Δεύτερο και κρίσιμο άλμπουμ για τους Tau Cross, αφού καλούνται να αποδείξουν πως το αριστουργηματικό ντεμπούτο τους (link) δεν ήταν απλά ένα ευχάριστο ατύχημα.
Η αλήθεια είναι πως προσωπικά δεν είχα κάποια αμφιβολία, ο κύριος Rob “The Baron” Miller είναι ένα από τα άτομα τα οποία δεν θεωρώ απλά καλούς μουσικούς αλλά κάτι σαν ενσάρκωση (avatar που λένε στο χωριό μου) συγκεκριμένων μουσικών (και όχι μόνο) κατευθύνσεων, και σε αντίθεση με το ιστορικό του στους αγαπημένους μου Amebix, αυτή τη φορά στους Away, Andy Lefton και Jon Misery (από Voivod, War//Plague και Misery αντίστοιχα για όσους αναρωτιούνται) βρήκε άτομα με τα οποία από ότι φαίνεται έχει και καλή προσωπική χημεία, έτσι για αλλαγή.
Μουσικά τώρα το “Pillar of Fire” κινείται στο γνώριμο ύφος τους, αυτό το απλό αλλά χορταστικό υβρίδιο παλιών γνώριμων punk και metal ακουσμάτων, με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά το φάντασμα των Killing Joke, παρότι είναι ακόμα αισθητό σε κομμάτια όπως τα “Deep State” και “Raising Golem”, είναι πιο διακριτικό.
Προφανώς και ο ήχος των Amebix υπάρχει ακόμα, ειδικά της τελευταίας περιόδου, κονταροχτυπιέται όμως με μια πληθώρα άλλων επιρροών, από το «crust συναντάει τους Bauhaus» του“Killing the King”, που μου έφερε στο μυαλό το καταπληκτικό “Call of the Blue Distance” των Instinct Of Survival, μέχρι το σκοτεινό folk του ομώνυμου κομματιού και το κλασσικό επικό metal του “A White Horse”, ενώ άλλα σημεία του δίσκου εξακολουθούν θυμίζουν από Hawkwind και Manilla Road μέχρι παλιό καλό βρετανικό peace-punk όπως και στο ντεμπούτο τους. Παράλληλα, με την στρατολόγηση του 5ου μέλους Tom Radio στο μπάσο, τα φωνητικά του Miller όσο πάνε και βελτιώνονται αφού πλέον μπορεί να αφοσιωθεί σε αυτά και ξεφεύγει επιτέλους σε πολλά κομμάτια από τη σκιά του Jaz Coleman.
Το ερώτημα πολλών βέβαια είναι το που ακριβώς στέκει αυτό το άλμπουμ σε σχέση με τις προσδοκίες που δημιούργησε το ομώνυμο τους. Η αλήθεια είναι πως αρχικά δεν με ισοπέδωσε εξίσου, αλλά αυτό σίγουρα οφείλεται και στο ότι αυτή τη φορά ήξερα λίγο πολύ τι να περιμένω σε αντίθεση με το αναπάντεχο ηχητικό blitzkrieg του ντεμπούτου τους. Όμως παρά τα πολλά repeat μέχρι στιγμής όχι μόνο δεν το έχω βαρεθεί αλλά όσο περισσότερο το ακούω τόσο περισσότερο με κερδίζει. Λιγότερο εντυπωσιακό λοιπόν μπορεί να είναι, αλλά σίγουρα στην ουσία δεν υστερεί, είναι απλά πιο ώριμο και θέλει την επεξεργασία του.
Το κερδίσανε λοιπόν το στοίχημα και πάλι οι Tau Cross, τελικά η επιτυχία τους (ποιοτικά πάντα, για το εμπορικό χεστήκαμε) δεν ήταν ατύχημα, το “Pillar of Fire” μπορεί να μην είναι κάτι φανταχτερό και μοδάτο αλλά για μένα είναι μια από τις καλύτερες κυκλοφορίες της χρονιάς σε όλο το φάσμα του σκληρού ήχου, όσοι λοιπόν εκτιμήσατε το προηγούμενο άλμπουμ τους επενδύστε άφοβα και σε αυτό.
630