Στην άκρη οι αντικειμενικότητες.
Ο γράφων κρεμάει για λίγο την ιδιότητα του “μουσικοκριτικού” (τα εισαγωγικά τέθηκαν διότι πολύ απλά ποτέ δεν ήταν τέτοιος, ο όρος “γνωμοδότης” είναι ο πιο ρεαλιστικά προσεγγιστικός) και φοράει το προσωπικό του ιερό άμφιο, για να υποδυθεί τον χρισμένο τραγόπαπα της πιο υπαρκτής ιδεολογίας που υπήρξε ποτέ. Του heavy metal. Ειδικότερα; Του “Running Wild” heavy metal.
Πάνω από 30 χρόνια καριέρας για τον μεγάλο Rolf Kasparek και την εκάστοτε ομάδα συνεργατών (ναι, θα συμφωνήσω ότι η μη σταθερότητα στο line up υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για τη χαμηλή δημοτικότητα, χαμηλή σε σχέση με τον μη metal κόσμο φυσικά, γιατί σε σχέση με τον metal κόσμο, αν δεν έχεις ακούσει το όνομά “Running Wild”, καλύτερα πήγαινε στο επόμενο άρθρο του rockway), με δίσκους ορόσημα, μπάντα – ορισμός των εννοιών speed, power, epic, με ένα αυτόνομο, αναγνωριστικότατο ύφος που το αντιλαμβάνεσαι με την πρώτη αυτιά (αυτά τα “όλα ίδια είναι” τα γράφω στα προσφάτως ξουρισμένα αχαμνά μου στα οποία λιώνω και κανένα παγάκι τώρα με τις ζέστες για να δροσίζονται κι αυτοί που έχω γραμμένους, επί του θέματος, μην παρεξηγηθούμε), μια εθιστική αρρώστια που για τον ακροατή που θα “νιώσει” την τέχνη αυτή, είναι ευλογία.
Το τελευταίο έργο του Rolf συνεχίζει και τεκμηριώνει (ίσως και να κλείνει, θα το δούμε στο επόμενο album αυτό, πιθανολογώ) το “νέο” πρόσωπο των Running Wild, μια εκπληκτική ποιοτικά μετάβαση από το ταχύτατο, πλουραλιστικό ηχητικά, speed power metal στο καθαρό, στακάτο heavy, κάτι που ξεκίνησε γύρω στο 2012 με το τεράστιο “Shadowmaker” (από τους καλύτερους δίσκους που έβγαλαν ποτέ οι γερμανοί που θεωρώ ότι δεν έχει λάβει ακόμη την αναγνώριση που του αξίζει και με οκτώ χρόνια διαφορά από το “Rogues en Vogue”, κάτι που δείχνει ότι η αλλαγή ήταν συνειδητή), συνεχίστηκε με το επίσης έξοχο “Resilient” (α ρε Λάμπη!) και μάλλον παγιώνεται με το ολόφρεσκο, αριστουργηματικό “Rapid Foray”.
Ένα δίσκο που ανέλαβε τα πάντα ο μεγάλος, χρησιμοποιώντας προγραμματισμένο drumming (αν δεν σου το πουν δεν καταλαβαίνεις διαφορά, άριστη η μίξη και η παραγωγή του Rolf με τη βοήθεια του Niki Nowy, ο ήχος του “Rapid Foray” αγγίζει την τελειότητα), με μοναδική “ένβια” συμμετοχή αυτή του Peter Jordan στις κιθάρες του album. Tα πάντα αποδίδονται άριστα ενώ φωνητικώς ο leader ακούγεται δυνατότερος και καθαρότερος παρά ποτέ. Αναμενόμενα συγκλονιστική ερμηνεία στις θαλασσινές στιχουργικές περιπέτειές του. Αν περιμένεις αλλαγές ή παρθενογένεση στο “Rapid Foray” αδίκως περιμένεις. Τα τραγούδια είναι σήματα – κατατεθέντα της φύσεως της μπάντας.
Καταπληκτικά heavy metal riffs, φανταστικά solos, εμπνευσμένα intros και συγκλονιστικοί επίλογοι, εξαιρετικό υλικό που βάζει τα γυαλιά στην παρελθοντολαγνεία των λατρεμένων “Blazon Stone”, “Rivalry”, “Port Royal” (και ΟΛΩΝ των υπολοίπων φυσικά) με την άνεση και τον αέρα του πρωταγωνιστή. Οι μάστορες του είδους Running Wild είναι για ακόμη μια φορά απόλυτα αντιπροσωπευτικοί σε σχέση με το μουσικό παρελθόν τους, ακολουθώντας το πειρατικό concept τους.
Φοβερές στιγμές, φιλήδονου heavy metal. Ο οργασμός στο solo του “Black Skies, Red Flag”, το instrumental “The Depth of the Sea Nautilus”, το bang you head baby “Stick to Your Guns” (στακάτο τραγούδι, δεν υπάρχει δίσκος των Wild που να μην περιέχει ένα – δυο τραγούδια pure classic Acceptικού / Priestικού metal άλλωστε), το ομότιτλο arena song “Rapid Foray”, το “σκωτζέζικο” “By the Blood in Your Heart” και τα υμνικά αριστουργήματα με τη σφραγίδα της προσωπικότητας της μπάντας “Black Bart”, “Blood Moon Rising” και “Into the West” (αιώνια καταχωρημένα ήδη στη lifetime songs λίστα) ή το μεγαλεπήβολο “Last of the Mohicans” με τα διαδοχικά layers. Σκέτη απόλαυση.
Για να τελειώνουμε. Ναι, τα έχεις ξανακούσει αυτά και μάλιστα από τους ίδιους. Δεν είναι αυτό το θέμα! Πότε θα το καταλάβεις; Η μουσική των Running Wild δεν φτιάχτηκε για ανάλυση, για σύγκριση, για trivia παιχνιδάκια πάνω στη μουσική. Έχει άλλους σκοπούς.
Έχει φτιαχτεί για να σου βγάζει τη θλίψη από το μυαλό με τα riffs της πεντατονικής κλίμακας που υπηρετεί πιστά εδώ και δεκαετίες ο δημιουργός της, η τεράστια μορφή που ακούει στο όνομα Rock ‘n’ “Rolf Kasparek, για να σε δακρύζει από heavy metal γκαύλα με τις μελωδικότατες σολάρες των τραγουδιών, για να πίνεις μπύρες (μη μου το αλλάξεις κύριε Αρχισυντάκτα, σε μακερώσω!) με παλιόφιλους μιλώντας για παλιές ιστορίες (“όχι μουσική είπαμε ρε Σταύρο!”) από καιρούς που πρώτα βγαίναμε rendez vous και μετά “βρέχαμε” το λιλί μας, για να νοσταλγείς δυο μάτια (που έχεις και καιρό να τα δεις, εδώ που τα λέμε) και για να σου βάζει ένα νοητό πρίσμα στην ψυχή που θα αναλύει την καθημερινή μπίχλα και τον γαμώκοσμο σε όμορφα χρώματα. Στην ψυχή, όλα τα άλλα black. Εις υγείαν!
+ Υπόκλισις, μεταβολή, έξοδος +