Ένα βράδυ αϋπνίας, πέτυχα την ταινία “Local Colour”. Φαντάζομαι στους περισσότερους δε λέει κάτι ο τίτλος, δικαίως, αλλά είχε μια-δυο σκηνές στις οποίες ο ηλικιωμένος πλέον ζωγράφος και κριτικός τέχνης, ιμπρεσιονιστής Νικολάι Σέροφ ασκεί με μοναδικό τρόπο την κριτική του σε αυτό το μόρφωμα που έχει ονομαστεί “σύγχρονη τέχνη” (http://www.youtube.com/watch?v=VbGlyVM965A).
Στην προσπάθειά μου να ακούσω το “Punter” ανακάλεσα πολλές φορές αυτήν την ταινία στη μνήμη μου. Στον ρου του μουσικού συνεχούς ανά τα έτη παρουσιάστηκαν διάφορα πράγματα, ενδιαφέροντα, αδιάφορα, εξεζητημένα και μη. Ο δίσκος αυτός μπορεί να χαρακτηριστεί από υπερβολικό μινιμαλισμό και αφαιρετική λογική που προσπαθεί να δείξει… Τίποτα. Ακριβώς, τίποτα.
Η παντελής έλλειψη έμπνευσης, ένας ρυθμός μονότονος και θέματα που ξεκινούν για να μην καταλήξουν πουθενά και συνεχίζουν όπως ξεκίνησαν σα μία εισαγωγή που δεν τελειώνει ποτέ, αδιάφορα και κουραστικά μπορούν να κάνουν το δύσμοιρο ακροατή να τραβά τα μαλλιά του από τα ανήκουστα που συμβαίνουν στα αφτιά του και να τρέξει για αποθεραπεία στον πλησιέστερο δίσκο που θα βρει παραπλεύρως, όποιος και αν είναι αυτός. Προτιμώ να βάλω για μία ώρα ήχους από φάλαινες ή ινδικά mantras και να προσεύχομαι στον Shiva. Πολύ πετυχημένη εικονοποιία στο πρώτο promo track τους με συνεχές βούρτσισμα δοντιών. Ακριβώς έτσι, μίζερο και βαρετό χωρίς καμία μελωδικότητα, χωρίς κάτι που να θυμίζει ουσιαστικά την πεμπτουσία της μουσικής. Ναι, ενδεχομένως ο καλλιτέχνης εδώ να θέλει να εκφράσει την αστική καταπίεση και την οργή του, μπλα, μπλα, μπλα.
Τα τινά λοιπόν είναι δύο… Ή συμβαίνει κάποια κοσμοϊστορική αλλαγή στο χώρο της μουσικής την οποία αδυνατώ να αντιληφθώ λόγω ηλικίας ή δεν ξέρω τι άλλο, ή αυτός ο δίσκος κυκλοφορεί για άγνωστες μέχρι στιγμής αιτίες.
560