(Το ρητορικό τέχνασμα του τίτλου σε συνάρτηση με το λοιπό κείμενο ονομάζεται λήψις του ζητουμένου, καθώς παρακάτω είναι προφανές πως το θεωρούμε ένα μόνιμα επίκαιρο album)
Eίναι Απρίλιος του 1983, όταν οι Violent Femmes κυκλοφορούν το πρώτο τους, ομώνυμο πόνημα μέσω της Slash records. To trio από το Milwaukee (να είναι καλά ο Αντετοκούμπο που πλέον ξέρουμε κατά πού πέφτει), μεγαλώνοντας στα ‘70s και έχοντας βιώσει το πρώτο κύμα της punk στην Αμερική, έρχεται στα early ‘80s όντας παράλληλα και το ίδιο στο μεταιχμιακό στάδιο μεταξύ άγριας εφηβείας και ενηλικίωσης και μεταφέρει όλη αυτή την ατμόσφαιρα, τόσο στο μουσικό όσο και στο συνολικά αισθητικό μέρος, από τους στίχους έως το cover του δίσκου. Ενδεχομένως και ακριβώς επειδή αυτός ο δίσκος ανεπιτήδευτα μιλά για μία πανανθρώπινη συνθήκη, απλοϊκά και με μία νότα αθωωμένης ανηθικότητας, έγινε η μεγαλύτερη επιτυχία του σχήματος στο διηνεκές και πλέον εντάσσεται στην κατηγορία του κλασικού.
Tι προηγήθηκε της πρώτης κυκλοφορίας και πώς έκαναν οι καλλιτέχνες καριέρα πίσω στα ‘80s; Είναι 1981, ο Gano έχει ενταχθεί στο σχήμα των DeLorenzo και Ritchie και παίζουν σε διάφορες γωνίες των δρόμων του Milwaukee. To όνομά τους είναι ένα slang οξύμωρο καθώς το πρώτο ήμισυ είναι το violence ενώ το femmes αναφέρεται σε αυτόν που δεν τα πάει καλά στα σπορ, το παιδί που όλοι πείραζαν, προ bulling εποχές, σε αυτόν που απλώς αναφέρεται κανείς ως “sissy”.
Toν Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, βρίσκονται έξω από το θέατρο Oriental και παίζουν για τον κόσμο που επρόκειτο να μπει στον χώρο για να παρακολουθήσει μία συναυλία των Pretenders. Eίναι από αυτές τις ιστορίες που μοιάζουν λίγο ανεκδοτολογικές από την τύχη που περιγράφουν, ή ενδεχομένως να δείχνουν και μία μεγαλύτερη αθωότητα και ελευθερία γύρω από τη διαχείριση της μουσικής σκηνής, αλλά η Chryssie Hydne τους καλεί να παίξουν ένα μικρό ακουστικό set μετά το opening act. Ανακαλύφθηκαν σύντομα μετά από αυτό από την Slash Records και η συμφωνία για το πρώτο τους album είναι πλέον γεγονός. Η αρχική κυκλοφορία έκλεινε με το “Good Feeling”, ενώ όταν πλέον το 1987 το CD έχει αρχίσει να νικά (εκ των υστέρων, όχι για πολύ) το βινύλιο, προστίθενται τα “Ugly” και “Give Me the Car”.
Στο εξώφυλλο βλέπουμε την τρίχρονη τότε Billie Jo Cambell, η οποία ανακαλύφθηκε τυχαία, περπατώντας με τη μητέρα της στον δρόμο, από την οποία και ένας φωτογράφος ζήτησε να φωτογραφίσει τη μικρή για το εξώφυλλο του δίσκου, κάτι που έμαθαν αργότερα. Η Billie Jo, με την τυπική παιδική αθωότητα, σηκώνεται στις μύτες και προσπαθεί να δει μέσα σε ένα σκοτεινό παράθυρο. Η μεταφορά συνδέεται με τη συνολική θεματική του δίσκου. Το πέρασμα από την παιδική αγνότητα στη σκοτεινή ενηλικίωση. Και ποια είναι αυτά τα καθολικά συναισθήματα που είχαμε όλοι όταν περάσαμε από αυτές τις (υπέροχες) ηλικίες; To sex τρέχει σε όλο το μήκος του δίσκου, μαζί με τυπικά εφηβικούς απελπισμένους έρωτες, την αίσθηση ότι όλα είναι στραβά, τη σταθερή παρουσία της ιδέας του θανάτου, η οποία καθιστά ακόμα πιο οξύμωρη την αίσθηση παντοδυναμίας κάθε εφήβου.
Ο δίσκος ξεκινά με το “Blister in the Sun”. Απλούστατο κομμάτι, με τον πιασάρικο ρυθμό και την όλη χαρούμενη διάθεση, έγινε hit και έγινε και ο λόγος της μήνυσης του Ritchie προς τον Gano το 2007, o oποίος είχε την, αν μη τι άλλο, εμπνευσμένη ιδέα να πουλήσει τα δικαιώματα του τραγουδιού στα Wendy’s (σ.σ.: για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την αμερικανική junk food κουλτούρα, μιλάμε για αλυσίδα μπεργκεράδικων). Για την ιστορία, οι δύο bandmates τα ξαναβρήκαν. Για πολλά χρόνια στους κύκλους των θεωριών για το τι πραγματεύεται το κομμάτι, οι fans είχαν την πεποίθηση πως λανθάνει αναφορά στην διαδικασία του αυνανισμού. Την παρερμηνεία ήρθε να ξεκαθαρίσει πολλά χρόνια αργότερα ο Gano, εξηγώντας πως δεν υπάρχει κανένα βάθος και κρυμμένα νοήματα. Εδώ είναι μία καλή περίπτωση για τον μύθο της ερμηνείας σε πολλές μορφές τέχνης και όλους αυτούς που ψάχνουν να βρουν το συγκαλυμμένο μήνυμα πίσω από τις “μπλε κουρτίνες”, ενώ οι κουρτίνες ήταν απλώς μπλε. Όπως άλλωστε είχαν δηλώσει και σε μία από τις πρώτες τους συνεντεύξεις, δεν υπήρχε κάποιο intellectual πλάνο πίσω από τον τρόπο που έγραφαν, είτε στα “όμορφα”, είτε στα “άσχημα” κομμάτια τους.
Ακολουθεί το επίσης πασίγνωστο πλέον “Kiss off”. Eδώ μπορούμε όντως να διακρίνουμε ένα innuendo στην έτερη πασίγνωστη φράση που λήγει σε off και ίσως ασυνείδητα, ελλείψει ιντελεκτουέλ πλάνου, αλλά συνάδει με τη γενικότερη τάση του σχήματος σε τέτοιου είδους οξύμωρα (βλ. ανωτέρω τα σχόλια για το όνομα της μπάντας).
To “Add it Up” παρά λίγο να μην το μαθαίναμε ποτέ. Ο Ritchie σε ένα live τους, προ ηχογραφήσεων, πρότεινε να το εξοβελίσουν λόγω της (δεδομένης) υπερ-απλότητάς του, ως βαρετό. Ήταν η επιμονή του Gano να διατηρηθεί το κομμάτι που το έφερε τέταρτο στο album και όχι σκονισμένο πρωτόλειο σε κάποιο παλιό συρτάρι. Ο Ritchie είχε προφανώς τα δίκια του, αλλά οι στίχοι είναι αξιομνημόνευτοι και ο αφηγηματικός τόνος του vocalist εδώ, έδωσε ακριβώς το στοιχείο που χρειαζόταν ένα εξ ίσου αφηγηματικό κομμάτι, για να παραμείνει αναπόσπαστο στοιχείο του album. Οι στίχοι γράφτηκαν μια μέρα που ο Gano βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, χωρίς να έχει πουθενά να πάει και τίποτα να κάνει, εκπεφρασμένοι με γνήσια απορία για την τύχη του (ή, μάλλον, την ατυχία του).
Το “Gone Daddy Gone” δανείζεται έναν ολόκληρο στίχο από το “I Just Want to Make Love to You” του Willie Dixon, γι’ αυτό και στον best of “Permanent Record: The Very Best of Violent Femmes” αναφέρεται και με τους δύο τίτλους. Είναι επίσης το πρώτο κομμάτι του σχήματος για το οποίο έχουμε video clip.
Θα μιλήσω για το κλείσιμο της εκδοχής του CD αν και δεν ανήκει στην αρχική κυκλοφορία, διότι θεωρώ πως το “Gimme the Car” ολοκληρώνει τις θεματικές, μαζεύει τα loose ends χωρίς ενοχή για αυτά, ο νέος που μισεί τη ζωή του, ζητά το αυτοκίνητο από τον πατέρα για να βγάλει έξω την κοπέλα, να καταλήξουν σε ερωτική συμπλοκή και στο τέλος να καταλήξει στο “cause I ain’t had much to live for”, που εν τέλει δικαιώνει όλο το προηγούμενο του απροκάλυπτου και προκλητικού. Aκόμα και ο τόνος του Gano έχει γίνει εντελώς αφηγηματικός, σχεδόν μιλάει, με σημεία ελαφριάς ψυχολογικής σύγχισης που εύκολα ανιχνεύονται στις διακυμάνσεις του ύφους του, όπως και οι συνθέσεις, είναι όπως σε όλο το φάσμα του δίσκου, όχι πολύπλοκες, όχι πολύ βαθιές.
Οι Violent Femmes δεν κατάφεραν ποτέ να ξεπεράσουν τα λυρικά ύψη στα οποία έφτασε το debut album τους. Τέσσερα χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το “Violent Femmes” έγινε χρυσό, άλλα τέσσερα αργότερα πλατινένιο και εντάχθηκε στο Billboard album chart το 1991. Έπειτα από αυτά, οι Violent Femmes ακολούθησαν την πορεία σχεδόν κάθε σχήματος, δηλαδή χώρισαν, τα ξαναβρήκαν, ξαναχώρισαν, έχοντας κυκλοφορήσει εννιά ακόμα πονήματα, με το τελευταίο να βγαίνει το 2019. Μπορεί το κοινό να μην τους συγχώρεσε ότι ποτέ δεν έγραψαν καλύτερα από την πρώτη τους δουλειά, αλλά το εκτόπισμα του πρώτου τους δίσκου έγινε μάλλον και η αιτία που κατάφεραν να συντηρηθούν μέσα στον χρόνο.
Παρόλ΄ αυτά, για να γυρίσουμε στην αρχική μας δήλωση για το ότι ο συγκεκριμένος δίσκος ανήκει στην κατηγορία του κλασικού, θα προχωρήσουμε λίγο περισσότερο και θα κλείσουμε ολοκληρώνοντας αυτό το train of thought. Κλασικό γίνεται αυτό που μπορεί να αναδημιουργηθεί, να επαναληφθεί, σε διαφορετικές συνθήκες και χρόνο και να παραμείνει relevant. Αυτό επιτυγχάνεται με την ίδια μεθοδολογία που επετεύχθη με την τραγωδία για παράδειγμα. Καθολικά νοήματα, πανανθρώπινα, τα οποία δεν υπόκεινται σε χωροχρονικούς προσδιορισμούς. Και δεν ισχυρίζομαι προφανώς ότι οι Femmes μπορούν να συγκριθούν με τα λυρικά βάθη της Μήδειας. Ισχυρίζομαι όμως ότι καθολικές συνθήκες υπάρχουν και σε απλούστερα πράγματα ή μπορούν να εκφραστούν και με απλούστερους τρόπους από το ιαμβικό τρίμετρο.
Πηγές:
https://vfemmes.com/
https://www.facebook.com/officialviolentfemmes/
https://www.youtube.com/watch?v=lPJFYYJSdFE
https://www.youtube.com/watch?v=n0ZIDGdRezQ
https://www.youtube.com/watch?v=uih41hD97hM
https://en.wikipedia.org/wiki/Violent_Femmes
https://en.wikipedia.org/wiki/Violent_Femmes_(album)
https://pitchfork.com/reviews/albums/23130-violent-femmes/
https://isthmus.com/music/violent-femmes-interview-gordon-gano/
https://boingboing.net/2013/09/13/violent-femmes-back-together.html