Η μπαντάρα που ακούει στο όνομα Yellow Eyes επισκέπτεται τη χώρα μας και εν όψει της πρώτης τους εμφάνισης μπροστά στο ελληνικό κοινό την Τρίτη στο An (ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ), είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε με τα αδέρφια Sam & Will Skarstad σχετικά με το εξαιρετικό τελευταίο πόνημα τους “Master’s Murmur” αλλά και τη μέχρι τώρα πορεία τους.
Καλησπέρα παιδια, είμαι ο Κώστας και θα ήθελα να σας καλωσορίσω στην Αθήνα και στο rockway.gr. Φτάνετε με ένα εντυπωσιακό νεό δίσκο στις αποσκευές σας, πείτε μας δυο λόγια για αυτόν.
Sam: Αυτός ο δίσκος κανονικά δε θα έπρεπε να υπάρχει. Υποτίθεται θα ήταν ένα rehearsal demo. Μπήκαμε σε μια κατάσταση ύπνωσης και όταν ξυπνήσαμε, ο δίσκος ήταν ήδη στο bandcamp.
Will: Αυτός ο δίσκος ήταν έκπληξη ακόμα και για εμάς. Το αρχικό πλάνο ήταν να φτιάξουμε ένα rehearsal demo ενός καινούριου κομματιού για να φέρουμε στα δύο επερχόμενα shows (Κολωνία και Αθήνα). Φαινόταν εφικτός στόχος, είχαμε απλά να γράψουμε και να ηχογραφήσουμε ένα κομμάτι. Εκ των υστέρων θα πω, ότι το να βάλουμε τον πήχη τόσο χαμηλά πήρε αρκετή πίεση από πάνω μας, με αποτέλεσμα να είμαστε περισσότερο απελευθερωμένοι. Μαζευτήκαμε να δουλέψουμε το τραγούδι, αλλά στη ουσία δεν το ξεκινήσαμε ποτέ. Αντ’ αυτού, ξεκινήσαμε να δουλεύουμε ιδέες από demos που είχαμε μαζέψει τα τελευταία 2 χρόνια, μεγαλώνοντας τις και μετατρέποντας τις σε κάτι τελείως διαφορετικό. Μετά από ένα μήνα ψύχωσης με τη διαδικασία, το “Master’s Murmur” ήταν έτοιμο και κυκλοφόρησε την επόμενη μέρα.
Το καινούριο άλμπουμ σηματοδοτεί μια αλλαγή στον ήχο σας σε σχέση με το προηγούμενο υλικό σας. Ήταν μια συνειδητή απόφαση ή κάτι που σας βγήκε τελείως φυσικά;
Will: Δε θα μπορούσαμε ποτέ να προβλέψουμε αυτό το δίσκο. Μέχρι τώρα, όλα τα Yellow Eyes albums ήταν τελείως δουλεμένα και γραμμένα σε demos πριν ηχογραφηθούν. Μέναμε πάντα στα όρια του black metal, χρησιμοποιώντας τους περιορισμούς του είδους σαν οδηγό για πρωτότυπες ιδέες. Συζητήσαμε κάποια στιγμή το ενδεχόμενο να κάνουμε κάτι πιο πειραματικό, αλλά υπήρχε μόνο σαν μια αόριστη ιδέα. Βασιζόμασταν πάντα σε ιντερλούδια ωστέ να μας βοηθήσουν να δημιουργήσουμε ατμόσφαιρα, οπότε ήταν φυσικό το να ακουμπήσουμε ακόμα περισσότερο σε αυτήν την ιδεα. Αυτός ο δίσκος δεν προέκυψε ηθελημένα, αλλά ήταν αποτέλεσμα μια ελεύθερης διαδικασίας.
Sam: Μέρος της απάντησης είναι ότι έχω ένα ακόμα project που ονομάζεται Pelted Shell που είναι παρόμοιο με το Master’s Murmur σε μερικά σημεία κλειδιά. Έχω ήδη “ταξιδέψει” σε τέτοια industrial μινιμαλιστικά ηχοτοπία για χρόνια. “Έσκαψα” λίγο περισσότερο σε αυτήν την τρύπα για κάποιες πτυχές αυτού του άλμπουμ.
Το Μaster’s Murmur είναι προπομπός μια δεύτερης κυκλοφορίας που θα έρθει το 2024. Θα είναι στο ίδιο ύφος; Τι μπορείτε να μας πείτε για αυτό;
Will: Δουλεύουμε πάνω στο δίσκο σχεδόν δύο χρόνια τώρα. Είναι γραμμένο κατά 80%. Είναι άλμπουμ “σύντροφος” στο Master’s Murmur, με την έννοια ότι κάποιες ιδέες ίσως να είναι παρόμοιες μεταξύ των δύο άλμπουμ, απλά θα παρουσιαστούν με διαφορετικό τρόπο. Για όσους παρευρεθούν στο live, θα πάρετε μια γεύση όταν παίξουμε το κομμάτι “Master’s Murmur” ζωντανά.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι έχετε παγιωθεί στο underground σαν μια μπάντα με μια σειρά εξαιρετικών κυκλοφοριών, δεν ανησυχείτε ότι ο νέος δίσκος μπορεί να ξενίσει κάποιους απ’ τους ακροατές σας;
Will: Δε θέλουμε να ξενίσουμε κανέναν, αλλά αν ανησυχούσαμε για αυτό, θα σταματούσαμε να γράφουμε μουσική.
Sam: Υπάρχουν πολλά που μπορούν να ειπωθούν για αυτό το θέμα. Κρατάμε τα κεφάλια μας χωρισμένα σε μέρη (σ.σ. “partitioned”) κατά τη δημιουργία ενός άλμπουμ. Νομίζω αυτός είναι ο τρόπος για να φτιάξεις κάτι νέο. Το ένα σου μισό προσπαθεί να τραβήξει τα όρια τόσο πολύ, που φτάνει πολύ κοντά στην απόλυτη ασυναρτησία. “Κατοικώ” σε αυτό το κομμάτι μου για το μεγαλύτερο μέρος της σύνθεσης και της ηχογράφησης. Μετά ξαφνικά, ζωντανεύει και το άλλο μισό και λέει ότι πρέπει να σκεφτούμε τι είδους μουσική είναι αυτή. Σκέφτηκα αρκετά αργότερα λοιπόν ότι κάποιοι άνθρωποι μπορεί να απογοητεύονταν. Αλλά δε με νοιάζει και πολύ. Δε θέλω σκόπιμα να ξενερώσω κανέναν, αλλά δε νομίζω ότι θα ενδιαφέραμε και πολύ κόσμο εξαρχής, αν είχαμε τα πάντα στο μυαλό μας σε κουτάκια. Για να πω την αλήθεια, ίσως και να μας αρέσει να “απογοητεύουμε” κόσμο, ίσως αυτό να είναι ένα από τα συστατικά μας.
Ποιες μπάντες υπήρξαν επιρροή για την τελευταία σας δουλειά; Και ποιεςυπήρξαν οι μπάντες που αποτέλεσαν έμπνευση για το αρχικό όραμα των Yellow Eyes στην αρχή της πορείας σας; Δώστε μας τρεις δίσκους που σχημάτισαν το Yellow Eyes ήχο.
Will: Δεν ήταν παρά μόνο όταν τελειώσαμε το δίσκο όταν κάτσαμε να σκεφτούμε με ποιες μπάντες έμοιαζε. Σε όλους μας αρέσουν μπάντες όπως οι Dead Can Dance, Coil και Current 93 και αντιληφθήκαμε ότι κομμάτια του δίσκου παίζει να είναι στο ίδιο πνεύμα. Στην αρχή της πορείας μας θέλαμε απλώς να παίζουμε black metal. Μεγάλωσα ακούγοντας όλους τους κλασικούς black metal δίσκους, αλλά όταν ήρθε η ώρα να γράψουμε δικό μας υλικό, δε μας ενδιέφερε να αναπαράγουμε κάποιο συγκεκριμένο ήχο και ελπίζω ότι το επιτύχαμε αυτό. Κοιτάζοντας πίσω στο 2010 όταν άρχισαν να σχηματίζονται οι ιδέες που θα αποτελούσαν το “Silence Threads the Evening’s Cloth”, νομίζω ο Sam κι εγώ ακούγαμε δίσκους όπως το “Ultima Thulee” των Blut Aus Nord ή το “Geist Ist Teufel” των Urfaust ή τους πρώτους Drudkh δίσκους.
Από την κυκλοφορία του πρώτου σας δίσκου, “Silence Threads the Evening Cloth”, το 2012, έχετε υπάρξει ιδιαίτερα δραστήριοι, δίνοντας ένα άλμπουμ ανά δύο χρόνια. Γιατί σας πήρε 4 χρόνια για την κυκλοφορία του τελευταίου σας δίσκου;
Will: H ζωή! Ο ένας από εμάς έκανε παιδί, άλλοι δύο μετακόμισαν σε σπίτια που χρειαζόντουσαν δουλειά. Επίσης έχουμε όλοι μας διάφορα ενεργά projects. Δε θέλουμε ποτέ να εκβιάσουμε τη δημιουργία μουσικής, όταν έρχεται, έρχεται.
Sam: Ναι, σκεφτόμουν αφελώς ότι θα έχω τη δυνατότητα να δουλεύω κατα τη διάρκεια των πρώτων δύσκολων χρόνων ενός παιδιού. Να το ξέρετε: αν θέλεις να γίνεις καλός πατέρας, η τέχνη σου θα δεχτεί πλήγμα τα πρώτα χρόνια αφού γεννηθεί το παιδί. Δεν έγινε κάτι όμως, περνάει. Είμαι πιο ευτυχισμένος τώρα.
Το artwork σας είναι ξεχωριστό και αρκετά αντιπροσωπευτικό του ηχητικού σας χαρακτήρα και της μουσικής σας κατεύθυνσης. Έχετε κάποια συγκεκριμένη φιλοσοφία πίσω από το οπτικό κομμάτι της τέχνης σας; Υπάρχει κάποια ιστορία πίσω από κάθε artwork;
Sam: Λίγο πριν την ηχογράφηση του Master’s Murmur, περπατούσα στην πόλη που μένω και πήρα ένα ταξιδιωτικό οδηγό της Ελλάδας σε μια υπαίθρια αγορά. Το βιβλίο ήταν ξεφτισμένο, της δεκαετίας του ‘60 και ταλαιπωρημένο. Γύρισα σε μια σελίδα του και είδα μια γυναίκα με ένα μαντήλι σαν κουκούλα να στέκεται σε ένα χωράφι με καπνά. Ήξερα κατευθείαν ότι θα είναι το εξώφυλλο μας. Γύρισα σπίτι και το κρέμασα στον τοίχο. Κάθε μία ώρα, με όλη τη μπάντα μαζί στο στούντιο μου, γύριζα και αναρωτιόμουν αν είμαστε αληθινοί απέναντι σε αυτήν την εικόνα. Αν η απάντηση ήταν όχι, έπρεπε να αλλάξουμε κατεύθυνση. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που δουλέψαμε με αυτόν τον τρόπο. Αλλά μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά ότι η Ελλάδα έχει ραφτεί στο “ύφασμα” αυτού του δίσκου.
Υπάρχει κάποιος συμβολισμός πίσω από αυτό; Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθεί η μπάντα για να διαλέξει το artwork κάθε δίσκου;
Sam: Μας άρεσε πάντα η τέχνη και είχαμε συγκεριμένη οπτική πάνω σε αυτό. Πολλά από αυτά που έχουμε δοκιμάσει κατά καιρούς δεν έχουν δουλέψει. Προσλάβαμε ταλαντούχους γραφίστες για να μας ζωγραφίσουν κάτι. Κάτι όμως δε μας κολλάει. Προσπαθήσαμε να βγάλουμε δικές μας φωτογραφίες. Επίσης δε δουλεύει. Κάτι όσον αφορά τον ήχο μας, πρέπει να βγει σαν σε κομμάτια και “μη ελκυστικό” οπτικά. Το πιο σημαντικό κομμάτι είναι ότι πρέπει να φαίνεται χωρίς όρια, κάπως.
Κοιτάζοντας πίσω σε μια αναδρομή στις κυκλοφορίες σας, τι θεωρείτε έχει αλλάξει ανά τα χρόνια από τον πρώτο σας δίσκο;
Will: Κατά μια έννοια όχι πολλά. Παραμένει μια DIY διαδικασία σχεδόν σε κάθε κομμάτι της δημιουργίας. 14 χρόνια μετά και ακόμα γράφουμε και ηχογραφούμε σχεδόν με τον ίδιο τρόπο. Μάλλον είμαστε καλύτεροι συνθέτες τώρα, έχουμε περισσότερη αυτοπεποίθηση στην προσέγγιση μας, αλλά παραμένουμε ανεπηρέαστοι από εξωτερικές επιρροές και έχουμε τη φωνή μας ακέραιη.
Η ηχογράφηση ηχοτοπίων είναι ένα σημαντικό κομμάτι της μουσικής σας και νομίζω ταιριάζουν απόλυτα στο συναισθηματικά ωμό black metal σας. Πώς σας ήρθε η ιδέα για αυτό;
Will: Ηχογραφούμε στο δάσος. Σε μια παλιά καμπίνα με πάτωμα που τρίζει και το τζάκι με τον ήχο των ξύλων που καίγονται. Οι ήχοι από ζώα και έντομα έξω, είναι συνεχείς. Βρίσκουμε τους εαυτούς μας να ηχογραφούν κατά τη διάρκεια των εποχών που αλλάζουν, με απρόβλεπτο καιρό, το νερό της βροχής να στάζει απ’ το ταβάνι και μετά το χιόνι, να φέρνει έξω την απόλυτη ησυχία. Ήταν φανερό ότι έπρεπε να δημιουργήσουμε μια μουσική ατμόσφαιρα κατάλληλη για το μέρος στο οποίο ηχογραφούσαμε. Αυτό αργότερα μας ενέπνευσε να κάνουμε ταξίδια για να αναζητήσουμε ήχους, απ’ τις ΗΠΑ μέχρι τη Σιβηρία. Ίσως ο επόμενος δίσκος να έχει ήχους από την Ελλάδα.
Sam: Προσπαθούμε να μην είμαστε προσκολλημένοι σε κάτι. Αν ο δίσκος χρειάζεται κάτι, το χρησιμοποιούμε, αν όχι, δεν το χρησιμοποιούμε. Κάθε φορά που ακούω καμπάνες σε κάποια ξένη πόλη, πρέπει να τις ηχογραφήσω. Δεν ξέρω γιατί. Και φαίνεται πάντα λειτουργούν, οπουδήποτε κι αν βάλω τις ηχογραφήσεις. Δεν ξέρω γιατί. Είναι σαν τις πρώτες σελίδες ενός μυθιστορήματος. Δείξε μου που είμαι!
Πώς ήταν η διαδικασία ηχογράφησης του Master’s Murmur; Ξέρω ότι είστε DIY μπάντα όσον αφορά τη διαδικασία του recording, αλλά μπορείτε να μας πείτε λίγο περισσότερα για το τι γίνεται όταν κλείσουν οι πόρτες και μαζεύεστε στο δωμάτιο ηχογράφησης;
Will: Και πάλι, αυτή ήταν μοναδική. Συνήθως αρχίζαμε με μια μικρή ιδέα στην κιθάρα και συλλογικά πρσθέταμε οτιδήποτε μας ερχόταν στο μυαλό. Ήταν εκστατική και ελεύθερη διαδικασία, ότι ιδέα είχε ο καθένας, είναι μέσα στο άλμπουμ.
Sam: Εγώ είμαι αυτός με το δάχτυλο στο κουμπί ηχογράφησης και μου αρέσει να είμαι ο “πράκτορας του χάος”, με την έννοια του παραγωγού. Μου αρέσει να λέω “Will, πιάσε την κιθάρα και παίζε ένα νέο riff ανά 30 δευτερόλεπτα. Δε μπορείς να αρνηθείς. Mike, πιάσε το μικρόφωνο και ούρλιαξε αυτό το στίχο”. Δεν υπάρχει τρόπος να κάνει κάποιος κάτι λάθος. Το κλίμα ήταν τόσο καλό σε αυτόν το δίσκο, που ότι ακουμπούσαμε δούλευε για πολλές μέρες στη σειρά. Οι μισοί ήχοι στο άλμπουμ είναι first takes. Σεβαστό μέρος του, αυτοσχεδιασμοί. Και κάποια μέρη είχαν τόσο “ζουμί”, που τα ηχογραφούσαμε ξανα και ξανά απλά γιατι διασκεδάζαμε με τη διαδικασία. Δε θέλω να φανώ συναισθηματικός, αλλά αν γίνει σωστά, η διαδικασία ηχογράφησης ενός δίσκου είναι κανονική παραγωγή ντοπαμίνης. Και κάποιες φορές μπορεί να είναι απαίσια. Αλλά δε θυμάμαι αυτά τα σημεία πολύ καλά.
Τι να περιμένουμε από εσάς στο live; Τι περιμένετε εσείς από το κοινό μιας χώρας που δεν έχετε επισκεφθεί ξανά;
Will: Θέλαμε να έρθουμε Ελλάδα, οπότε μας τιμάει το γεγονός θα έχουμε την ευκαιρία να παίξουμε. Είμαστε ενθουσιασμένοι που θα είμαστε στην Αθήνα και αν το κοινό έχει έστω και λίγο από τον ενθουσιασμό που θα μας δει όσο εμείς για το γεγονός ότι θα είμαστε εκεί, θα είναι ένα πολύ καλό show.
Παιδιά σας ευχαριστώ πολύ για την κουβέντα, ανυπομονώ να σας δω και να τα πούμε από κοντά την Τρίτη!
1563