SΜΟΚΕ ΤΗΕ FUZZ/ HOWLER EDITION: All Them Witches, Earthless, Casua Sui, Electric Moon, Siena Root, Yuri Gagarin (23/10/2016) ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ

Το Smoke the Fuzz – Howler edition του Σαββάτου αποτελούσε αναμφίβολα ένα από τα δυνατά χαρτιά της έντονης συναυλιακής δραστηριότητας που διανύουμε τους τελευταίους μήνες στην Ελλάδα.

Μετά το άκρως επιτυχημένο Fall of Doom Edition, όπου κυλήσαμε στο βούρκο και το απολαύσαμε από την αρχή μέχρι το τέλος, περιμέναμε ανάλογη συνέχεια στην έκδοση της 23ης Οκτωβρίου. Κι οι προσδοκίες μας επαληθεύθηκαν πέρα για πέρα. Ένα 8ωρο live απόλαυσης σε έναν άψογο χώρο, με το πρόγραμμα να τηρείται ευλαβικά και χωρίς να υπάρχουν νεκρά διαστήματα στις αλλαγές των συγκροτημάτων κι έναν ήχο που θα πρέπει να θέσει τα ποιοτικά στάνταρ στις επερχόμενες συναυλίες.

Η αρχή έγινε βάση προγράμματος με τους λιγότερο γνωστούς στο ευρύ κοινό, Yuri Gagarin, στις 17:00 ακριβώς. Κόσμος πολύς δεν είχε μαζευτεί ακόμα αλλά ο αριθμός ήταν ικανοποιητικός για να ζεσταθεί το κλίμα. Είχα λατρέψει τις δουλειές τις μπάντας και περίμενα πολλά αλλά… θέλετε λίγο η φυσιολογική “παγωμάρα” που επικρατεί στην αρχή κάθε live, λίγο τα samples που ήταν αρκετά ψηλά και κάλυπταν τα υπόλοιπα όργανα και λίγο η στατικότητα της μπάντας δεν επέτρεψαν να αποθεωθούν ζωντανά οι εξαιρετικές συνθέσεις τους.

Όσο πέρναγε η ώρα ο ήχος βελτιώνονταν και οι Yuri Gagarin έδειχναν να “λύνονται” όλο και περισσότερο, αλλά κάτι έμοιαζε να τους κρατάει πίσω με αποτέλεσμα να μην αποτυπώνεται στο έπακρο η heavy-space-rock ατμόσφαιρα που επιδίωξαν να δημιουργήσουν. Υποσχόμενη μπάντα που περιμένω να τους ξαναδώ ζωντανά σε μια ποιο προχωρημένη ώρα, με περισσότερη ενέργεια και πιο ισορροπημένο ήχο.

Το ζέσταμα είχε ήδη γίνει και μια 60’s αισθητική πλημμύρισε το stage. Η πεντάδα από την Στοκχόλμη που ακούει στο όνομα Siena Root έβαλε κατ’ εμέ τις βάσεις για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει στη συνέχεια κι αποτέλεσαν ιδανική συνέχεια στην ψυχεδέλεια των Yuri Gagarin. Το ύφος φυσικά ήταν τελείως διαφορετικό και το heavy blues rock είχε την τιμητική του. Οι Siena Root έβγαζαν ενέργεια, ο ήχος ήταν πλέον άψογος, οι ρυθμοί γνώριμοι κι ο κόσμος άρχισε σιγά σιγά να “λικνίζεται” με μεγαλύτερη άνεση.

Εντυπωσιακοί παίχτες, ήξεραν την κάθε τους κίνηση με ακρίβεια κι ο επαγγελματισμός της μπάντας ξεχείλιζε από κάθε πλευρά του stage. Η ορχηστρική 10λεπτη έξαρση αποτέλεσε το highlight της εμφάνισής τους, όπου τα σόλο του Matte Gustavsson (κιθάρα) και του Erik Pettersson (hammond) έδεναν εντυπωσιακά, με τον τραγουδιστή της μπάντας Samuel Björö να περιορίζεται στην άκρη του stage χειροκροτώντας με καμάρι. Τα 50 λεπτά κύλησαν χωρίς να το καταλάβουμε κι είχε έρθει η ώρα να ξεχάσουμε τα όποια φωνητικά και να χυθούμε στην ορχηστρική ψυχεδέλεια για αρκετή ώρα.

Οι Electric Moon ήταν η μεγαλύτερη έκπληξη τους φεστιβάλ, κάνοντας στόματα να μείνουν ανοιχτά και μάτια να κοιτάνε απορημένα δεξιά κι αριστερά. Η Γερμανική αυτή τριπλέτα αποθέωσε το ψυχεδελικό krautrock και δυο μέρες μετά, δυσκολεύομαι ακόμα να αποτυπώσω σε λέξεις τη μουσική αυτή εμπειρία που μας προσέφεραν. Lulu (μπάσο) και Bassana (κιθάρα), στημένοι αντικριστά μπροστά από τον Schnitzler (drums), χρησιμοποίησαν το 1/4 της σκηνής και δε μας έριξαν ούτε ένα βλέμμα. Δεν χρειάζονταν όμως.

Ο χώρος γέμισε με μπάσο, drums και κιθαριστικά εφέ. Η γλυκιά μονοτονία των συνθέσεων σε βύθιζε σε μια ονειρεμένη ατμόσφαιρα και τα ψυχεδελικά εφέ σε ταξίδευαν σε μονοπάτια που δεν είχες ποτέ φανταστεί. Τέσσερις συνθέσεις που χτίζονταν σταδιακά, τέσσερα διαφορετικά ταξίδια στον χωροχρόνο και μία ώρα που έμοιαζε με μια φανταστική περιήγηση στο άπειρο. Ό,τι δηλαδή ζητάς από μία τέτοια μπάντα.

Η ώρα πλησίαζε 20:15 (το πρόγραμμα, επαναλαμβάνω, ακολουθήθηκε κατά γράμμα) και οι πολυαναμενόμενοι Casua Sui ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν το δικό τους ταξίδι. Ο χώρος ήταν ήδη γεμάτος κι όλοι μας περιμέναμε να δούμε πόσο πιο πάνω μπορεί να φτάσει η ικανοποίησή μας. Δυστυχώς οι δανοί φάνηκαν κάπως μουδιασμένοι στην αρχή. Ο ήχος ήταν εξαιρετικός, η διάθεση για τζαμάρισμα εμφανής, αλλά στο πρώτο μισάωρο της εμφάνισής τους τα πάντα έμοιαζαν να κινούνται σε μία ευθεία γραμμή, χωρίς να απογειώνονται οι συνθέσεις.

Και κάπου στη μέση τα πράγματα έδειξαν να αλλάζουν άρδην με την μπάντα να ζει πιο έντονα την κάθε στιγμή και να βγάζει περισσότερη ενέργεια με αποκορύφωμα το 20λεπτο σφυροκόπημα στο τέλος όπου τα έδωσαν όλα και ξεσήκωσαν το κοινό που εκστασιασμένα χειροκροτούσε και ζητούσε κι άλλο. Ίσως αν ο πληκτράς της μπάντας, ο οποίος στατικά έπαιζε τα μέρη του, ζούσε κ αυτός λίγο την ενέργεια που δημιουργούσαν οι υπόλοιποι τρεις, να έπαιρναν και μεγαλύτερο βαθμό στην σκηνική τους παρουσία. Παρόλα αυτά, ήταν τόσο μεγάλη η ένταση και η κορύφωση στο φινάλε της εμφάνισής τους που το μουδιασμένο τους ξεκίνημα ξεχάστηκε κι ετοίμασαν με εξαίσιο τρόπο τον δρόμο για τους Earthless που θα ακολουθούσαν.

Κι εδώ τα πράγματα σοβάρεψαν επικίνδυνα. “Uluru Rock” και μετά το πρώτο λεπτό έμοιαζε πως τίποτα δεν είχε σημασία πια. Οι Earthless βάλθηκαν να μας κάνουν να ξεχάσουμε τι είχαμε δει μέχρι εκείνη την στιγμή και τα κατάφεραν με περίσσια ευκολία. Μιλάμε για ένα ακατάπαυστο ορχηστρικό όργιο. Μια πραγματική μηχανή πίσω από τα drums, ένας μπασίστας που κράταγε δεμένο το σύνολο κι ένας κιθαρίστας που έκανε την εξάχορδη να μοιάζει παιχνιδάκι στα χέρια του, παραδίδοντας απλόχερα μαθήματα ψυχεδέλειας.

Όντας σε αυτό το live ένιωθες πως έχεις δει όλο το rock να περνάει από μπροστά σου σε μιάμιση περίπου ώρα. Όπως μας το έμαθε ο τεράστιος Jimy Hendrix κι όπως το αποθέωσαν οι Led Zeppelin χρόνια πριν. Οι Earthless έπαιξαν σαν να ήταν η τελευταία τους φορά. Δεν φοβήθηκαν να “ξεχειλώσουν” τις συνθέσεις τους γιατί ήξεραν πως με το πάθος που τις απέδιδαν δε θα ξενέρωνε κανείς. Και πώς να γίνει αυτό, όταν βλέπεις ένα Mario Rubalcaba να χτυπιέται λυσσαλέα στα τύμπανα κάνοντάς σε να αναρωτιέσαι μήπως εκείνη την στιγμή βλέπεις ένα από τους καλύτερους ντράμερ του κόσμου στον χώρο. Πώς να χαλαστείς βλέποντας έναν Isaiah Mitchell να οργιάζει στην κιθάρα κάνοντας πράγματα που δεν πίστευες ποτέ ότι είναι δυνατόν να συμβούν, κι έναν Mike Eginton να ακολουθεί σιωπηλά κρατώντας σε συνοχή ένα ξέφρενο ντουέτο που οργιάζει.

Το δέσιμο της μπάντας απαράμιλλο. Χωρίς κανένα μεταξύ τους βλέμμα άλλαζαν οι τονικότητες και τα τέμπο με απίστευτο συγχρονισμό σε σημείο που με έκανε να απορώ για το πώς το καταφέρνουν. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν φυσικά η διασκευή στο “Communication Breakdown” των Led Zeppelin, όπου κανείς δεν περίμενε και προφανώς κι απογείωσαν, αφήνοντας άπαντες με το στόμα ανοιχτό, κάνοντας το κοινό να χειροκροτεί ασταμάτητα, δίδοντας τα εύσημα σε αυτήν την εκπληκτική μπάντα.

Κι όμως το festival είχε και συνέχεια! Οι All them Witches, λίγους μήνες μετά την sold out εμφάνισή τους στη χώρα μας, όντας headliners της βραδιάς, ανέβηκαν στην σκηνή με το υποτονικό “Talisman”, το οποίο μας έβαλε σε μια διαφορετική τροχιά και μας προετοίμασε για το επερχόμενο ανέβασμα με κομμάτια όπως “Dirt Preachers” και “When God Comes Back”.

Αν εξαιρέσεις τον ήχο της κιθάρας που ήταν υπερβολικά δυνατός, τα υπόλοιπα έρεαν στα αυτιά μας φυσιολογικά βοηθώντας ηχητικά τους All Them Witches να αποδώσουν το υλικό τους. Μου φάνηκαν λίγο κουρασμένοι στην αρχή αλλά σταδιακά έβγαζαν περισσότερη ενέργεια ανεβάζοντας έτσι και την συνολική τους απόδοση, με αποκορύφωμα το εντυπωσιακό τους φινάλε.

Έπαιξαν κομμάτια από όλες τους τις δουλειές με το Blood and Sand / Milk and Endless Waters να αποτελεί την καλύτερη στιγμή της εμφάνισής τους, αποτελώντας παράλληλα και το τελευταίο κομμάτι που επέλεξαν να παίξουν. “Αυτή είναι το τελευταίο live της περιοδείας μας κι εδώ είναι το μοναδικό μέρος που θα ήθελα πραγματικά να βρίσκομαι” δηλώνει ο Charles Michael Parks, Jr, με το κοινό να φωνάζει για κάποιο encore το οποίο όμως δεν ήρθε ποτέ.

Δεν κατάλαβα γιατί αρκετός κόσμος αποχώρησε κατά την διάρκεια την εμφάνισης των All Them Witches και δεν θα καταλάβω ποτέ γιατί κάποιος να φύγει από ένα φεστιβάλ σαν αυτό του Smoke The Fuzz. Ένα event που κινήθηκε σε ένα συγκεκριμένο ηχητικό χώρο, αλλά προσέφερε τεράστιο πλουραλισμό σε ονόματα και ήχους. Ένα φεστιβάλ που μπορεί να μην περιείχε τρανταχτά ονόματα αλλά διέθετε εξαιρετικές μπάντες, που έπαιξαν με μία προσεγμένη σειρά, προσφέροντας η κάθε μία κάτι διαφορετικό. Άλλες άρεσαν περισσότερο, άλλες λιγότερο αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι ακούσαμε, μάθαμε και ζήσαμε λογής ηχητικά πλαίσια, ταξιδεύοντας στα 60’s, στα 70’s και στο σήμερα μέσα σε πανέμορφες μουσικές διαδρομές και θα έχουμε να λέμε και να θυμόμαστε τα καλύτερα από αυτήν την βραδιά.

Photos: Ανδρέας Πανόπουλος

627
About Νίκος Τόλης 183 Articles
Η ζωή του όλη συναυλίες μουσικές και πάλι πίσω. Από μικρός στα σανίδια, στα backstages και στα dj booths, μετράει πολλές σελίδες μουσικού ρεπορτάζ σε sites, zines, έντυπα και δηλώνει περήφανος συντάκτης στο Rockway από το 2011. Ύστερα από χρόνια περιπλανήσεων στην υφήλιο, διαμένει πλέον στη γενέτειρα του, συνεχίζοντας με αμείωτο ρυθμό το ταξίδι του, πάντα φυσικά μετά μουσικής.