Είμαι από αυτούς που πιστεύουν στη θεώρηση ότι το μουσικό ισοδύναμο των κλασικών έργων της μετα-αναγεννησιακής εποχής αναγόμενο στον 20ο αιώνα, είναι το ευρωπαϊκό προοδευτικό rock.
Ένα εικαστικό ρεύμα που αναπτύχθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μεσουράνησε τη δεκαετία του 1970, ανεξίτηλη, απέθαντη τέχνη που συνεχίζει να είναι επιδραστικότατη (είτε με τη μορφή του αμιγώς progressive metal είτε πολλές φορές με την περιβολή του post rock).
Λογικά, είναι γενικώς αντιληπτή η “νέα” (σχετικά, εδώ και καμιά δεκαετία) τάση της παγκόσμιας μουσικής σκηνής προς το “revivaling”. Κι ως ένα βαθμό, η συντριπτική πλειοψηφία των σχημάτων που ασχολούνται θεματολογικά με “παλιατζούρες”, τα καταφέρνει αρκετά καλά. Με μια διαφορά όμως. Το prog rock, δεν υπήρξε ποτέ “αδρανές” ή “νεκρό” μουσικό ύφος (σε αντίθεση με άλλα που ουσιαστικά γεννήθηκαν για να το “σκοτώσουν”). Πάμπολλα σχήματα επιχειρούσαν και συνεχίζουν να επιχειρούν υπό την νοητή ταμπέλα του.
Ένα από αυτά είναι και οι φίλτατοι θεσσαλονικείς Mother Turtle που επανέρχονται δισκογραφικά με το δεύτερο album τους, το “II”, τρία χρονάκια μετά το εξαιρετικό ομώνυμο debut τους. Το οποίο είναι για άλλη μια φορά χάρμα ώτων. Μια κλασσική ηλεκτρική εξαλογία (βλέποντας το album και τη διάρκεια των κομματιών, έχω κάνει την αυθαίρετη σκέψη ότι πρόκειται για ένα σύνολο το οποίο αποτελείται από τρείς μακροσκελείς συνθέσεις, με την καθεμία από αυτές να έχει αυτόνομο “πρόλογο”) που δομείται εν θεατρικό οίστρο κι εκτελείται από φοβερά μελετημένους πάνω στο αντικείμενο μουσικούς. Προοδευτικό rock, με πλήρη την έννοια του όρου, εγκεφαλικά φυγοκεντρικό, με θεατρική φύση και απρόβλεπτη πλοκή, υψίστου ενδιαφέροντος.
Οι Mother Turtle στο “II” δείχνουν ένα αυθεντικότατο πρόσωπο. Οι επιρροές ναι μεν είναι έκδηλα διακριτές, αλλά το συνθετικό φιλτράρισμα τις θέτει αυτόματα ως πνευματικό, μη απτό οδηγό. Το άρωμα των Pink Floyd υπάρχει παντού, αλλά αυτό διίσταται και παλινδρομεί, πολλές φορές μέσα στις ίδιες τις συνθέσεις. Από τη μία ζει στο σουρεαλιστικό γίγνεσθαι του ομότιτλου track του “Atom Heart Mother” όπως στο “Harvest Moon”, το οποίο ξεκινάει με διάφορα layers Zappaϊκών ηχοχρωμάτων υπό τη συνοδεία σαξόφωνου με έναν τρόπο που συγγενεύει με την ανωτέρω θεώρηση ως λογική βάση της μουσικής (ατμοσφαιρικώς και συνθετικώς, η μουσική απέχει κατά πολύ τείνοντας προς τα υπερεαλιστικά μονοπάτια των Yes ή των King Crimson – ως παράδειγμα, θα μπορούσα να παραθέσω πολλά ακόμη ονόματα της εποχής) και από την άλλη “παίζει” με τις φωνές της Αλεξάνδρας Σιετή και της Μαρίας Μαριάδου στο “Walpurgi Flame” – το δεύτερο έπος διάρκειας 21 λεπτών, το οποίο ξεκινάει με το “Ennui”, ένα tribute θα έλεγα θέμα για τους Aphrodite’s Child οι οποίοι μεγαλούργησαν εκείνην την εποχή, με εξαιρετική φωνητική απόδοση – με τον τρόπο του “Time”, καθιστώντας τα φωνητικά ως ομοιογενές κι όχι ανεξάρτητο όργανο σε σχέση με το μουσικό οργανικό background (ένα γεγονός το οποίο η μπάντα φροντίζει να δηλώσει με σαφήνεια στο ανέλπιστο intro track “Overture”, μια φωνητική σύνθεση υπό τη συνοδεία φλάουτου!).
Αν στο προηγούμενο album ο Κώστας Κωνσταντινίδης ακουγόταν σαν ο σωσίας (χωρίς επιτήδευση φυσικά) των λαρυγγιών των Uriah Heep, στο νέο album η φωνητική του ερμηνεία, με εντυπωσίασε. Υψηλότατη εκφραστικά απόδοση που εξυπηρετεί άψογα το στιχουργικό concept (το οποίο με κατασκοτείνιασε, “φθινοπωρινών”, αβέβαιων ποιητικών απολήξεων, κάτι το οποίο επίσης δεν περίμενα από τη συγκεκριμένη μπάντα), φωνητική “υποκρισία” εφάμιλλη ενός Jon Anderson ή ενός Greg Lake. Έξοχος ισοδύναμα και στην κιθαριστική δουλειά του, με ήρεμη, αφλύαρη riffολογία και Camelικές σολιστικές πινελιές (διάχυτη η ατμόσφαιρα της παρέας του μεγάλου Andrew Latimer στο “The Art Of Ending A Revolution“, με τον επίλογό του να κλείνει τον κύκλο φωνητικώς). Δένει ενορχηστρωτικά σε βαθμούς τελειότητας με τον “επιστήμονα” Γιώργο Θεοδωρόπουλο, ο οποίος χαλιναγωγεί με μαεστρία την keyboard επένδυση του album. Άλλοτε με background synths, άλλοτε με piano based θέματα, είναι εχέγγυο μελωδικής γλυκύτητας και πλήρωσης των συνθέσεων. Το δε ρυθμικό δίδυμο των Γιώργου Μπαλτά (drums) και Γιώργου Φιλοπέλου (μπάσο), αριστεύει εκτελεστικά, δομώντας τις πολυσχιδείς συνθέσεις αριστοτεχνικά.
Πρωταγωνιστικό ωστόσο ρόλο πολλές φορές παίρνουν ο Αλέξης Κιουρτσιάδης (θέλω να μάθω την καταγωγή σου φίλε) στο βιολί, βγάζοντας μου έναν “θαλασσινό αέρα” σε σημεία, μου θύμισε δουλειές εν πρώτοις εντελώς παράταιρες της στιλιστικής κατεύθυνσης των Mother Turtle, τεχνοτροπίες όπως του προσωπικού album North Selas του Δημοσθένη Κωστόπουλου των Acid Death ή το περσινό “Supposing We Haven’t Reached a Dead End” των Anadelta – προφανώς η κοινή επιρροή με τους Pink Floyd) και ο σαξοφωνίστας / φλαουτίστας Μπάμπης Προδρομίδης, ο οποίος με τις παρεμβολές του, μου έφερνε διαρκώς στο νου τη συμπαθή αγελάδα του μουσικού έπους “Atom Heart Mother”, κάτι που λειτούργησε ως “ζύγι” σε σχέση με το “II”.
Μια σύγκριση που σε καμία περίπτωση δεν αποβαίνει εις βάρος των Mother Turtle. Η δουλειά τους είναι ένα ολοκληρωμένο έργο τέχνης, εγκεφαλική μουσική για λειτουργικούς εγκεφάλους, αταμπέλωτη αλλά απαιτητική. Ένα μουσικό πισωγύρισμα σε χωροχρονικά συνεχή στα οποία ο κόσμος ήταν πιο αθώος, πιο ανιδιοτελής, που η δουλειά των μουσικών δεν απέβλεπε σε εισπρακτικές επιτυχίες και δόξες υπό το βάρος μανατζαραίων, promoters και image makers. Όταν ο σκοπός ήταν ο προφανής. Η καλλιτεχνική δημιουργία. Κάποιοι όπως οι Mother Turtle, προς τιμήν τους, συνεχίζουν να περιπατούν στα εύφορα εδάφη της Τέχνης με αυτούς τους όρους.. Δεν ξέρω πόσους πόνους είχε, αλλά η Μάνα Χελώνα έφερε στο φώς έναν ακόμη πανέμορφο απόγονο που σε κάποιες καρδιές θα μεγαλώνει ακρόαση με την ακρόαση. Και μια και χαζεύω τις ματάρες σου τόση ώρα… Εμένα πότε θα με κάνεις “μάνο” ρε αγάπη μου;
https://motherturtleband.bandcamp.com/
https://www.facebook.com/MotherTurtleBand
(για τον δεύτερο ανιψιό μου που εύχομαι την ώρα που θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές, να ρουφάει το πρώτο του βυζί σ’ αυτόν τον κόσμο)