NICKE ANDERSSON

Όσο και να σκέφτομαι, δεν μπορώ να βρω στα βάθη του μυαλού και της ψυχής μου άλλον μουσικό με τον οποίο να έχω τόσο ταυτιστεί όσο περνούσαν τα χρόνια.

Από μικρή ηλικία, τα γούστα μου αναπτύσσονταν κι εξελίσσονταν κατά μήκος της καριέρας του και πλέον στο άκουσμα ότι θα έχω την τύχη να τον δω και πάλι από κοντά, δακρύζω για δεύτερη φορά (την πρώτη θα την αποκαλύψω παρακάτω).

Η εισαγωγή δεν είναι για άλλον πέραν του αγαπημένου μου Nicke Andersson.

O νεαρός Nicke από νωρίς αγάπησε το rock ‘n’ roll και ειδικότερα τους Kiss. H φιλία του με τον Kenny Håkansson (μετέπειτα συμπαίκτης του) και συγκεκριμένα, η δισκοθήκη του πατέρα του θέριεψε την ανάγκη του Nicke για σκληρή μουσική. Μπήκε σύντομα στον χορό του metal, αρχίζοντας να ανταλλάσσει κασέτες και να γράφει για την αγάπη του σε διάφορα fanzines. Για πρώτη φορά η δουλειά του ακούγεται στο μπάσο στο demo της μπάντας του Mezzrow, με τίτλο “Frozen Soul” που κυκλοφόρησε το 1988.



Το 1989 τον βρίσκει παρέα με έναν γνώριμο των Ελλήνων, τον Johan Edlund, στα τύμπανα των Treblinka, προπομπός των μεγάλων Tiamat. Πριν όμως συμμετάσχει σε αυτά τα δυο σχήματα, απαντώντας σε αγγελία μουσικού περιοδικού, έγινε ένας εκ των ιδρυτών των Nihilist, από τις στάχτες των οποίων γεννήθηκε το φαινόμενο Entombed.



To 1990 κυκλοφορεί το ντεμπούτο των Entombed, “Left Hand Path”, ένας δίσκος μνημείο για το death metal ιδίωμα.



Yπό την αιγίδα της κραταιάς τότε, Earache Records, οι Σουηδοί θα κυκλοφορήσουν το δεύτερο τους album “Clandestine” το 1991, για το οποίο ο Nicke Andersson ηχογραφεί εκτός από τα τύμπανα και τα φωνητικά, ενώ αυτό είναι το μοναδικό album των Entombed, στο οποίο δεν τραγουδά ο Petrov. Την ίδια χρονιά ο Nicke θα παίξει κιθάρα στο ντεμπούτο των Dismember, “Like an everflowing stream”, στο πρώτο τραγούδι με τίτλο “Override of the Overture”.



Δυο χρόνια αργότερα θα έρθει το “Wolverine Blues” (1993) και η αρχή αυτού που οι ταμπελάκηδες αποκαλούν “death ‘n’ roll”.



Όντας σε περιοδεία με τους Entombed στο Σαν Φρανσίσκο, παρέα με τον Dregen διάβασαν ένα άρθρο που είχε σαν θέμα τα ελικόπτερα της CIA που κατασκόπευαν τις μεξικάνικες φυτείες μαριχουάνας. Οι Μεξικανοί τα ονόμαζαν “Hellacopters”. H πρώτη πρόβα των Hellacopters έλαβε χώρα το 1994 και μετά τις επόμενες δυο κυκλοφόρησε και το πρώτο τους single “Killing Allan”.



Μετά την κυκλοφορία και του δεύτερου single “1995” τους “τσιμπάει” η εταιρία White Jazz Records και ηχογραφούν το ντεμπούτο τους “Supershitty to the Max!” (1996), το οποίο τους φέρνει το βραβείο των σουηδικών Grammy. Τα καλά δεν τελείωσαν εκεί, μιας που η επιτυχία αυτή τους φέρνει support στην Σκανδιναβική περιοδεία των Kiss, ενός εκ των αγαπημένων τους σχημάτων.



Για αυτόν τον λόγο, φέρνει στο group να αναλάβει τα πλήκτρα τον Anders “Boba Fett” Lindström, κιθαρίστα των The Diamond Dogs. H μπάντα πλέον έχει την εξής σύνθεση: Nicke Andersson (κιθάρα/φωνή), Dregen (κιθάρα), Kenny Håkansson (μπάσο), Robert Eriksson (τύμπανα) συν του προαναφερθέντος Lindström.



Με τους Entombed θα γράψει και το “DCLXVI: To Ride, Shoot Straight and Speak the Truth” (1997) που θα σημάνει το τέλος της κοινής τους πορείας, αφού αποφασίζει να ρίξει όλον του το χρόνο στους Hellacopters, με τους οποίους κυκλοφορεί εκείνη τη χρονιά το δεύτερο album “Payin’ The Dues”, που θα είναι και το τελευταίο με τον Dregen στην κιθάρα (ήθελε κι εκείνος να αφοσιωθεί στους Backyard Babies).



To 1998 δίνει λίγο από τη συνθετική του αξία στο δεύτερο album των Backyard Babies, “Total 13”, στα κομμάτια “8-Balled” και “Subculture Hero”, ενώ παράλληλα ηχογραφούσε και το τρίτο album των Hellacopters, “Grande Rock”, που κυκλοφόρησε το 1999, με τον Anders Lindström να γράφει τις κιθάρες, ελλείψει Dregen.



Την ίδια χρονιά, θα συμμετάσχει τραγουδώντας και παίζοντας τύμπανα στο EP των Supershit 666, που απαρτίζονταν από την Ginger (The Wildhearts) σε κιθάρα και φωνή, τον Dregen σε κιθάρα και φωνή επίσης, ενώ το μπάσο έπαιζε ο Σουηδός παραγωγός Thomas Skogsberg.



To 1999 επίσης, πετάει για το Άμστερνταμ, όπου θα συναντήσει τον τραγουδιστή των Sonic’s Rendezvous Band, Scott Morgan και τους Tony Slug, Theo Brouwer των πάνκηδων The Nitwitz, όπου ηχογραφεί τύμπανα στο “Parts Unknown” της μπάντας που το ολλανδικό δίδυμο ονόμασε The Hydromatics.



2000 κυκλοφορεί το τέταρτο album των Hellacopters, “High Visibility” και τα πετούμενα έχουν φοβερά κέφια με τον Robert Dahlqvist (RIP) στη δεύτερη κιθάρα, ενώ θυμίζουν τις μεγάλες στιγμές του garage rock του Detroit.



2002 και το νούμερο πέντε των Hellacopters, “By the Grace of God”, με το ομώνυμο κομμάτι να έχει σκαλώσει σαν ringtone του κινητού μου, από τότε που η τεχνολογία μου το επέτρεψε, ενώ η επαναλαμβανόμενη νότα πιάνου στην εισαγωγή του με κάνει να ανατριχιάζω, κάθε φορά που το ακούω.
 



To 2003 μπλέκει και στα πίσω από την κονσόλα ήχου, μιξάροντας το “Oslo City” των garage rockers Mensen, ενώ το 2004 σχηματίζει τη soul μπάντα The Solution με τον Scoot Morgan στα φωνητικά και κυκλοφορούν το “Communicate”.
 



O Wayne Kramer και οι εναπομείνατες MC5 τον κάλεσαν στην συναυλία επανασύνδεσής τους στο 100 club, μαζί με άλλες τεράστιες μορφές όπως οι Lemmy και Ian Astbury το 2003, ενώ το 2004 ηχογραφεί τύμπανα για τον Σουηδό τραγουδοποιό Stefan Sundström στο album “Hjärtats Melodi”.

Παρέα με τον Johan Johansson (Stringberg) θα ηχογραφήσουν και θα κυκλοφορήσουν ως single μια σουηδική εκδοχή του “Gotta Get Some action NOW!” (Komma Ut Ur Matchen NU!) κάτω από το όνομα Kurt-Sunes med Helveteshundarna, πριν κυκλοφορήσει το έκτο πόνημα των Hellacopters, “Rock ‘n’ roll is Dead”, που θα βγει στα ράφια των δισκοπωλείων το 2005. Το κομμάτι του δίσκου “I’m in the Band” θα βρεθεί στο Guitar Hero III, κάνοντας ακόμα πιο δημοφιλείς τους Σουηδούς.



Νοστάλγησε όμως τις εποχές που έπαιζε metal κι έτσι, μαζί με το φίλο του Robert Pehrsson δημιουργεί τους Death Breath, κυκλοφορώντας το 2006 το “Stinking Up the Night” (τύμπανα και κιθάρες εδώ), λαμβάνοντας πολύ θετικές κριτικές, αλλά ακόμα περιμένουμε το δεύτερο τους… βέβαια, ακολούθησε και το αρκούντως ευχάριστο ΕΡ τους “Let it stink” (2007), το οποίο περιείχε και διασκευές σε τραγούδια των Discharge, G.B.H. και Bathory.

To 2006 κάθεται στη θέση του παραγωγού για το album των Backyard Babies “People Like People Like People Like Us” και τον επόμενο χρόνο ξανασυναντά τον Scott Morgan για να κυκλοφορήσει το δεύτερο album των The Solution “Will not be televised”.

To 2008 οι Hellacopters ανακοινώνουν πως το album “Head off” θα είναι το τελευταίο τους και για αυτό αποφάσισαν να το γεμίσουν με διασκευές αγαπημένων τους συγκροτημάτων και κάποιων που εμείς θα έπρεπε να μάθουμε. Οι πλέον φανατικοί οπαδοί της μπάντας δεν μπορούν να πιστέψουν πως είναι αλήθεια και πηγαίνουν να δουν ζωντανά την αποχαιρετιστήρια περιοδεία του σχήματος. Ένα Σαββατοκύριακο του Οκτωβρίου 2008, με 3 εμφανίσεις στο Debaser στην Στοκχόλμη (Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2 συναυλίες σε μια ημέρα), όπου κι ο γράφων είχε τη ευτυχία να δει ένα από τα πιο όμορφα στημένα live της μουσικής του ζωής.

Ο ήχος ήταν τόσο καλός που για καιρό, δεν μπορούσα να ευχαριστηθώ live, αφού συνέκρινα όποια συναυλία παρακολουθούσε με αυτό που είχα νιώσει στην Στοκχόλμη. Οι τελευταίες αυτές συναυλίες μεταδόθηκαν δωρεάν μέσω Myspace για όσους δεν είχαν την τύχη να βρεθούν εκεί!



Δεν παράτησε βέβαια τη μουσική και το 2009 θα συμμετάσχει παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας στους The Bitter Twins, συγκρότημα του χελακοπτερά Anders “Bobba” Lindström, που κυκλοφόρησαν ένα μόνο album με τίτλο “Global Panic!”.



Ένα χρόνο μετά μαθαίνουμε πως έχει ξεκινήσει να γράφει μουσική για ένα solo album, αλλά του φάνηκαν τόσο καλά τα κομμάτια που αποφάσισε να δημιουργήσει ένα full band. Μάζεψε λοιπόν τους Thomas Eriksson, Tobias Egge και Dolf De Borst (The Datsuns), που μαζί είχαν υπάρξει ως Cold Ethyl παίζοντας διασκευές, κι εγένετο Imperial State Electric.



To 2010 θα κυκλοφορήσει το ομώνυμο ντεμπούτο “Imperial State Electric” που θα χαροποιήσει τους οπαδούς των Hellacopters, που ένιωθαν ως τότε ένα κενό. Όμως, ήταν το δεύτερο “Pop War” (2012) (review) που δείχνει πως ο Nicke Andersson έχει πάρει τα πράγματα πολύ σοβαρά. “Με μια πρόταση, αν σου αρέσει το garage rock, οι Hellacopters και η σουηδική power pop σκηνή, η απόκτησή του “Pop War” κρίνεται επιβεβλημένη”, γράφει ο Στεφανος Στεφανόπουλος.



Έχοντας πάρει φόρα οι ISE κυκλοφορούν το “Reptile Brain Music” μόλις ένα χρόνο μετά. “Το “Reptile Brain Music” είναι ίσως η πιο “αλήτικη” δουλειά τους, δίχως να ξεφεύγουν όμως από τις μελωδικές γραμμές που τους συντροφεύουν από την ίδρυσή τους” γράφει και πάλι ο δούλος τους, Στέφανος Στεφανόπουλος (review)



To 2015 θα έρθει το “Honk Machine” τέταρτο ολοκληρωμένο έργο των ISE και το “πιο Beatl-ικό album της μπάντας, κι αυτό ναι μεν προδίδει μια σχετική έλλειψη γκαζιού, αλλά συνάμα περιγράφει το βάρος που δόθηκε στη μελωδία, η οποία από τα γεννοφάσκια του group αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι και κύρια διαφορά σε σχέση με το Hellacopterικό παρελθόν που ήταν πιο rock-n-rollιζέ. ” (review)



Φτάνουμε λοιπόν στο 2016 όταν και κυκλοφόρησε το πιο πρόσφατο album τους “All Through the Night” (review) στο οποίο “τα πράγματα, για μια ακόμη φορά, είναι πολύ απλά: άπαξ κι είσαι Hellacopterάς και γενικά οπαδός της power pop σκηνής, γνωρίζεις apriori πως θα ευχαριστηθείς κι αυτό το album των Imperial State Electric. Κι αν δεν είσαι ήδη fan κι αρέσκεσαι σε vintage-like διαμαντάκια, εδώ είσαι”.



Αν διαβάζοντας αυτές τις παραπάνω σελίδες και ακούγοντας αυτά τα κομμάτια, κάτι σκίρτησε μέσα σου, βγάλε λεφτά από πλησιέστερο ΑΤΜ και αγόρασε εισιτήριο για τις 6 Μαΐου στο Κύτταρο (δελτίο τύπου).

Έχω παρακολουθήσει ζωντανά και τους Hellacopters και τους Datsuns και σου εγγυώμαι, μάγκα μου, πως αυτό το live δεν θα το ξεχάσεις ποτέ. Για καλό και για κακό, θα είμαι φορτωμένος λεφτά και θα έχω μια άδεια τσάντα μαζί μου, ευχόμενος πως θα υπάρχει πράγμα να ψωνίσω… Σπίτι με άδεια χέρια δε γυρνάω!


 

1233
About Δημήτρης Μαρσέλος 2207 Articles
Δέσμιος της μουσικής, είλωτας των συναυλιών, εθισμένος στα σκληρά...riffs, διπολικός μεταξύ metal και hardcore punk, έχει κάνει χρόνια τώρα πολιτιστικό crossover και δεν αρνείται κανένα ιδίωμα της rock που του τη σηκώνει...την τρίχα.