Οι λύκοι (στα νορβηγίκα Ulver) του Όσλο κυνηγούσαν στα πυκνά σκανδιναβικά δάση από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν ο Kristoffer Rygg (γνωστός και ως Garm, με θητεία και στους Arcturus, Borknagar) αποφάσισε να τους ταΐσει μουσική.
Σε 200 κασέτες κυκλοφόρησε το 1993 το πρώτο demo τους, με τίτλο “Vargnatt” (H νύχτα του λύκου), σε ιδία παραγωγή , η οποία όμως ήταν τόσο φτωχή που δεν έχει ανάγκη εκτενέστερης αναφοράς. Δέκα χρόνια αργότερα, κυκλοφόρησε σε remastered έκδοση σε λευκό 10’’ βινύλιο.
Αφού κυκλοφόρησαν και ένα split 7’’ με τους Mysticum, ήρθε και η σειρά του επίσημου ντεμπούτου τους “Bergtatt-Et eeventyr i 5 capitler” (Μαγεμένος-Μια περιπέτεια σε 5 κεφάλαια) το 1994. Με ένα πίνακα ζωγραφικής που απεικονίζει ένα από εκείνα τα πυκνά δάση που προανάφερα, οι Ulver μπαίνουν γερά στο χορό της black metal σκηνής που εκείνη την περίοδο ήταν στο ζενίθ της. Το ύφος μετέπειτα πήρε τον χαρακτηρισμό folk black metal και με παραγωγή παρόμοια με όλες εκείνες που εμείς, οι κάποτε μαυροντυμένοι (ακόμα μαύρα φοράμε κυρίως), λατρέψαμε. Με τη βοήθεια της μεγάλης underground εταιρίας, Head not Found, και με καλύτερη παραγωγή από την κασέτα που προηγήθηκε, οι Ulver έχουν μπει στο σωστό δρόμο.
Με το folk να έχει πάρει τη θέση του metal, ήρθε το “Kveldssanger” (Τραγούδια του Λυκόφωτος, 1996). Ακουστικές κιθάρες, τσέλο και φωνές κάπως ξένες στο παραδοσιακό black metal κίνημα, εμφανίστηκαν δείχνοντας μια ροπή προς τη θεατρικότητα από το σχήμα και που όπως φάνηκε στο μέλλον, εκεί γεννήθηκαν όλα. Έναν χρόνο αργότερα, έφτασε το “Nattens madrigal – Aatte hymne til ulven i manden” (To Μαδριγάλιο της νύχτας- 8 ύμνοι για τον λύκο μέσα στον άνθρωπο) και το black metal είναι πιο σκληρό από ποτέ, με τα ακατάπαυστα χτυπήματα των blast beats και τα ξυσίματα της κιθάρας που τόσο έγιναν σήμα κατατεθέν εκείνης της μαύρης μουσικής. Αυτό το album είναι εκείνο που τους φέρνει παγκόσμια διανομή μέσω της Century Media και τους κάνει γνωστούς και εκτός δικτύου ανταλλαγής κασετών.
Αυτά τα πρώτα τρία albums, που έχουν πάρει το όνομα “Η Black Metal τριλογία των Ulver” κυκλοφόρησαν και σε μορφή box set από τη γερμανική εταιρία, σε 1000 αντίτυπα σε Picture Discs και δώρο αφίσες.
To 1998 αλλάζει η ζωή όλων μας. Το μοναδικό και αξεπέραστο ακόμη “Themes from William Blake’s The Marriage of Heaven and Hell” συγκλονίζει τους ανοικτόμυαλους φίλους της σκληρής μουσικής που πλέον πρέπει να έχουν υπομονή και ανεκτικότητα για να ταξιδέψουν το δύσκολο δρόμο που διάλεξαν οι Ulver. Στην παραγωγή ο Kristoffer Rygg (αν και είχε και τις χείρες βοηθείας των Knut Magne Valle και Tore Ylwizaker) και το τέταρτο album κυκλοφορεί μέσω της Jester Records, που ο ίδιος ίδρυσε μετά από ισχυρές διαφωνίες με τη Century Media.
Συμμετέχουν μεγάλες μορφές του χώρου στα φωνητικά (Stine Grytøyr, Ihsahn, Samoth και Fenriz) και όπως καταλαβαίνει κανείς από τον τίτλο, ο δίσκος είναι μια προσπάθεια μελοποίησης του ομώνυμου ποιήματος του σημαντικού Βρετανού ποιητή, William Blake. Το αν είναι πετυχημένη ή όχι, είναι θέμα γούστου, αλλά μόνο και μόνο η γενναιότητα του εγχειρήματος, το κάνει θελκτικό σε υπερθετικό βαθμό. Όπως αναφέρουν και στο ένθετο της κυκλοφορίας, δεν είναι μέρος του black metal κινήματος, και πως να είναι αφού, το θεατράλε electro-gothic και folk ύφος του album αυτού, δεν είναι για πολλούς (όχι για τότε τουλάχιστον). Μεγάλα metal περιοδικά εκθειάζουν το αποτέλεσμα και κάποια το ψηφίζουν και album του μήνα.
Το 1999 έρχεται το ΕΡ “Metamorphosis” και πιο ταιριαστό τίτλο δεν θα μπορούσε να έχει, αφού στα τέσσερα μόλις κομμάτια από τα οποία αποτελείται, οι Ulver παίζουν ηλεκτρονική μουσική που φτάνει στα όρια της techno και έχει το ρόλο ίσως, του προπομπού του πέμπτου ολοκληρωμένου τους album, “Perdition City”, το οποίο θα έρθει το 2000.
Η μπάντα τώρα είναι απλά ντουέτο με τους Rygg και Ylwizaker να παίζουν μπάλα τώρα με ambient, jazz, trip-hop, κάνοντας κριτικούς να ζαλίζονται γιατί αν και τους αρέσει τόσο αυτό που ακούνε, το γεγονός πως δεν μπορούν να το ονομάσουν rock ‘n’ roll τους δυσκολεύει.
To 2001 αποδεικνύουν και πάλι πως δεν διαλέγουν τίτλους τυχαία και τα ΕΡ “Silence Teaches You How to Sing”, “Silencing The Singing” είναι δείγματα ambient, με αργό tempo, ιδανικά για να ξεκινήσει το φθινόπωρο. 2002 για πρώτη φορά γράφουν μουσική για ταινία μικρού μήκους. Το “Lyckantropen Themes” λοιπόν, συνεχίζοντας από κει που έμειναν τα δυο Eps, συνοδεύει την μικρής διάρκειας ταινία του Steve Ericsson, λαμβάνοντας υποψηφιότητα για βραβείο Spellemannprisen.
To 2003 αναλαμβάνουν και πάλι να γράψουν μουσική για film, αυτή τη φορά για ταινία μεγάλης διάρκειας, με τίτλο “Svidd Neger”. Είναι η ιστορία δυο οικογενειών στην ορεινή Νορβηγία και ο βασικός χαρακτήρας είναι ένας νεαρός αφρικανικής καταγωγής που θέλει να γίνει Λάπωνας. H μουσική είναι πιο πομπώδης από το Lyckantropen, με έφεση στις εξάρσεις, αλλά παραμένει ambient σε χαρακτήρα και χωρίς περίπλοκη ενορχήστρωση.
Το ΕΡ “Α Quick Fix of Melancholy” (2003) είναι και αυτό προπομπός του επόμενο full length, “Blood Inside”. Σε συνέντευξη του ο Rygg είπε πως το “A Quick…” είναι μια προσπάθεια να γράψουν και πάλι τραγούδια, ή κάτι που να θυμίζει τραγούδια. Η χρήση οπερετικών φωνητικών αποτέλει spoiler για το μέλλον της μπάντας.
Ο έκτος δίσκος “Blood Inside” (2004) έχει επιρροές από rock, jazz, industrial, ηλεκτρονική αλλά και κλασική μουσική, είναι ο πρώτος τους μη-κινηματογραφικός δίσκος μετά από αρκετά χρόνια και οι κριτικοί το αγκαλιάζουν με περίσσια στοργή. Είναι περισσότερο rock από ότι ηλεκτρονικό, φτάνοντας κοντά στην ψυχεδέλεια, και αντίθετα στις προσμονές κάποιων δεν είναι η συνέχεια του “Perdition City”. Οι Ulver συνεχίζουν να παράγουν μουσική που δεν είναι για όλους και ο avant-garde προσανατολισμός τους είναι ξεκάθαρος.
2007. To έβδομο album των Νορβηγών ονομάζεται “Shadows of the sun” και ο Kristoffer Rygg τον περιγράφει ως τον πιο προσωπικό του δίσκο. Οι Ulver συνεχίζουν να δημιουργούν άψογη ποιοτικά μουσική σε ένα δικό τους στυλ που βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην art pop και στην ηλεκτρονική μουσική, έχοντας ως σήματα κατατεθέν ήχους jazz και κλασικής μουσικής. Η διασκευή στο “Solitude” των Black Sabbath θυμίζει σε όλους πως το λίκνο της μπάντας είναι το metal, αν και έχουν ηχητικά ξεφύγει από το στενό του κλοιό σχεδόν μια δεκαετία.
Αφού μας επισκέφτηκαν το 2009 (live report), ξεκίνησαν να εργάζονται πάνω στο album νούμερο 8, το οποίο έχει τη σφραγίδα του John Fryer, που στο παρελθόν έχει συνεργαστεί με τους Depeche Mode και τους Cocteau Twins. Ο τίτλος του “War On Roses” (2011). Ο Rygg περιγράφει πως προσπάθησαν να φτιάξουν ένα album που θα έχει κομμάτια, τα οποία θα μοιάζουν σαν πίνακες ζωγραφικής, σαν να προσπαθούν να σχεδιάζουν κάποιες καρτ-ποστάλ. Για αυτό το λόγο, φαντάζουν το καθένα μια διαφορετική ιστορία στυλιστικά, χωρίς βέβαια να χάνουν τη συνοχή τους. Οι κριτικές είναι περισσότερο από καλές για την πειραματική αυτή παρέα που ανεβάζει ολοένα τον πήχη της μουσικής ποιότητας.
Ένα χρόνο μετά, η παρέα του κυρίου Rygg αποφασίζει να κυκλοφορήσει ένα album με διασκευές. Όχι ένα απλό album όμως. Όπως ο ίδιος αναφέρει το “Childhood’s End” (2012) είναι ιεραποστολικού χαρακτήρα κι έχει ως σκοπό να δείξει σε όλους τους φίλους των Ulver πως υπήρχε υπέροχη μουσική και πριν τους Black Sabbath. Στην κριτική του ο Αντώνης Μακρής γράφει πως “το κάθε τραγούδι περιέχει ισχυρό το στοιχείο της έκπληξης με τον τρόπο που έχει αποδοθεί (σε σύγκριση πάντα με το πρωτότυπο), κάτι που κάνει την ακρόαση προσιτή και απολαυστική στον μέσο ακροατή που ουδέποτε είχε κατανοήσει τους ULVER στις προηγούμενες δουλειές τους και να νομίζει ότι πρόκειται όντως για ένα εξολοκλήρου πρωτότυπο album, και όχι για συλλογή με διασκευές” (link).
Και κατά τη δική μου γνώμη, η, για ακόμη μια φορά, αιφνίδια κίνηση των Νορβηγών δημιουργεί ένα από τα πιο όμορφα album διασκευών που σε οδηγούν στο να ανακαλύψεις χρυσό χωρίς καν να σκάψεις.
Kαι αν νομίζεις πώς οι Λύκοι δεν έχουν άλλα όπλα στην ντουλάπα τους είσαι γελασμένος διότι η αγάπη τους για μουσικό πειραματισμό δεν τελειώνει ποτέ. Ένα χρόνο αργότερα, έρχονται να μοιράσουν και πάλι ανατριχίλα με το “Messe I.X-VI.X” (2013) και αναγκασμένος έγραψα πώς “είμαι της άποψης πως σε 100 χρόνια, στα μουσικά σχολεία θα μελετάνε τους Ulver, όπως τώρα μελετούν τον Μότσαρτ. Κάθε δίσκος, ένα ταξίδι διαφορετικό από το προηγούμενο.” (link)
Οι Ulver συνθέτουν ένα έργο συμφωνικό και το αποτυπώνουν σε δίσκο με τη βοήθεια της Ορχήστρας του Τρόμσοε. H κλασική μουσική μπλέκεται υπέροχα με την ηλεκτρονική ambient του συγκροτήματος και το αποτέλεσμα είναι ικανό να μπει σε εγκυκλοπαίδεια.
Λυσσασμένοι μουσικά χρόνο με το χρόνο κυκλοφορούν δουλειές κι έτσι το 2014 έρχονται με διπλό χτύπημα. Συνεργάζονται με τους παρανοϊκούς droners Sunn O))) και το “Terrestrials” τσακίζει τους κριτικούς που χαρακτηρίζουν το πόνημα αυτό μια από τις καλύτερες δουλειές που έχουν προσφέρει και οι δυο.
Δεν μένουν εκεί αφού ετοιμάζουν και το δωδέκατο ολοκληρωμένο τους album, “ATGCLVLSSCAP” (review), το οποίο κυκλοφορεί το 2016. Tα κομμάτια είναι ζωντανά ηχογραφημένα σε διάφορες συναυλίες του Φεβρουαρίου του 2014, εκ των οποίων τα 2/3 δεν έχουν ακουστεί ξανά (για αυτό μιλάμε και για κανονικό album). Οι Ulver καταφέρνουν να αιχμαλωτίσουν το πραγματικό ambience (ατμόσφαιρα χώρου) που επικρατεί στις ζωντανές τους εμφανίσεις και με τέτοιο στυλ που σίγουρα, σε κάποιες δεκαετίες θα θεωρούνται “κλασική” μουσική.
Την ίδια χρονιά, υπογράφουν ένα ακόμη soundtrack για την ταινία “Riverhead” του σκηνοθέτη Justin Oakey, και φτάνοντας στο σήμερα κυκλοφορούν το 13ο τους album, “The Assassination of Julius Caesar” (review). Αυτή τη φορά δημιουργούν ένα album που έχει 80’s electro pop υφή και θυμίζει πολύ τους Depeche Mode και την τότε περίοδο του David Bowie, όπως γράφει και η Ειρήνη Παντούλα στην κριτική της στο rockway.gr. “Χωρίς να έχει σκοπό την αναπαραγωγή εκείνης της εποχής, αυτό που τελικά πετυχαίνει είναι την επαναφορά του παρελθόντος σε αναμνησιακό επίπεδο. Κάτι σαν μια δήλωση ότι το παρελθόν μπορεί να είναι εδώ, στο τώρα, διότι η ιστορία (όπως έχει δείξει η ίδια η ιστορία) επαναλαμβάνεται. Το περιεχόμενο των τραγουδιών τουλάχιστον αυτό φαίνεται να θέλουν να προβάλουν, μπερδεύοντας το μύθο με την ιστορία και τη σύγχρονη ζωή” και εσείς θα μπορέστε να τα διαπιστώσετε οι ίδιοι, αφού οι Ulver επισκέπτονται τη χώρα μας για να παίξουν στο Gagarin 205 την Τρίτη 6 Ιουνίου (ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ).