Από τις πλέον ταλαντούχες μπάντες που ανέδειξε ποτέ η ινδιανική ήπειρος, οι Φλοριδιανοί Trivium, επιχειρούν το νέο τους, όγδοο δισκογραφικό βήμα, σε μια περίπου δεκαπενταετή πορεία που έχει να επιδείξει μόνο αριστουργήματα.
Δε μετάνιωσα στιγμή για τη θέση που τους είχα δώσει, ούτε το 2013, ούτε το 2015 (#2 στις top προσωπικές μου λίστες των αντίστοιχων ετών) για τα εκπληκτικά “Vengeance Falls” και “Silence In The Snow”. Εξαιρετικές δουλειές σύγχρονου heavy to thrash metal (και άσε τους ημίκουφους να καγχάζουν για nu/ core ταμπέλες), οι οποίες τεκμηρίωναν την αξία των αμερικανών metallers και δίνοντας τους μια θέση στην elite των σύγχρονων σχημάτων που πήραν από το χέρι την παράδοση και την οδηγούν στην σημερινή εποχή. Και με δεδομένο ότι η τέχνη αναπαριστά παράλληλα και την κοινωνία που αυτή γεννιέται, με τα κίνητρα και τις καταλήξεις της μέσω της μουσικής, ιδού άλλο ένα θαυμάσιο δείγμα επίκαιρης παρουσίασης του κόσμου μας μέσα από την καλλιτεχνική ψυχή αυτής της μπαντάρας.
Το “The Sin And The Sentence” ηχεί συντριπτικό, τουλάχιστον συνθετικά. Και δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να το περιγράψεις. Modern αλλά πάντα heavy μουσική που μεταπλάθει με μαεστρία τα καλύτερα στοιχεία του “παλιακού” 80’s Maidenικού metal, του λεπτεπίλεπτου Metallica thrash με μια προοδευτικότητα που δεν έχει ξαναεμφανιστεί σε δουλειά των Trivium, τουλάχιστον ποτέ τόσο ενισχυμένη, prog αντίληψη στην ανοικτή δομή των υψηλοτάτου ενδιαφέροντος συνθέσεων. Με μια ηχητική γεφύρωση μέσω ενός ολοζώντανου, live αισθήσεως, ήχου ο οποίος “παντρεύει” την “ορθόδοξη” metal παράδοση με το χωροχρονικό σημείο που ζούμε, το σήμερα και τη βίωσή του, με ό,τι συνεπάγεται αυτό το “ζειν”.
Από τα πρώτα δευτερόλεπτα του ομότιτλου track οι Trivium δεν αφήνουν αμφιβολίες για το ποιοτικό πρόσωπο της νέας τους δουλειάς. Το μόνο που δημιουργείται με την πάροδο του χρόνου είναι η διατήρηση αυτού του επιπέδου, προσδοκίες που στο πέρας της ακρόασης όχι μόνο δεν διαψεύδονται αλλά πραγματοποιούνται και μάλιστα με θριαμβευτικό τρόπο.
Υλικό του οποίου τα highlight συστατικά είναι τα εκπληκτικά ρεφρέν (σε όλα μα όλα τα κομμάτια ανεξαιρέτως) από το λαρύγγι του Matt Heafy, ο οποίος χρησιμοποιεί μαεστρικά, σε θεατρικό βαθμό σε σημεία, την εκφραστική του γκάμα σε όλους τους συναισθηματικούς χρωματισμούς που απαιτούν οι αμεσότατες συνθέσεις, τα ευφάνταστα riffs/ νεοκλασσικά (!) solos με τον Corey Beaulieu και το απίστευτο performing που δίνουν οι Paolo Gregoletto (μπάσο) και Alex Bent (drums), ένα ρυθμικό δίδυμο σεμιναριακού επιπέδου. Ολοκληρωμένοι μουσικοί, απίστευτοι εκτελεστές όλοι τους.
Σαρωτικά τα “Betrayer” και “Beyond Oblivion”, αποθέωση στα “Endless Night”, “Sever The Hand”, “Thrown Into The Fire” με τους Trivium πιο “modern” από ποτέ (εν πλήρει απουσία παρακαλώ οποιονδήποτε coreισμών, δεν θα ακούσεις ούτε μισό δευτερόλεπτο break riffing) και απολαυστικές στιγμές στα “αλλόκοτα” (εξ αρχής) “Other Worlds” (με μια θαυμάσια Killswitch Engage “πρέζα” μέσα του) και στα καθαρά Triviumικής τεχνοτροπίας “The Heart From Your Hate”, “The Wretchedness Inside” και “Beauty In The Sorrow”. “Κουκούλια” που εκκολάπτουν εξαιρετικά δείγματα τέχνης με την χαρακτηριστική τραγουδοποιία της σπουδαίας αυτής μπάντας.
Δεν προτείνω απλώς να ακούσετε το “The Sin And The Sentence”. Στην πραγματικότητα σας προκαλώ να το κάνετε, ανεξάρτητα σε ποια συχνότητα του μεταλλικού spectrum εκπέμπετε ή απορροφάτε μεταλλόνια (ο Χίγκς προέβλεψε το μποζόνιο, ο Αϊνστάιν το βαρυτόνιο, ε, ας εφεύρω κι εγώ ένα δικό μου σωματίδιο, το μεταλλόνιο, ίσως να μου αξίζει και Νόμπελ, ακούει η Ακαδημία;). Καταπληκτική μουσική από καταπληκτικούς μουσικούς. Καρφί στην πρώτη πεντάδα για φέτος, θα δώσει μεγάλη μάχη με το “Emperor Of The Sand” των Μαστόδοντων, το οποίο βρήκε επιτέλους για φέτος έναν πανάξιο ανταγωνιστή για την κούπα. Πραγματικά, για να το “τρίβεις”. Τι εννοείς “ποιο;”;
800