The Sisters of Mercy, A. A. Williams (13/9/2019) Gazi Music Hall

20 χρόνια μετά, Παρασκευή & 13 μαζί με Harvest Moon, λέει. Σηματοδοτεί την έναρξη του φθινοπώρου, λέει. Κι ότι θα το ξαναζούσαμε μετά από 30 χρόνια, λέει. Εν μέσω προλήψεων λοιπόν, κατευθυνθήκαμε προς το Γκάζι, για να διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι, πώς θα ξεκινούσε μουσικά το φθινόπωρο.

Η προσέλευση ήταν από νωρίς μεγάλη και πλησιάζοντας στην έναρξη του opening act, ο κόσμος αριθμητικά ήταν ικανοποιητικός. Το “ισχυρό” φύλο δε (γνωρίζουμε ποιο είναι, δε νομίζω να παραμυθιάζεται κανείς για το αντίθετο) έκανε αισθητή την παρουσία του, κυριαρχώντας στο χώρο, μαζί με την ηλικιακή παρουσία των ’70s και ’80s.



Η A. A. Williams ξεπρόβαλλε συνεπής και ξεκίνησε εν μέσω ενός σχεδόν “παρεϊστικου” σκηνικού. Διατήρησε, καθ’ όλη την διάρκεια της εμφανίσεώς της, ένα δωρικό παράστημα, με πλήρη εφαρμογή της λιτής, σοβαρής και επιβλητικής προέκτασης του όρου, συνοδευόμενα με μία ελκυστική σεμνότητα. Έστησε ένα άκρως ατμοσφαιρικό σκηνικό (συνεπικουρούμενο και από τον μπλε – κόκκινο φωτισμό), αργόσυρτων αλλά άκρως λυρικών ηχοχρωμάτων, εύμορφο και εύηχο στον ακροατή, παρά τα προβλήματα στο ήχο (κυρίως με το “μπούκωμα” του μπάσου).



Η φωνή της άκρως αισθαντική, συγκινητική, με ελκυστικές, σπαρακτικές εκφάνσεις. Πραγματικά απολαμβάνεις να την ακούς! Ή καλύτερα, απολαμβάνεις πλήρως να την ακούς, σε ένα χώρο σαν το Ηρώδειο ίσως, όπου θα εύρισκε ιδανική “εφαρμογή” στο όλο σκηνικό, μιας και οι χαμηλοί (επιβεβλημένα από την ατμοσφαιρικότητά τους) τόνοι των συνθέσεών της, αλλοτριώνονταν από την οχλαγωγία (σχεδόν κάλυπτε τον ήχο σε στιγμές), που μοιραία παρεμβαλλόταν . Οι εξάρσεις στα τραγούδια της ήταν λίγες και θα ήταν το έξτρα στοιχείο που θα προσέθετα (προσωπικά) στις μελλοντικές της δημιουργίες. Ιδανική παρουσία για τη συγκεκριμένη μουσική περίσταση, ευχαρίστως θα την παρακολουθούσα εκ νέου, με τις άνωθεν προϋποθέσεις.



Οι Sisters of Mercy επανήλθαν και ο κόσμος ήταν πιστός εκεί για να τους υποδεχθεί, καθώς πλέον η κίνηση ήταν αρκετά δύσκολη στο χώρο, λόγω της πυκνής πλέον σύστασης του κοινού.

Με δύο κιθάρες και τα απαραίτητα PCs να τον συνοδεύουν, ο Andrew Eldritch, η “αλλοιωμένη” εμφανισιακά φιγούρα των Sisters of Mercy, εμφανίστηκε και εισήλθε δυνατά με μία από τις σημαντικότερες στιγμές τους, το “More”. Δεν ξέρω αν η λέξη υποτονικός είναι ιδανική, αλλά η αλήθεια είναι ότι μέχρι και το “Alice” και ενώ μεσολάβησαν τα “Ribbons”, “Doctor Jeep/Detonation Boulevard”, “Crash and Burn” και “No Time to Cry”, ο Eldritch δεν εμφάνισε πολλές εξάρσεις, χωρίς να γνωρίζω αν ήταν επιτηδευμένα ή το γεγονός ότι δεν είχε “ζεσταθεί”. Σε στιγμές έμοιαζε να ψιθυρίζει, με μερικές κραυγές που παραμορφωνόντουσαν και εντείνονταν σε ισχύ.



Οι δύο κιθαρίστες παρείχαν σημαντική υποστήριξη στο τελικό αποτέλεσμα, με τον ήχο τους να είναι πολύ ικανοποιητικός, ενώ την παράσταση έκλεψε ο Ben Christo, που και στις φωνητικές του παρεμβάσεις έφτανε δυνατός και πιο καθαρός και από τον Eldritch, ενώ προσπάθησε και να μιλήσει τη γλώσσα μας, προσεγγίζοντας το κοινό. Highlight της βραδιάς, αποτέλεσε και το instrumental μέρος τους, που προσωπικά απήλαυσα.
Με τις νότες του “Alice” να ηχούν, το κοινό άρχισε να αποκτά παλμό και να αρχίζει να λικνίζεται σε μία ψυχεδελική ατμόσφαιρα, εν μέσω και ενός show φώτων, που συνεισέφερε θετικά και κατέλαβε καίρια θέση στο τελικό αποτέλεσμα. Τα “Marian” και “We are the Same, Sussanne” προσέφεραν δύο ακόμα ατμοσφαιρικές στιγμές ιδιαίτερης ομορφιάς.



Ο Eldritch υπήρξε λακωνικότατος, δεν αναζήτησε ποτέ έναν διάλογο με το κοινό και παρέμεινε προσηλωμένος και “μαγκωμένος” στην μουσική και καλλιτεχνική επαφή μαζί του, πλησιάζοντας αρκετές φορές τους κοντινούς προς τη σκηνή. Η ατάκα του “This one makes me cry”, για το “Dominion /Mother Russia”, πρέπει να ήταν η πρώτη κουβέντα και από τις λίγες της βραδιάς, μαζί με τις συσταάσεις των μουσικών.
Μετά το κομβικό βέβαια σημείο που προαναφέρθηκε, ανέβασε απόδοση και κατά το (τύποις στα μάτια μου) “δεύτερο μέρος”, ήταν απολαυστικός. Προσεγγίζοντας το (επίμονα απαιτούμενο) encore, είχε αγγίξει υψηλά standards και πλέον η φωνή του δονούσε το χώρο έως τον εξώστη, όπου είχε κι εκεί αρκετούς “ακροατές”.



Το encore της εμφάνισής τους άρχισε όσο δυνατά και το set τους, με την άλλη τεράστια επιτυχία τους, το “Temple of Love”, που όμως μπήκε στο “κρεβάτι του Προκρούστη” ελλείψει γυναικείων φωνητικών, αν και παρόλα αυτά χαρακτηρίστηκε από τον Eldritch, ως special στιγμή. Το “Vision Thing” και το “This Corrosion” ολοκλήρωσαν τη βραδιά, με το κοινό να συμμετέχει ενεργά και να ζητάει More, ενώ ο Eldritch ευχαρίστησε με μία ολίγων δευτερολέπτων βαθιά υπόκλιση.



Η βραδιά επικεντρώθηκε στο “Vision Thing”, αποδεικνύοντας ότι διατηρεί ξεχωριστή θέση στο μυαλό του Eldritch, το οποίο αναπαρέστησαν ζωντανά κατά τα 7/8, αφήνοντας εκτός μόνο το αγαπημένο “When you don’t see me”, όπως αισθητή υπήρξε και η απουσία του “Lucretia My Reflection”.

Το πρόσημο της βραδιάς κατέληξε θετικό κατά τη γνώμη μου, ενώ και το κοινό φάνηκε να απολαμβάνει το ταξίδι στο χρόνο με μία νοσταλγική διάθεση, παρότι οι εκδηλώσεις του στερούνταν διάρκειας και της ίδιας έντασης χρονικά στο set.

Δυσαρεστήθηκα προσωπικά από την απόδοση των “More” και “Temple of Love”, τα οποία υστερούσαν θεωρώ σε συναίσθημα και απόδοση, συγκριτικά με το μεγαλείο που άγγιξαν κατά την εποχή τους. Εκτιμώ ότι μία γυναικεία φωνή και σαν δεύτερα φωνητικά και κατά τις συγκεκριμένες συνθέσεις, μόνο να προσθέσουν θα μπορούσαν. Παρόλα αυτά, οι Sisters of Mercy διατηρούν μέρος της αίγλης του παρελθόντος, και καταφέρνουν να γεμίζουν χώρους και να έχουν έρεισμα στο κοινό. Ως την επόμενη φορά…. I don’t exist when you don’t see me! Or not?



The Sisters of Mercy setlist:
More
Ribbons
Doctor Jeep / Detonation Boulevard
Crash and Burn
No Time to Cry
Alice
First and Last and Always
Marian
We Are the Same, Susanne
Dominion/Mother Russia
Instrumental 
Something Fast
I Was Wrong
Flood II
 
(Encore):
Temple of Love
Vision Thing 
This Corrosion

Φωτογραφίες: Δέσποινα Σταματάκη

627
About Σταύρος Βλάχος 53 Articles
Γαλουχήθηκε στα πρώτα “μουσικά βήματα”, όντας μαθητής Δημοτικού, μέσω του “Headbanger’ s Ball”, του (τότε) μουσικού καναλιού MTV. 30 χρόνια μετά τις τότε πρώτες του “πειρατικές κασσέτες”, μία εξαιρετικά ευχάριστη συγκυρία τον οδηγεί στο σαγηνευτικό “χώρο” ονόματι Rockway. Με το “εν οίδα ότι ουδέν οίδα” γνώμονα, με σεβασμό στη δημιουργία μουσικών στιγμών, θα αναζητά και ανακαλύπτει συνοδοιπόρος με τους αναγνώστες, ονειρικά, “μουσικά μέρη” και “ηχοτοπία”, που θα δίνουν ομορφότερη όψη στην καθημερινότητά μας, ώστε να γινόμαστε μέσω αυτής, ευτυχέστεροι και καλύτεροι άνθρωποι… Andiamo amici!