναισθήματα, επί παραδείγματι, τα οποία διαμορφώνουν τα συναισθήματα μας, την προσωπικότητα μας και τον περιβάλλοντα χώρο μας. Ή τις σεξουαλικές μας προτιμήσεις. Ή την επιθετικότητα μας και την έλλειψη αυτής. Αυτά είναι πράγματα που δεν επιλέγουμε, αλλά πρέπει να ασχοληθούμε μαζί τους. Αυτή η αίσθηση απογοήτευσης και ανικανότητας και οι υλικές ορμές, επίσης περιέχονται στο album.
Δεν είμαι μόνο αυτά, βέβαια. Κάναμε όσα μπορούσαμε με το “Meat Machine”, για να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε τις σκέψεις μας σε ένα τυφλό και άηθες σύμπαν. Για τον τρόπο που η φαντασία μας έχει αντίκτυπο στην πραγματικότητα, είτε μέσω του υποσυνείδητου μας είτε μέσω διαφήμισης. Για το δρόμο προς τη γνώση μέσω της αυτοθυσίας. Και πολλά, πολλά άλλα. Είναι πραγματικά ένα πολύ πυκνό album.
Και η ίδια η μουσική είναι εξίσου πολύπλοκη με τους στίχους, αλλά λιγότερο πολύπλοκη από τις προηγούμενες προσπάθειες σας. Ακούγεται σαν οι Obsidian Kingdom να βρήκαν έναν τρόπο να χαμηλώσουν την ένταση της προοδευτικότητας για να απευθυνθούν σε πιο “απλούς ανθρώπους”. Ήταν μια φυσική εξέλιξη του ήχου σας ή χρειάστηκε επιπλέον, σκληρή δουλειά για να βρεθεί ο σωστός τρόπος για να περαστεί το μήνυμα σας;
Υπάρχει αυτό το cliché μιας ξεπουλημένης μπάντας, που θεωρεί πως το να γράφεις απλές μελωδίες είναι κάτι εύκολο και κάτι στο οποίο καταφεύγει όταν παρακμάζει και χάνει το ενδιαφέρον της. Εμείς πιστεύουμε όμως, πως ισχύει το αντίθετο.
Το να παράγεις μουσική που σε συνδέει με τον ακροατή είναι πάρα πολύ δύσκολο, και είναι λίγοι εκείνοι που μπορούν πραγματικά να το καταφέρουν. Αν ήταν τόσο εύκολο, θα γράφαμε όλοι μας συνεχόμενες επιτυχίες, πράγμα που εμφανώς δεν συμβαίνει. Το να ακολουθείς συγκεκριμένους στιλιστικούς κανόνες (π.χ. παίζοντας brutal death metal), σου δίνει την άνεση πως ο ακροατής είναι ήδη γνώριμος με μια συγκεκριμένη γλώσσα και έτσι, δεν χρειάζεται να δικαιολογήσεις κάτι. Για παράδειγμα, η έλλειψη κραυγών στο “A Year With Not Summer” θεωρήθηκε ως χαλάρωση από μέρους μας. Αλλά δεν ισχύει σε καμιά περίπτωση. Ίσως τα συναισθήματα που προσπαθούσαμε να επικοινωνήσουμε δεν ταίριαζαν τόσο με τα ουρλιαχτά. Δεν σημαίνει πως επίτηδες θέλαμε να πιάσουμε μεγαλύτερο κοινό. Γεγονός μάλιστα, είναι πως δεν έγινε κιόλας!
Στην ίδια γραμμή σκέψης, ίσως φαίνεται πως το “Meat Machine” έχει καθαρότερες δομές, ή ευκολότερες μελωδίες, αλλά δεν το νομίζουμε εμείς. Αντιθέτως, πιστεύουμε πως είναι το σκληρότερο και πολυπλοκότερο album που έχουμε κυκλοφορήσει, και ειλικρινά μας εκπλήσσει η θερμή υποδοχή του.
Πολλά διαφορετικά μέρη διαμορφώνουν τον ήχο του “Meat Machine”, αλλά είναι περικυκλωμένο από τον δικό σας μοναδικό τρόπο να εκφράζεστε μέσα από ποικιλία εμπνεύσεων. Ένα από εκείνα τα νέα μέρη είναι και τα γυναικεία, α λα Bjork, φωνητικά που υπάρχουν στο album και μια πιο κινηματογραφική ατμόσφαιρα από όσο συνηθίζετε. Τι ιστορία μας διηγείται λοιπόν, το “Meat Machine”;
Είναι και δεν είναι ένα concept album. Υπάρχει βέβαια, ένα κοινό που συνδέει τα τραγούδια, αλλά δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να θεωρηθεί διήγηση. Τα κομμάτια άνετα παίζονται και σε shuffle, μιας που γράφτηκαν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Παρόλα αυτά, είναι σαν διαφορετικά μέρη ενός έργου, σαν να ήταν πίνακας κάποιου κυβιστή.
Προσπαθήσαμε να αναπτύξουμε αυτή τη συνοχή σε όλο εύρος της παραγωγής, η οποία είναι ιδιαιτέρως συμπαγής, ανεξαρτήτου της φύσης του κομματιού. Όλα τα τραγούδια ανήκουν στο ίδιο album, είτε είναι πιο pop είτε πιο sludge, και προσπαθήσαμε να χρησιμοποιήσουμε παρόμοιες τεχνικές και εφφέ παντού, ή τουλάχιστον σε όσα μας φάνηκαν συνυφασμένα. Το εξώφυλλο επίσης, είχε σκοπό να ράψει μαζί ασυνάρτητα μέλη από διαφορετικά πτώματα.
Ένα από τα προτερήματα του “Meat Machine” είναι όντως, η αψεγάδιαστη παραγωγή του και η εξαιρετική του ενορχήστρωση. Θα ήθελα να μας πεις πόσο χρόνο αφιερώσατε στο studio και ποιος σας βοήθησε να έχετε ένα τέτοιο αποτέλεσμα.
Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια! Δεν λυπηθήκαμε τα έξοδα παραγωγής γιατί γνωρίζαμε εξαρχής, πως έχουμε να κάνουμε με μια ιδιαίτερη δουλειά αυτή τη φορά.
Οι φοβεροί παραγωγοί είναι οι ίδιοι που χρησιμοποιήσαμε και στο “Mantiis”: Jorge Mur (που είναι επίσημα παραγωγός και ηχολήπτης μας)και ο Mr Ax. Γνωρίζουν καλά το ύφος μας και είναι καλοί φίλοι της μπάντας και αυτή τη φορά, χρειαζόμασταν και πάλι, αυτή την οικειότητα και την ευχέρεια να πειραματιστούμε ελεύθεροι. Η παραγωγή του “A Year With No Summer” με τον Jaime Gomez Arellano στο Λονδίνο ήταν μια φοβερή εμπειρία, αλλά πρέπει να είσαι πολύ βιαστικός λόγω κόστους. Αυτή τη φορά, είχαμε ανάγκη περισσότερο χρόνο για να δοκιμάσουμε πράγματα, να ξανασκεφτούμε ολόκληρα μέρη και να σπάσουμε την πλάκα μας ταυτόχρονα. Οι δυο τους ταίριαζαν τέλεια για αυτό που θέλαμε, μιας που επίσης είμαστε πολύ κοντά στο studio.
Fun fact: Όταν παρουσιάσαμε τον κορμό του album στον Jorge (ένα χρόνο πριν την παραγωγή του), μας είπε πως είναι ένα σκουπίδι και μας είπε να το κάνουμε από την αρχή. Και τον ακούσαμε!
Όταν κοιτώ το εξώφυλλο, βλέπω τον εαυτό μου. Κάποιες φορές νιώθω σαν ένα κομμάτι κρέας που περιμένει να καταναλωθεί από το σύστημα. Τι βλέπεις εσύ στον καθρέφτη όταν παίζεις τα κομμάτια;
Αυτή είναι μια μεγάλη φιλοφρόνηση! Είναι ένα συναρπαστικό εξώφυλλο και δεν μπορούμε να ευχαριστήσουμε αρκετά τους δημιουργούς του, Elena Gallen και Ritxi Ostáriz. Πάντα καταφέρνουν να δημιουργήσουν την ιδανική αποτύπωση της μουσικής μας. Ελπίζω να είναι για πάντα στο πλευρό μας.
Αυτό που βλέπουμε είναι μια εικόνα. Μια μοντέρνα απεικόνιση της ανθρώπινης ψυχής. Ένα σύγχρονο τέρας. Τυφλό, μα χαρισματικό. Τρομαχτικό, μα κλασάτο. Δυναμικό, μα μαλακό. Εύγευστο, μα επαναστατικό. Ένα πλάσμα εφιαλτικό και εκπληκτικό, που κατοικεί στα όρια της συνείδησης. Χαίρομαι που βλέπεις τον εαυτό σου σε αυτό.
Η Ισπανία έχει πληγεί ανεπανόρθωτα από τον COVID και όπως είναι φυσικό, επηρεάστηκε και η μουσική μαζί με όλα τα υπόλοιπα. Πως ξεπερνάτε την έλλειψη ζωντανής παρουσίασης του έργου σας; Κάνετε κάποια live streams ή περιμένετε να κοπάσει η καταιγίδα για να ξαναβγείτε στον δρόμο;
Είμαστε τυχεροί μες την ατυχία μας. Θα παρουσιάσουμε ζωντανά το “Meat Machine” την 7η Νοεμβρίου, στα πλαίσια του AMFest, που θα λάβει χώρα στο εμβληματικό κάστρο Montjuic. Χάρη στην ακούραστη προσπάθεια των διοργανωτών, θα έχουμε τη δυνατότητα να παίξουμε ζωντανά το νέο μας album εγκαίρως.
Επίσης, έχουμε ήδη ανακοινώσει την Ευρωπαϊκή περιοδεία με τους Enslaved, Intronaut και Crown τον Μάιο του 2021. Είναι μόνο έξι μήνες ως τότε, οπότε ευχόμαστε να πάνε όλα καλά. Αν αναβληθεί, θα επικεντρωθούμε στο να γράψουμε νέα μουσική, μιας που τα live streams δεν είναι η φάση μας και δεν θα ταιριάζουν με την φυσικότητα και το νεύρο του “Meat Machine”.
Obsidian Kingdom. Ακούγεται σαν κάποιο ονειρικό μέρος σε κάποια νουβέλα. Είναι οι πολίτες του βασιλείου ευτυχισμένοι;
Χαχα, φοβερή ερώτηση! Τα καταφέρνουν και σίγουρα τα πράγματα είναι λιγότερο σκοτεινά από όσο ακούγονται τα τραγούδια μας. Αλλά αυτό δεν είναι το θέμα; Φαινόμαστε απλοί άνθρωποι. Λευκοί άνδρες στα τριάντα μας, με οικογένειες και καθημερινές δουλειές, πληρώνουμε τους φόρους μας και συναντούμε τους φίλους μας σε πάρτι. Όμως, σκοτεινά πράγματα γλιστρούν πίσω από την πρόσοψη και είναι ικανά να απελευθερωθούν και να δημιουργήσουν καταστροφές κάθε στιγμή. Συναρπαστικό ε;
Ας παίξουμε ένα παιχνίδι. Σου δίνω καλλιτέχνες και εσύ προσθέτεις ό,τι σου έρχεται στο μυαλό.
Neurosis: Τεράστιοι. Τρομοκτικοί. Πρωτοπόροι. Σεβασμός.
Devin Townsend: Παράξενος, Πολύ εκλεκτικός για το γούστο μου.
Tool: Αεροστεγείς. Βαθύ. Πολωτικοί.
Deftones: Έρωτας. Sex. Τρελές καυτές φιλενάδες.
Faith No More: Διασκεδαστικοί. Patton!
Enrique Iglesias: Ο πατέρας του ήταν καλύτερος.
Arianna Grande: Sexy; Δεν ξέρω πολλά για αυτήν, πραγματικά.
Μου αρέσει να ακούω πράγματα που δεν ανακαλύπτονται εύκολα, οπότε θα ήθελα να μου προτείνεις μερικούς καλλιτέχνες από τη Βαρκελώνη.
Δεν ξέρω αν ήδη τους γνωρίζεις, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να ακούσεις τους Foscor. Και αυτοί στην Season of Mist, και εκτός από καλοί φίλοι, παίζουν και εξαιρετική, πρωτότυπη μουσική. Σαν και εμάς, έχουν προσπαθήσει να βρουν τη δική τους γλώσσα και αλλάζουν στην πορεία. Αν και ταξιδεύουν στη δική τους ταχύτητα, το μονοπάτι τους είναι απροσπέλαστο, πολύ ενδιαφέρον και άξιο θαυμασμού. Η μουσική τους είναι συναισθηματική, συγκινητική, μελαγχολική και τρομακτικά όμορφη. Δοκίμασε!
Για τελειώμα, θα ζητήσω ένα απόσπασμα από τους στίχους σας, αφιερωμένο σε όσους μας διαβάσουν.
“WATCH OUT WHAT YOU SEED IN OTHERS”
Σε ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου!
Εγώ ευχαριστώ, Δημήτρη και αναγνώστες του Rockway. Αυτή ήταν μια από τις καλές συνεντεύξεις!