Νομίζω ότι κανένας άνθρωπος της γενιάς μας δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως στο life span του θα ζήσει πανδημία.
Θες λίγο η εξέλιξη της ιατρικής, θες η μεγάλη μας αυτοπεποίθηση, θες ότι η τελευταία φορά που συναντήσαμε τέτοιο φαινόμενο ήταν σε άλλο αιώνα και το ξέρουμε μόνο από βιβλία της ιστορίας, αυτή την κατάσταση δεν την περίμενε κανείς. Και με αυτά τα δεδομένα και τις συνθήκες, συνδυασμένα με την αρχική μας αδιαφορία και τον ωχαδελφισμό, σας γράφω τώρα από το σπίτι μου, από το οποίο βγαίνω μόνο για να πάω στο σούπερ μάρκετ και να γυρίσω πίσω. Και έτσι οι μέρες μας έχουν γίνει μία διαδρομή από την κρεβατοκάμαρα στο σαλόνι, έπειτα στο μπάνιο και πάλι από την αρχή. Εν τω μεταξύ, εμείς οι πτωχοί πλην τίμιοι expats έχουμε και το διπλό ψυχολογικό βάρος, με τους γονείς μας και τους φίλους μακριά μας, συνεχώς στα τηλέφωνα και με τη μόνιμη αγωνία μήπως γίνει κάτι και δεν μπορέσουμε να είμαστε εκεί.
Ή και να είναι εκεί κάποιος για εμάς.
Και οι μέρες είχαν γίνει ζοφερές και οι νύχτες ήταν πιο μεγάλες και η όλη ατμόσφαιρα μύριζε κατάθλιψη και αγωνία. Και αυτό που ενέτεινε και ακόμα εντείνει την όλη κατάσταση είναι ότι, θέλοντας και μη, ο τύπος (γιατί κακά τα ψέματα, στο διαδίκτυο συχνάζουμε όλοι αυτές τις μέρες), έχει ακολουθήσει τα σημεία των καιρών. Προφανώς, δεν προτείνω να εθελοτυφλούμε, επικρατεί ένας χαμός γύρω μας και οφείλουμε να είμαστε ενημερωμένοι, αλλά οφείλουμε και στους εαυτούς μας να μην αφήσουμε την όλη κατάσταση να μας καταβάλλει περισσότερο. Άλλωστε, θα έρθει μια μέρα που θα λέμε αυτές τις ιστορίες για τη γενναία μας στάση απέναντι στον ιό που πολεμήσαμε, από τους καναπέδες μας. Τελικά, αυτός ο ιός είναι ένας millennial par excellence.
Παρόλ’ αυτά, τις πρώτες μέρες, όπως όλοι, είχα πέσει κι εγώ μέσα στην δίνη της ανησυχίας, μέχρι που ήρθε η σωστή στιγμή. Ήμουν ακόμα στο σαλόνι, άκουγα τη μουσική μου, είχα κάποιες σποραδικές συζητήσεις και γύρω στις πέντε το πρωί (έξι στην Ελλάδα) και αφού έχω καταναλώσει γενναίες ποσότητες κουτακίων Amstel, τα οποία πριν έχω πλύνει γελώντας με το χάλι μου παράλληλα, που πίνω τη μπίρα του οικοδόμου αλλά το κουτάκι μυρίζει ανθούς μανόλιας και ενώ το YouTube είναι σε autoplay, μου πετάει ένα αγαπημένο μου κομμάτι και αρχίζω να ακούω ουσιαστικά, όχι χαλάκι στο background του μυαλού μου. Kαι που να με ακούσετε να τσιρίζω με τη φοβερή φωνή μου (true story btw, πριν από λίγο καιρό, στα 33 μου, ένας φίλος ηχολήπτης μου αποκάλυψε ότι έχω μπάσα φωνή, εγώ πάντα την άκουγα ψιλή) “I only want to see you laughing in the purple rain”.
Και το έχω εγώ και πιθανότατα το έχεις κι εσύ, φίλε αναγνώστη. Υπάρχουν κομμάτια που είναι συνδεδεμένα με ανθρώπους, κομμάτια που πάντα στο μυαλό σου ανακαλούν μία στιγμή, υπάρχουν κομμάτια που σε έχουν συνοδεύσει περιόδους ολόκληρες. To κομμάτι αυτό λοιπόν ήταν συνδεδεμένο με μία πολύ όμορφη ιστορία από το παρελθόν και για όσο διήρκησε, αυτή η εικόνα, το ζεστό συναίσθημα αυτής της εποχής ήταν παρόν για να γεμίσει αυτή την εκκωφαντική σιωπή (μην μου πεις ότι δεν είναι σιωπή αφού ακούω μουσική, εννοώ τη σιωπή της απουσίας ανθρώπινης διάδρασης). Σαν καλός σκύλος του Παβλόφ λοιπόν, ο εγκέφαλός μου εθίζεται και ξεκινά να ανατρέχει σε αναμνήσεις. Όμορφες αναμνήσεις, άσχημες αναμνήσεις που πλέον δεν είναι άσχημες γιατί πέρασαν αιώνες από τότε και πλέον γελάς με αυτά που κάποτε έκλαιγες και ούτω καθεξής.
Κάπου μέσα στο παραλήρημα, συνειδητοποίησα τη δύναμη της μνήμης.
Μέσα στην απομόνωσή μου, σε συνθήκες τρόμου από τα media και άγνοιας για το τι πρόκειται να ακολουθήσει, άρχισα να θυμάμαι. Και μέσα σε κάθε μία από αυτές τις αναμνήσεις υπήρχε ένα κομμάτι του εαυτού μου που έχασα λίγο αυτές τις μέρες, αναλωνόμενη σε ώρες επί ωρών συζητήσεις για την πανδημία. Κάθε κομμάτι λοιπόν που διάλεγα, μετουσιωνόταν σε μικρές ή μεγάλες στιγμές και κάπου μέσα σε λυρικό παροξυσμό έγραψα αυτό:
I don’t want.
I don’t want to recite news, I don’t want to talk about the virus, the spreading, the cost of isolation.
I want to tell you stories. Stories of another time. Stories of friends that were not afraid to hug each other. Stories of passion that faded away. Stories of love that lasts until today. We are all alone in the end, but for a little second, in an immense universe, we were standing together.
And solidarity is all that we have left.
All together and yet so far away, together we stand.
(Και τώρα σα βλάκας σκέφτομαι “to quote me” και γελάω μόνη μου. Επίσης το αρχικό “I don’t want” απόρησα αν ήταν υποσυνείδητο reference στο Δεν Επιθυμώ των Μαθιουδάκη/Θεοδωρόπουλου. Δε θα μάθουμε ποτέ, είχα πιεί.)
Και σκέφτηκα να γράψω μερικές από αυτές τις ιστορίες. Αλλά με μουσική. Και πού ξέρεις, ίσως σε κάποιο από τα κομμάτια έχεις κι εσύ μια δική σου ιστορία. Ίσως σου θυμίσει μία άλλη εποχή. Ίσως μπεις στο τριπάκι να θυμηθείς κι εσύ αστείες ιστορίες ή χαζές ιστορίες, ιστορίες με φίλους και κυριακάτικα τραπέζια με την οικογένεια που τώρα σου λείπουν και όταν τα έχεις, τα θεωρείς δεδομένα.
Αρχές του 2011. Έχω παρατήσει την 9-5 καλοπληρωμένη δουλειά γραφείου μου στα 24, που με έκανε να μαραζώνω σαν τον φίκο στο μπαλκόνι μου που ξεχνάω να ποτίσω και έχω αποφασίσει να ξαναδώσω πανελλήνιες. Από τους φλώρους με τα κουστούμια, βρίσκομαι σε φροντιστήριο με 17χρονα πιτσιρίκια και κάνω ζωάρα. Και γνωρίζω τον πιο έξυπνο άνθρωπο που έχω γνωρίσει μέχρι σήμερα, νομίζω. Και το λάθος timing επίσης. Επίσης σήμερα ξέρω πως κάποιες ανθρώπινες σχέσεις είναι πιο πάνω από αυτά και κρατάνε ακόμα.
Ps: πέρασα και στις πανελλήνιες. Φιλόλογος, για να μην έχετε απορίες.
Καλοκαίρι του 2011, Αθήνα. Γενικά δεν έχω πολλούς φίλους αλλά μέσα σε αυτούς τους λίγους, το Ειρηνάκι είναι από τη δευτέρα γυμνασίου, που σημαίνει πλέον, αρκετά χρόνια. Έχουμε περάσει άπειρες φάσεις μαζί, παρτάρες μέχρι πρωίας και σκηνικά αξιομνημόνευτα αλλά δε θα μιλήσω γι’ αυτά. Εγώ πίνω πολύ, η φίλη την πίνει πολύ και είμαστε βράδυ, σαπισμένες στο σπίτι, μία μεθυσμένη και μία μαστουρωμένη και αναλύουμε τα βαθιά φιλοσοφικά νοήματα της ύπαρξης, ακούγοντας Anathema. Ή Opeth. Ή και τα δύο. Στις πιο μικρές στιγμές συνίσταται η ουσία της φιλίας.
Φεβρουάριος του 2012. Η Αθήνα φλέγεται με διαδηλώσεις και πορείες και είμαστε στην πρώτη γραμμή φυσικά (μετά μας σκέπασε το μεγάλο κύμα του καπιταλισμού αλλά η συνείδησή μας παραμένει αναρχική). Πέφτει εντολή να σπάσει η διαδήλωση και πέφτουν δακρυγόνα παντού, σαν της βροχής τις στάλες. Όλοι τρέχουν στα σκαλιά της πλατείας Συντάγματος και επικρατεί χάος. Είμαστε πιο πίσω, περιμένοντας να φύγει το πρώτο κύμα για να κατέβουμε. Και με κρατάς στην αγκαλιά σου. Και έρχονται οι μπάτσοι. Τρέχουμε στα σκαλιά και μετά στην πλατεία και θυμάμαι που με τράβηξες και με γλίτωσες από το γκλοπ στο κεφάλι. Κατεβήκαμε περπατώντας μέχρι το Μοναστηράκι, πιθανότατα μιλώντας για την κόκκινη Ρόζα ή τον Μπακούνιν. Και με φίλησες για πρώτη φορά στις σκάλες του μετρό.
Ps: Κανονικά θα έπρεπε να είναι το “The Bells of Notre Dame” και είμαστε ακόμα φίλοι.
Καλοκαίρι 2013, Αθήνα. Κολλημένη σε μία πόλη που βράζει, είμαι ακόμα φοιτήτρια και είμαστε με την παρέα πιο φτωχοί και από ζητιάνους. Έχουμε με ένα φίλο λεφτά ίσα ίσα για μία μπίρα ο καθένας, στην ιστορική Feelgood που ακόμα μας λείπει. Και μπαίνει μέσα ο Στεφανάκος, χωρίς να έχουμε κανονίσει και φωνάζει το επικό “μαλάκες πληρώθηκα”. Και αφού πίνουμε τον μισθό του και γυρίζουμε προς το σπίτι, περνάμε έξω από το δημοτικό κολυμβητήριο. Και λέω, τι καλά που θα ήταν να κάναμε ένα μπάνιο. Περιττό να πω ότι ξύπνησα με μελανιές καθώς έπρεπε να σκαρφαλώσουμε πολλά κάγκελα, αλλά τελικά το κάναμε το μπάνιο. Ξυπνήσαμε και τον φύλακα.
Ps: η παρέα τότε άκουγε πιο πολύ Cave, εγώ Pj, το βρήκαμε στη μέση.
Καλοκαίρι 2014. Τελειώνουμε εξεταστική εαρινού. Τελευταίο μάθημα, Αισχύλος με Γεωργαντζόγλου (οι λίγοι μυημένοι ξέρουν τι σημαίνει αυτό). Με τη μία εκ των δύο φίλων που απέκτησα στο πανεπιστήμιο (ο άλλος το είχε δώσει ήδη, ήταν σε διακοπάρες) κάνουμε παράλληλα την πρακτική μας στο Ιστορικό Αρχείο της Εκκλησίας της Ελλάδος (δεν θέλω σχόλια). Αλλά έχουμε τελειώσει εξεταστική και πρέπει να γιορτάσουμε. Και πάμε Τηνιακό. Και κάνουμε 50 ευρώ λογαριασμό σε μπίρες (οι πάλιουρες ξέρουν ότι αυτό σημαίνει πολλές μπίρες). Και πάμε την επόμενη μέρα με το πιο massive hangover, αποπνέοντας ακόμα θερμά αρώματα της χθεσινής Άλφα στους παπάδες. Κανένας σεβασμός αυτή η νεολαία πια.
Ps: Αναστάση, σε επόμενη φάση, που θα είναι μακρινό παρελθόν και θα το λέμε και θα γελάμε, θα γράψω και για το δικό μας επικό βράδυ που κλείσαμε λόγω κορονοϊού.
Καλοκαίρι 2017. Επιτέλους πήρα πτυχίο. Και άκουγα πολύ Tool. Ακόμα ακούω πολύ Tool.
Καλοκαίρι του 2018. Φεύγω από την Ελλάδα για Amsterdam, χωρίς πλάνο επιστροφής. Όσοι έχουν φύγει ξέρουν αυτό το συναίσθημα του να πηγαίνεις σε κάτι άγνωστο, χάνοντας αυτό που λυρικά αποκαλούν ρίζες. Θα μου πεις, οι άνθρωποι δεν είναι δέντρα αλλά είναι και επιρρεπείς στη συνήθεια. Αλλά ήρθα και επιβίωσα και έφτιαξα κι εδώ ιστορίες που θα σας τις πω σε άλλη φάση, στα ημερολόγια από το A’dam (ή στην Πτώση του Camus, δεν ξέρω).
Στο Δεκαήμερο του Βοκακίου, οι δέκα αφηγητές των ιστοριών, οι οποίοι έχουν απελπισμένοι διαφύγει από την βαριά πληγείσα από πανώλη Φλωρεντία, για τις δέκα ημέρες που περνούν μακριά από την πόλη, αφηγούνται ανθρώπινες ιστορίες, γεμάτες απλές στιγμές, γεμάτες χιούμορ, λαγνεία, γεμάτες καθημερινότητα. Ο Βοκκάκιος τότε ήξερε και εμείς σήμερα οφείλουμε να ανακαλύψουμε ξανά, πως η μαγεία της ανθρώπινης συνθήκης, συνίσταται στις μικρές στιγμές που μοιραζόμαστε.
Α ναι, και μείνετε σπίτι γτ#$$*$.