Γενικά η κουλτούρα μας στο συναυλιακό κομμάτι, μάλλον δε θα αλλάξει ποτέ.
Είτε σε μεγάλη διοργάνωση, είτε σε πιο μικρή, η μεγάλη πλειοψηφία θα συνεχίσει να γράφει τα support σχήματα, πλην λίγων εξαιρέσεων, με αποτέλεσμα να βλέπουμε άδεια venues. Ιδιαιτέρως όταν μιλάμε δε, για μία διοργάνωση με αμιγώς εγχώρια undergroud σχήματα, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα, αφού οι φίλοι του κάθε σχήματος, θα εμφανιστούν άμα τη εμφανίσει των φίλων τους και θα εξαφανιστούν με το πέρας της.
Νομίζω ότι από τον πρόλογο είναι ήδη φανερό πως η βραδιά είχε μία εικόνα απογοητευτική από άποψης κόσμου, που δεν άλλαξε παρά μόνο αργά το βράδυ, πριν από την εμφάνιση των AmongRuins, που έχουν καταφέρει, δικαίως βέβαια, να έχουν αρκετούς φίλους που στηρίζουν τη δουλειά τους.
Αυτό που δεν καταλαβαίνω από την άλλη, είναι το γιατί, αφού θα πας ούτως ή άλλως σε ένα live, δεν πας να ακούσεις και πράγματα που δεν έχεις ακούσει ξανά. Οι πιθανότητες στο κάτω κάτω να δεις κάτι που δε θα σου αρέσει είναι ίσες με αυτές του να σου αρέσει. Από την άλλη πλευρά, η, σε μεγάλο βαθμό, έλλειψη συνοχής μεταξύ του ήχου των σχημάτων, δε βοήθησε στην προσέλκυση ενός ειδολογικά προσδιορισμένου κοινού, που ίσως να είχε λειτουργήσει θετικά.
Πρώτοι στην σκηνή του Modu ανέβηκαν οι Defision, οι οποίοι έκαναν κάμποσα χιλιόμετρα, όντας από την Αλεξανδρούπολη, για να εμφανιστούν στο fest. Το ενδιαφέρον που μπορεί κανείς να εντοπίσει κατ’ ευθείαν στους Defision είναι η τάση τους να μπλέκουν διαφορετικά είδη από το φάσμα του σκληρού ήχου στα κομμάτια τους, με αποτέλεσμα να μην μπορούν και να ενταχθούν κάτω από την ομπρέλα ενός είδους, oπότε αν σας αρέσουν οι πειραματισμοί που ξεκινούν από heavy και καταλήγουν σε thrash, αξίζει να τους ρίξετε μία ακρόαση. Παρά τις συνθήκες, ίδρωσαν επί σκηνής δίνοντας ένα τίμιο show στο ημίωρο που παρέμειναν στη σκηνή, έχοντας στο set τους κομμάτια από την πρώτη τους κυκλοφορία με τίτλο “A Thousand Bullets”.
Για τη συνέχεια, οι Mask Of Prospero, μας μετέφεραν σε μία άλλη πλευρά του ήχου, με αρκετά prog στοιχεία που συνδυάζουν με την deathcore. Το πενταμελές σχήμα έχει κυκλοφορήσει ένα ΕΡ με τίτλο “In Absence”, από το οποίο παρουσιάστηκαν και τα τέσσερα κομμάτια, ενώ τη setlist συμπλήρωσε νέο υλικό. Μία πολύ καλή εμφάνιση στην οποία πλην των ενδιαφερουσών συνθέσεων, θα ξεχώριζα και τα φωνητικά του vocalist τους, κατά βάση clean, που “σήκωσαν” το βάρος της, πάντοτε πιο δύσκολης και απαιτητικής live εμφάνισης.
Έπειτα, το κλίμα αλλάζει άρδην με την death metal τριάδα των Dead Human Factory. Πρόκειται για ένα σχήμα που έχει πολλά χρόνια στη σκηνή, ήδη από τα 90’s (προφανώς με αλλαγές στο line-up, όπως θα ήταν αναμενόμενο) και έχει μία σταθερή παρουσία σε δισκογραφικές κυκλοφορίες. Brutal death φωνητικά και σκληροπυρηνική death Cannibal Corpse-ικής λογικής και μία πολύ καλή παρουσία, με μία τίμια προσπάθεια από τον vocalist και κιθαρίστα του σχήματος να “ξυπνήσει” το κάπως νωχελικό κοινό, ενώ για το κλείσιμο κράτησαν και μία διασκευή από Deicide.
Κι εδώ θα επαναφέρω το σχόλιο για την έλλειψη συνοχής στο line-up. Τα παιδιά θα ήταν ιδανικά σε μία μέρα αφιερωμένη στη death σκηνή. Εν προκειμένω, ένα είδος το οποίο βρίσκεται στα άκρα του extreme ήχου, ήταν μάλλον πιο δύσκολο για τον κόσμο που δεν έχει επαφή με το ιδίωμα. Σε κάθε περίπτωση δεν έχει να κάνει αυτό με το αν το σχήμα αξίζει ή όχι.
Πριν να φτάσουμε στη λήξη, τη σκηνή ανέλαβαν οι My Inferno. Στα τύμπανα του σχήματος είχαμε ξανά την Ελένη Νοτα, η οποία παίζει και με τους Mask Of Prospero, ενώ στα vocals βρίσκεται ο Phil Roussos, τον οποίο είδα ξανά πρόσφατα με τους Simplefast. Ξανά αλλαγή ατμόσφαιρας, με πιο μοντέρνες εκδοχές της metal σκηνής, προς τη metalcore στην melodic εκδοχή της. Στις αποσκευές τους έχουν ένα ΕΡ με τίτλο “Inhuman”, ενώ μετράνε μόλις ένα χρόνο ύπαρξης ως σχήμα. Δεδομένου αυτού, καταφέρνουν να παρουσιάσουν μία δεμένη εικόνα στη σκηνή. Παράλληλα ευνοήθηκαν και με μεγαλύτερη παρουσία κόσμου στο ημίωρο που παρουσίασαν τη δουλειά τους. Μία ακόμα καλή εμφάνιση λοιπόν για τη βραδιά, ενώ το σχήμα θα εμφανιστεί ξανά στο Modu σε λίγες μέρες, μαζί με τους Devil Wears Prada.
Και για το κλείσιμο της βραδιάς, στη σκηνή ανεβαίνουν οι AmongRuins. Πολύ διαφορετική εικόνα από ό,τι είχαμε δει μέχρι προηγουμένως, αφού οι φίλοι του σχήματος μαζεύτηκαν μπροστά από τη σκηνή και ξεκίνησαν απ’ ευθείας να δημιουργούν μία αρκετά θερμή ατμόσφαιρα, δίνοντας θετικότατο feedback στο σχήμα.
Αυτό βέβαια δικαιολογείται απόλυτα όταν μιλάμε για ένα σχήμα που, αν η πρώτη του κυκλοφορία έδειξε ότι υπάρχει φως, με τη δεύτερη έδειξαν τι ακριβώς σημαίνει εξέλιξη και πώς γίνεται, με τον “No Light” (link) να έρχεται πιο ολοκληρωμένος, πιο ώριμος και να μπορεί εύκολα να παίξει μπάλα σε διεθνή γήπεδα που αγαπούν τη death σκηνή.
Καταιγιστικοί στην εμφάνισή τους, δεν άφησαν κανέναν αδιάφορο κι έκαναν, έστω κι αργά το βράδυ, τη βραδιά να αξίζει ως live. Μιάς και ήταν η πρώτη φορά που έτυχε να τους παρακολουθήσω ζωντανά, δεν μπορώ να πω ότι υπήρξε ψεγάδι στην παρουσία τους. Πολλά μπράβο γιατί θέτουν ψηλά τον πήχη με τη δουλειά τους και αναμένουμε τον τρίτο δίσκο για να δούμε πόσοι λαιμοί θα σπάσουν αυτή τη φορά από το headbanging.
Για το σύνολο της βραδιάς, καλή μουσική ακούσαμε και γενικότερα προβλήματα δεν υπήρξαν. Οι ώρες δεν είχαν μεγάλη απόκλιση, Κυριακή γαρ, όσοι τρέχουν να προλάβουν τα μέσα, καταλαβαίνουν.
Για το τέλος, κάτι που αφορά αμιγώς τον χώρο και δεν έχει να κάνει με το μουσικό ή διοργανωτικό κομμάτι. Μπορώ να δικαιολογήσω διάφορα πράγματα και μάλλον είναι η πρώτη φορά στα τόσα χρόνια που θα μπω στη διαδικασία να κάνω τέτοιο σχόλιο, αλλά η φρικτή κατάσταση της καθαριότητας, ιδίως προφανώς στο wc που μάλλον δεν είχε καθαριστεί σε όλη τη διάρκεια του τριημέρου, με αποτέλεσμα να μυρίζει λίγο χειρότερα από αυτό του Τηνιακού και τις λίμνες στο πάτωμα που δεν ήξερες τι ακριβώς είναι, sorry, αλλά δεν είναι εικόνα για επαγγελματίες που προσπαθούν να στήσουν ένα νέο ουσιαστικά venue. Κι επειδή οι εποχές είναι δύσκολες για να πληρώνεις καθαρίστριες, δε διαφωνώ, είναι μία δουλειά που αν μη τι άλλο, μπορείτε να κάνετε και μόνοι σας, γιατί κι εγώ την επόμενη φορά θα φέρνω περιπτερόμπιρες για να ισοφαρίσουμε το ισοζύγιο παροχών-απαιτήσεων.
photos: Γιώργος Αργυρόπουλος
666