Οι Alcest κέρδισαν τις εντυπώσεις του metal κοινού από τη διάθεσή τους για πειραματισμό κι ετερόκλητες ειδολογικές προσμίξεις που είχε ως αποτέλεσμα ένα νέο label να βγει για να ονομάσει τον ήχο τους, αυτό της blackgaze.
Τώρα, δεν ξέρω αν ο όρος είναι δόκιμος ή αν απλώς το post metal/ shoegaze, που μπορεί σε μεγάλο βαθμό να βάλει τους Γάλλους κάτω από την ομπρέλα του, ξέχναγε τις black καταβολές τους.
Αν και το project ξεκίνησε ως αμιγώς black metal σχήμα κοντά στα ‘00s, από τον πρωτεργάτη τους Neige μαζί με τους Αrgoth και Aegnor (γνωστός ως La Sale Famine de Valfunde), πολύ σύντομα οι δυο τελευταίοι αποχώρησαν αφήνοντας τον Neige για αρκετά χρόνια να διατηρεί μόνος του το σχήμα, χωρίς όμως να κυκλοφορεί ολοκληρωμένη δουλειά έως και το 2007.
Σύμφωνα με συνέντευξη του Famine, οι Alcest έγιναν “μία χώρα του παραμυθιού”, ωθώντας τον να χαράξει τη δική του πορεία. Κάπου εδώ θα παραθέσω τα δικά του λόγια, επιλέγοντας να μην τα μεταφράσω καθώς θα έχαναν αρκετά τη δυναμική τους, παράλληλα ομολογώντας πως γέλασα πολύ διαβάζοντάς τα: “I took a shit in those cute flowery groves, sodomised the fairies, and put those elves to bed with a dose of rat poison to allow the song of the toads to flourish…”. Οι δυο τους συνέχισαν να συνεργάζονται για αρκετά χρόνια στους Peste Noir. Αυτές οι αντιθέσεις φωτίζουν, εν πολλοίς, την πορεία που πήρε ο Neige και κατά συνέπεια οι Alcest μετά το 2001.
Η επικρατούσα άποψη για τις επιδράσεις στη μουσική των Alcest μιλούν για μία “fairyland” που οραματιζόταν ο Neige ως παιδί, αν και από όσο αναφέρει ο ίδιος σε συνέντευξή του, ποτέ δεν είπε κάτι τέτοιο. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει πως είχε ως παιδί “flashes” από κάτι που το ερμηνεύει ως μία άλλη διάσταση, κυρίως όταν βρισκόταν σε επαφή με τη φύση. Αυτό το υλικό αποτέλεσε και τη βάση πάνω στην οποία γράφτηκε το πρώτο ΕΡ με τίτλο “Le Secret” το 2005, ξεφεύγοντας από την πιο black λογική του πρώτου τους demo “Tristesse Hivernale” και κλείνοντας μία συμφωνία με την Prophecy.
Ο πρώτος δίσκος ήρθε το 2007, με τίτλο “Souvenirs D’ Un Autre Monde”. Η σχέση του με τις επιρροές του Neige που αναφέρθηκαν νωρίτερα είναι αν μη τι άλλο προφανής, ενώ και ο ήχος του album αποδίδει την αιθέρια αίσθηση αυτού του “άλλου κόσμου”, την ονειρική διάσταση, όπως αυτή αποδίδεται μέσω της shoegaze και της post.
Φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο, πολλές κουβέντες έγιναν γύρω από το δίσκο και το κατά πόσο έχει κάποια σχέση με την black metal, αλλά τρυφερό μέσα στον μινιμαλισμό του, το album πήρε σε γενικές γραμμές θετικές κριτικές.
Το 2009 ο Neige σταμάτησε να συνεργάζεται με τους Peste Noir αλλά η γνωριμία του με τον drummer τους, Winterhalter έγινε η αφορμή για μία συνεργασία που κρατάει έως και σήμερα, αποτελώντας ουσιαστικά τον μόνιμο πυρήνα του σχήματος. Ο δεύτερος δίσκος ήταν ένα πόνημα αρκετά πιο ώριμο και, κατά την γράφουσα, αρκετά πιο ενδιαφέρον, με το “Écailles De Lune” να κυκλοφορεί το 2010, συνεχίζοντας τη συνεργασία με την Prophecy.
Εδώ, το πρωτόλειο ύφος του προηγούμενου δίσκου μορφοποιείται σαφέστερα, οι επιρροές από την black metal αναδεικνύονται και μπλέκονται δημιουργικά με την ατμοσφαιρικότητα, τις shoegaze και post επιρροές, δίνοντας ένα ξεχωριστό αποτέλεσμα.
Μόλις δυο χρόνια αργότερα, στις αρχές του 2012, οι Alcest ετοιμάζουν και κυκλοφορούν τον τρίτο ολοκληρωμένο τους δίσκο. To “Les Voyages de L’Âme” συνεχίζει το παλιότερο concept που τρέχει ως δείκτης συνεκτικότητας και τις προηγούμενες δουλειές φτάνοντάς το στο απόγειό του και μερικώς ολοκληρώνοντάς το.
Εδώ ο Neige μιλά ανοιχτά για τον κόσμο του και τον αποδίδει ηχητικά σε dreamy ατμόσφαιρες και μελωδίες που γυρνούν περισσότερο στη λογική του πρώτου δίσκου, ενώ τα black στοιχεία μειώνονται σημαντικά. Ο δίσκος έλαβε καλές κριτικές αν και σχολιάστηκε σε μεγάλο βαθμό το κατά πόσο ακολουθεί την πεπατημένη των προηγουμένων κυκλοφοριών.
Κι αφού το προηγούμενο concept έφτασε σε ένα τέλος, όπως θα ήταν αναμενόμενο, ο αμέσως επόμενος δίσκος των Alcest είχε μία αρκετά διαφοροποιημένη οπτική από τις προηγούμενες κυκλοφορίες. Με το “Shelter” του 2014 η αποδέσμευση από τα metal στοιχεία ήταν πλήρης, ενώ ο προσανατολισμός αυτή τη φορά έτεινε σε μία διαδρομή που, ούτως ή άλλως, φαινόταν ότι επηρεάζει τον Neige, με τον shoegaze χαρακτήρα πλέον να κυριαρχεί, ταξιδιάρικα riff και την κατάφωρη επιρροή των Slowdive (βλέπε και συμμετοχή του Neil Halstead στο “Away” του εν λόγω δίσκου).
Kαι αν το υπερβολικά ανάλαφρο και ενοχλητικά αισιόδοξο “Shelter” δίχασε μέρος των ακροατών των Γάλλων, το “Kodama” ήρθε πέρσι για να σημάνει την επιστροφή στις ρίζες, ή αλλιώς, στον ήχο του “Écailles De Lune” που αποτελεί και μία από τις πιο ξεχωριστές κυκλοφορίες τους. Επηρεασμένο θεματικά από την Princess Mononoke, anime σε σκηνοθεσία του Hayao Miyazaki, το album εξερευνά τα όρια του φυσικού κόσμου σε αντίθεση με την ανθρώπινη κοινωνία.
Πάνω σε αυτές τις αντιφάσεις δίνεται και η δυνατότητα να επιστρέψουν στα μονοπάτια του ήχου τους που συνδύαζαν αιθέριες συνθέσεις και black metal στοιχεία. Η επιλογή του Neige να επιστρέψει σε παλιότερες διαδρομές ήταν μάλλον επιτυχής, αφού το ιδιαίτερο αυτό χαρακτηριστικό που έκανε τον ήχο των Alcest ξεχωριστό ήρθε ξανά στο προσκήνιο θυμίζοντάς μας τους λόγους για τους οποίους τους ακούμε τα τελευταία χρόνια. Κάθε κυκλοφορία των Γάλλων αποτελεί μία αυτόνομη, τρόπον τινά, οντότητα αλλά η περαιτέρω εξερεύνηση των ορίων αυτής της πλευράς του ήχου τους ικανοποίησε σε μεγάλο βαθμό τον κόσμο και ο δίσκος φιγούραρε σε πολλά Tops της περασμένης χρονιάς, όχι άδικα.
Οι Alcest επισκέπτονται στις 27 Μαρτίου την Αθήνα και το Fuzz Club, στο πλαίσιο της περιοδείας τους για την προώθηση του “Kodama” δίνοντας την ευκαιρία στους φίλους τους στην πρωτεύουσα να τους απολαύσουν live. Τη βραδιά θα ανοίξουν οι Αθηναίοι Amniac που κυκλοφόρησαν πρόσφατα τη δεύτερη ολοκληρωμένη δουλειά τους με τίτλο “Matriarch”.
1286