WARREL DANE- Singing Neon Black

TRIBUTE

Η μουσική είναι μια από τις αναγκαίες πρώτες ύλες της ανθρώπινης ψυχικής υγείας και ειδικότερα κάποιοι εκπρόσωποι της έχουν την ευχέρεια να μας ακουμπούν πολυπλεύρως τόσο βαθιά.

Ο Warrel Dane, κατά κόσμον Warrel George Baker, άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο (που τόσο “πολέμησε” με τους στίχους του) στις 13 Δεκεμβρίου του 2017. Με την πορεία τους με τους Sanctuary και τους Nevermore αρχικά και εν συνεχεία με τον προσωπικό του δίσκο, “Praises to the War Machine” (ο δεύτερος ολοκληρώθηκε μετά θάνατον με τη βοήθεια δικών του ανθρώπων), κατάφερε να στιγματίσει τη metal μουσική όσο λίγοι. Τόσο η ιδιαίτερη λυρική φωνή του, τόσο και η δυνατοί του στίχοι τον κατέστησαν έναν εκ των πλέον αγαπητών του χώρου.

Εν όψει της βραδιάς φόρου τιμής των Bigus Dickus (+ guests) στο Remedy (ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ), μέλη της ομάδας τους rockway.gr γράφουν για τα αγαπημένα τραγούδια που άγγιξε η φωνή του.

ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΚΙΟΥΡΤΣΙΔΗΣ

We Disintegrate” (Nevermore, Dead Heart in a Dead World, 2000)
Από το “Dead Heart in a Dead World” LP του 2000, μια κομματάρα από έναν ανεπανάληπτο δίσκο. Proggressive δομή, βαρύτατο και καταπληκτικό ρεφρέν με τον Dane να παρουσιάζει την ευρύτατη ερμηνευτική του γκάμα. 10 με τόνο.

Moonrise (Through Mirrors Of Death)” (Nevermore, The Obsidian Conspiracy, 2010)
Από το επίσης φοβερό κύκνειο άσμα του Dane (όπως και των Nevermore) “The Obsidian Conspiracy”. Άμεσο straight in the face heavy metal, ρυθμικά πολυποίκιλο και για άλλη μια φορά με εξωπραγματικό chorus από το λαρύγγι του εκλιπόντος. Υπόκλισις και σεβασμός.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΣΕΛΟΣ

Believe in Nothing” (Nevermore, Dead Heart in a Dead World, 2000)
“Nothing is sacred when no one is saved
Nothing’s forever so count your days
Nothing is final and no one is real
Pray for tomorrow and find your empty still”

O Warrel για μια ακόμη φορά μας δίνει την ευκαιρία να ταυτιστούμε με τις ανησυχίες του. Σε έναν κόσμο όπου όλες οι αρχές, οι ιδεολογίες, οι θρησκείες καταρρέουν και μοιάζουν απλά μια καλή δικαιολογία για να σε κρατούν στάσιμο. Το κομμάτι από το πρώτο κιόλας κουπλέ ξεκινάει με μια τεράστια απορία που ταλανίζει και μέναν τον ίδιο πολλές δεκαετίες ήδη “Can’t we make them leave the hate behind”. Για όσους συνεχίζουν να μην πιστεύουν σε τίποτα, ο “ποιητής” άφησε μια μεγάλη κληρονομιά, σε μια από τις ισχυρότερες ερμηνείες του, σε ένα από τα δυναμικότερα ρεφρέν των Nevermore.
And I still believe in nothing…

Inside Four Walls” (Nevermore, Dead Heart in a Dead World, 2000) Ένας ύμνος κατά της αδικίας, κατά του αισχρού σωφρονιστικού συστήματος, μία μπάλα κατεδάφισης που θα γκρέμιζε εύκολα κάθε μάντρα “φυλακής”.

“Inside four walls I live my life, doesn’t matter what I’ve done
The governement’s always right
They tell us what to be they tell us what to believe
They’re wrong my friend is gone”

Μέσα από εμπειρία του στενού φιλικού του κύκλου, ο Warrel στηλιτεύει τα κακώς κείμενα της αμερικανικής δικαιοσύνης και επιτίθεται ξεκάθαρα στις εκάστοτε κυβερνήσεις και πολιτικούς.
Κάθε φορά που νιώθω “παγιδευμένος”, οι στίχοι του τραγουδιού έρχονται στο μυαλό μου και ευθύς δεν είμαι μόνος μου στο αγώνα έναντι στο άδικο, έναντι στην έλλειψη ανθρωπιάς.

ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΕΪΜΑΝΑΒΗΣ

No More Will” (Nevermore, Dreaming Neon Black, 1999)

Λίγο πριν ρίξει αυλαία το magnum opus των Nevermore, αφότου το δράμα έχει κορυφωθεί, έρχεται το “No More Will” να ισοπεδώσει ό,τι μπορεί να είχε μείνει όρθιο κατά τη διαδρομή αυτοκαταστροφικής κάθαρσης που έχει διανύσει ο ήρωας του concept. Τα αρπίσματα που κεντάει ο Loomis στην κλασική κιθάρα μάς εισάγουν με γλυκόπικρο ύφος σε μια σύνθεση απόλυτης παράδοσης στο μηδέν και συμφιλίωσης με το κενό. “No more hope inside, my life means nothing anyway”: Ο Dane ξεκινάει να ψάλλει λυγμικά το τέλος της διάθεσης για ζωή, όταν έχει χαθεί ανεπανόρθωτα ό,τι της έδινε νόημα, όταν τα μαύρα ύδατα του «ύπνου δίχως ξύπνημα» έχουν παρασύρει ανεπιστρεπτί τη δική του Οφηλία. Οι ηλεκτρικές κιθάρες των Loomis-Calvert κάνουν την εμφάνισή του διακριτικά, προτού πυροδοτήσουν την έκρηξη που έχτιζε αργά το εισαγωγικό μέρος του “No More Will”, εκτελώντας ένα μεγαλειώδες αποδομημένο thrash riff που εμβολίζεται από μια US power νοοτροπία. Ο όγκος του μπάσου του Jim Sheppard επιτείνει το σφίξιμο στο στομάχι που προκαλεί ο θρήνος, ενώ τα δεξιοτεχνικά τύμπανα του Van Williams (πόσο υποτιμημένος drummer!) στήνουν ένα tempo που κάνει τα σώματα να «χορεύουν» σαν σπασμένα. “Feed me from the heart of your denial”: Στη συνέχεια, ο Warrel “The Lover Gone Insane” Dane συμπτύσσει σε ένα κουπλέ, μια γέφυρα και ένα ρεφρέν σχεδόν όλο το ερμηνευτικό φάσμα με το οποίο προίκισε ολόκληρο το απόλυτο album που λέγεται “Dreaming Neon Black”. Είναι απλά ανατριχιαστικός ως ο poète décadent που ύμνησε με τολμηρή ειλικρίνεια μια σκληρή αλήθεια: υπάρχει τρομακτική εγγύτητα ανάμεσα στην αληθινή αγάπη και τον ολοκληρωτικό όλεθρο. “Turn and face the mirror, the answers come clear as glass”: Το κιθαριστικό solo του Loomis στη μέση της σύνθεσης είναι ένα εκτυφλωτικά λαμπερό υπόδειγμα του παντρέματος της υψηλής τεχνικής με την οξυδερκή μουσική αντίληψη και την πηγαία έμπνευση. Κάθε νότα τρυπάει και καίει· κάθε φράση χαράσσεται ανεξίτηλα στην ψυχή. “I still feel you now, you are the falling rain”: Ο κύκλος κλείνει με τον Dane να επαναφέρει την αρχική φωνητική μελωδία. Το αντικείμενο του έρωτά του χάνεται στον βυθό της ανυπαρξίας· ο βάρδος αφήνεται να πέσει στο βάραθρο του μη όντος.

Silent Hedges / Double Dare” (Nevermore, In Memory EP, 1996)

Δεν είναι δα και κανένα μυστικό ότι οι Nevermore συγκαταλέγονται στα λίγα συγκροτήματα που δικαίωσαν το περιεχόμενο της λέξης «διασκευή», σε αντίθεση με άλλες μπάντες που ακολουθούν την προσέγγιση της πιστής στο πρωτότυπο επανεκτέλεσης. Τρανά παραδείγματα, το “Love Bites” των Judas Priest και το “Sound of Silence” των Simon & Garfunkel, με το δεύτερο να έχει προσαρμοστεί σε μια πρωτότυπη, οριακά death metal σύνθεση. Η δική τους εκδοχή των δύο τραγουδιών των Bauhaus, που συμπεριλήφθηκαν ως medley στο EP “In Memory”, ήταν η πολύ πρώτη, έμμεση επαφή μου με τη μουσική των post punk/goth rock στυλοβατών. Και με συγκλόνισε! Άργησα πολύ να ακούσω τις original συνθέσεις και το μυαλό μου «διάβαζε» το “Silent Hedges/Double Dare” σαν γνήσιο τραγούδι των Nevermore, δίχως να εντοπίζει το παραμικρό που να ξενίζει. Τόσο δικά τους έκαναν αυτά τα δύο tracks. Όταν τα άκουσα από Bauhaus, εντυπωσιάστηκα ακόμα παραπάνω από αυτό που είχαν καταφέρει οι Nevermore. Το goth στοιχείο δένει πολύ αρμονικά με την έτσι κι αλλιώς πλούσια ηχητική ταυτότητα των Nevermore, πράγμα που αποτυπώθηκε εξόχως λίγα χρόνια αργότερα, όταν βγήκε το “Dreaming Neon Black”. Η επιμεταλλωμένη ενορχήστρωση του EP είναι ιδιοφυώς στημένη και η ένωση των τραγουδιών είναι ομαλότατη και αψεγάδιαστη. Το μεγαλύτερο βάρος, βέβαια, πέφτει στη συνταρακτική ερμηνεία του Warrel Dane, ο οποίος ήδη από την εποχή των Sanctuary είχε δείξει ότι είναι χαρισματικός τραγουδιστής, αλλά μόνο κατά την περίοδο των Nevermore ξεδίπλωσε πλήρως την αχανή εκφραστική του γκάμα. Θα μπορούσα να γράψω κεφάλαια ολόκληρα για αυτά που μπορούσε να κάνει αυτός ο άνθρωπος, αλλά δεν είναι της ώρας. Θυμάστε πώς αισθανθήκατε την πρώτη φορά που τρανταχτήκατε από την κραυγή “I dare you to be real”, λίγο πριν ακουστεί ένα από τα πιο ψυχικά ασταθή γέλια που ηχογραφήθηκαν ποτέ;

ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΣ

Dreaming Neon Black” (Nevermore, Dreaming Neon Black, 1999)
16 χρονών πιτσιρίκος, αποφασίζει διαβάζοντας τον τότε μουσικό τύπο της εποχής με τις αποθεωτικές κριτικές του και μην έχοντας καμία πρότερη επαφή με το θηρίο που λεγόταν Nevermore, να τσεκάρει το Dreaming Neon Black στο τοπικό δισκάδικο που μας έκανε τη χάρη και μας άνοιγε προσεκτικά τα cd από την πίσω πλευρά για να μη σκίσει την ταινία γνησιότητας. Για κάποιο λόγο πάει κατευθείαν στο ομώνυμο και σαν γνωστός sucker για μια όμορφη μπαλάντα και μια ακόμα πιο όμορφη μελωδία, πέφτει μετά από μόλις 23 δευτερόλεπτα ακρόασης. Αυτό ήταν, η αγορά έγινε και αυτό που ακολούθησε μπορεί να περιγραφεί μόνο σαν οργασμός για τα αυτιά και ατελείωτος οδυρμός για την ψυχή. Το ντουέτο με την Christine Rhoades στο τέλος του κομματιού, είναι από τα καλύτερα ντουέτα που έχω ακούσει στη μουσική αυτή.

Forever” (Nevermore, Dreaming Neon Black, 1999)
Και αφού έγινε ένα πέρασμα από το Deconstruction για να μάθει ο μικρός Κωστάκης τι σημαίνει riff εκεί στο 1:47, κατέληξα στο τέλος και μετά από 60 περίπου λεπτά στο Forever οπού περίμενα ότι ο θρήνος του τέρατος που ονομάζεται Warrel Dane, θα έφτανε στο τέλος του. Όχι όμως. Απ’ ότι φαίνεται ο θρήνος και ο οδυρμός είναι παντοτινά, μαθαίνουμε να ζούμε με αυτά και αν τα καταφέρουμε, να τα κάνουμε καύσιμο για την ψυχή. Ότι δηλαδή έκανε μια από τις μεγαλύτερες, χαρακτηριστικότερες κι εκφραστικότερες φωνές του μέταλ από το ‘90 και μετά και ένας άνθρωπος για τον οποίο η έκφραση “Ουδείς αναντικατάστατος” δεν ίnevermore Bornσχυσε ποτέ. Όχι μόνο για τη μπάντα του. Για τη μουσική γενικότερα.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

To “Politics of Ecstasy” ήταν η πρώτη μου επαφή με τους Nevermore και από τότε όσο και αν έχω ακούσει ή παραδεχτεί άλλους δίσκους τους, παραμένει σταθερά ο αγαπημένος μου. Αν και έχουν περάσει πάνω από 20 χρόνια, θυμάμαι ακριβώς και πως προέκυψε η επαφή μου μαζί του. Ένα συμφοιτητής μου είπε την αμίμητη ατάκα: “To Politics of Ecstasy φίλε μου είναι η προσπάθεια των Nevermore να γράψουν progressive metal…δεν μου το βγάζεις από το μυαλό” και για να μου το αποδείξει μου έβαλε να ακούσω το τελευταίο κομμάτι του δίσκου: “The Learning”.
Ολόκληρος ο δίσκος είναι εμπνευσμένος από το βιβλίο του Timothy Leary: “Η πολιτική της έκστασης”. Ο ψυχολόγος Timothy Leary, φανατικός υπέρμαχος της ψυχεδέλειας, στο βιβλίο αυτό αναλύει τα αποτελέσματα της έρευνας του πάνω στα επίπεδα συνείδησης του ανθρώπινου εγκεφάλου μετά από μια ψυχεδελική εμπειρία. Επίπεδα τα οποία φτάνουν μέχρι το σημείο να απαντήσουν ζητήματα όπως η θρησκεία, η εξουσία αλλά και τον λόγο της ανθρώπινης ύπαρξης. Όλα αυτά αποτέλεσαν ένα θαυμάσιο καμβά για τους Nevermore και κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα αριστούργημα.

The Seven Tongues of God” (Nevermore, Dreaming Neon Black, 1999):
Τα κομμάτια που ξεχώρισα από τον δίσκο είναι το “The Seven Tongues of God” και το “The Learning”. H αρχή και το τέλος του δίσκου. Το “The Seven Tongues of God” είναι ευθύ και σχεδόν απόλυτο. Δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει σε κανένα του σημείο και ξεδιπλώνει την μαγεία μέσα από την απλότητα (πάντα συγκριτικά με το τι έχουμε ακούσει από τους Nevermore). Ο Warel δίνει την αίσθηση ότι το τραγουδάει με μια ανάσα και κατά την γνώμη μου είναι το πιο πολιτικοποιημένο κομμάτι των Nevermore, με την ευρεία έννοια της πολιτικοποίησης βέβαια.

Every man will ask the questions, and every man will suffer blame and loss
Every day you die a little, understand the change
And choose your path without disdain
The seven tongues of god are in my mind, they speak to me in ancient DNA design

The Learning” (Nevermore, Dreaming Neon Black, 1999): To “The Learning” κλιμακώνεται ομοιόμορφα και ρέει σαν νερό.
I am conscious antithesis of flesh
In genetic, algorithmic thought I surge
Searching the waves of memory I enact the sequence
I follow the plan, tripping the hammer again

Το “Politics of Ecstasy” κλείνει με το επικό “The Learning” στο οποίο o Van Williams δίνει σεμινάρια metal drumming, για το πως ένας drummer αφήνει τις μελωδίες να εξελιχθούν αλλά και πως μπορείς να εισάγεις την έννοια του “θέματος” (riff) στα drums. O συμφοιτητής μου που ανέφερα παραπάνω είχε απόλυτο δίκιο στο γεγονός ότι οι Nevermore κάνουν progressive, γιατί είναι προοδευτικότατο, αλλά δεν έπρεπε να χρησιμοποιήσει την λέξη “προσπάθεια”. To “The Learning” κλιμακώνεται ομοιόμορφα και ρέει σαν νερό.

I am conscious antithesis of flesh
In genetic, algorithmic thought I surge
Searching the waves of memory I enact the sequence
I follow the plan, tripping the hammer again

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΛΙΝΗΣ

Let you down/Brother” (Warrel Dane, Praises to the War Machine, 2008)

Τη στιγμή που θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές, θα έχετε χορτάσει όμορφα λόγια για τον Warrel Dane. Οπότε, για να μην σας κουράσω, θα γράψω για τις αδυναμίες του, οι οποίες απογυμνώνονται στο solo άλμπουμ του, Praises to the War Machine. Ο Warrel ήταν προφανώς ένας άνθρωπος με πάθη, με βαθιά προσωπικά προβλήματα και εθισμούς, διακινδυνεύω να τον χαρακτηρίσω ως και αυτοκαταστροφικό.
Το ταλέντο του δεν ήταν αρκετό να τον κρατήσει σε έναν βιώσιμο δρόμο και να μας συντροφεύει ως και σήμερα, με την υπέροχα συναισθηματική φωνή του. Όταν αποφάσισε να πορευτεί μόνος του, μακριά από την πολυπλοκότητα των Nevermore, μας θύμισε γιατί τον αγαπήσαμε εξαρχής.

Αγάπησα παράφορα αυτόν το δίσκο, όχι γιατί ήταν ο καλύτερος του, αλλά γιατί ένιωσα ότι μου μιλάει, μου εξομολογείται τη ζωή του. Με δεδομένο το θάνατο του, όλο αυτό πήρε χαρακτήρα τελευταίου χαιρετισμού, ένιωθα ότι ήθελε να πει κάποια πράγματα πριν φύγει, σαν να ήξερε ότι οι μέρες του είναι μετρημένες.

“There were times when I was feeling down and I was on the edge”.
“Useless faith and numbered days/The end is near, we’re all insane”.
“Slowly fading we lose control/Slowly decaying, losing all”.

Πραγματικά θα μπορούσα να διαλέξω οποιοδήποτε τραγούδι και τα υπόλοιπα λόγια μου θα ταίριαζαν, αλλά ειδικά στο Let you down και στο Brother, ο Warrel παίρνει όλο το χώρο που του έλειπε από τους δίσκους των Nevermore για να εκφράσει την μαύρη του ψυχή. Απόμακρος, παραιτημένος και ακραία πεσιμιστής, τραγουδάει τον χαμό του.

Λιτές συνθέσεις, σπαρακτικές, χτυπούν ακριβώς στο στόχο, δηλαδή την καρδιά του ακροατή, ο οποίος θέλει να πάρει μια μεγάλη αγκαλιά τον Dane και να του πει ότι όλα θα πάνε καλά, ακόμη και αν ξέρει ότι λέει ψέματα. Ο λόγος που αγάπησα τους Nevermore ήταν ότι στα πρώτα τους βήματα, η μουσική ακολουθούσε το σπαραγμό του Warrel.

Σε αυτόν τον δίσκο, το ένιωσα ξανά, αυτό το συναίσθημα, μόνο που αυτή τη φορά όλα ήταν βουτηγμένα στην απόγνωση και ο Warrel αποκαμωμένος, ακόμη και στη διασκευή να κουράζεται να ουρλιάζει…

I don’t feel, anymore.
If I could play god,
I’d swim through your blood and kill the cancer in you,
My brother.

ΝΙΚΟΣ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Garden of Grey” (Nevermore, Nevermore, 1995)

Ο πρώτος δίσκος των nevermore, με έτος κυκλοφορίας το 1995, ήταν ουσιαστικά η εξέλιξη των Sanctuary κάτι που φαίνεται στα περισσότερα κομμάτια και ιδιαίτερα στο Garden of Gray. Λατρεμένο ως έφηβος μαζί με το “What tomorrow knows”, με τον Warrel να βγάζει την ψυχή του στο μικρόφωνο και να βάζει στη γωνία τους τραγουδιστές που θαύμαζα πριν γνωρίσω τη μουσική των Nevermore. Όταν το 2008, δηλαδή πάνω από 10ετια που είχε κυκλοφορήσει ο δίσκος, μία παρέα εφήβων το ανακαλύπτει και κάνει headbanging με τις riffάρες του Loomis ενώ στα καπάκια έπαιζε το τότε φρέσκο “Black crown on the tombstone” των Satyricon και ο πανικός συνεχιζόταν, φανερώνεται η διαχρονικότητα του και η ξεχωριστή σημασία που έχουν τα τραγούδια και οι πάντα ιδιαίτεροι στίχοι του Warrel για κάθε γενιά.

Born” (Nevermore, This Godless Endeavor, 2005)

Πολλοί από τους στίχους του Warrel έχουν πολιτική χροιά και το Born είναι ένα από αυτά που σχολιάζει τη θρησκεία και την τυφλή πίστη σε αυτή, κάτι που κάνει τους ανθρώπους άβουλους. Οι λέξεις που χρησιμοποιούσε συχνά μας έκαναν να είμαστε με ένα λεξικό στο χέρι και να ανακαλύπτουμε με θαυμασμό τα κρυφά νοήματα ή απλά τις δικές μας ερμηνείες. Το συγκεκριμένο κομμάτι όμως επιλέχθηκε γιατί αντικατοπτρίζει ακριβώς στο μυαλό μου το τι έγινε στην τελευταία συναυλία των Nevermore στο Fuzz το 2010. Στημένοι από τις 11 το πρωί, έτοιμοι για κάγκελο, μπήκαμε σε ένα ασφυκτικά γεμάτο χώρο και ζήσαμε μια από τις καλύτερες συναυλίες της ζωής μας. Ο Warrel σε τρελά κέφια να ανεβάζει συνεχώς κόσμο πάνω στη σκηνή και το croudsurfing να δίνει και να παίρνει. Στο Born ήρθε και η σειρά μου, όπου και τραγουδήσαμε μαζί με τον Warrel το ρεφρέν και βούτηξα τρελαμένος στο κοινό. Μετά το κλείσιμο της συναυλίας στραγγίξαμε κυριολεκτικά τα μπλουζάκια μας, μαζέψαμε τα σαγόνια μας και δυστυχώς δεν απολαύσαμε ξανά αυτό το τεράστιο συγκρότημα επί ελληνικού εδάφους.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΗΡΗΣ

Το κεφάλαιο Nevermore για μένα είναι ένα από τα λίγα κεφάλαια της μουσικής “ζωής” μου που μπορώ να μιλάω για ώρες. Το “artistic” δίδυμο Dane και Loomis με συντροφεύει πάνω από 18 χρόνια της ζωής μου, ο ένας με τη στιχουργική/τραγουδιστική του ιδιοφυΐα και ο άλλος με τη μουσική του αρτιότητα. Εδώ απλά να εξομολογηθώ ότι τουλάχιστον για εμένα, ήταν η μπάντα που με μεγάλωσε. Τα πάντα ξεκίνησαν, από μια τυχαιότητα ενός ανοιξιάτικου πρωινού, που έκανα μια αθώα κοπάνα να αγοράσω CD και κατέληξαν να με διαμορφώσουν σε έναν τεράστιο βαθμό, το μόνο που χρειάστηκε, ήταν η εφηβική μου περιέργεια, για μια αποσυντεθειμένη, κρεμασμένη ανάποδα μορφή σε ένα μπλε φόντο. Έτσι γνώρισα κάποιους από τους “πνευματικούς” πατέρες μου.

The River Dragon Has Come” (Nevermore, Dead Heart in a Dead World, 2000)
Η επιλογή δεν ήταν καθόλα τυχαία, δεν είναι μόνο το αγαπημένο μου τραγούδι Nevermore, από τον αγαπημένο μου και πρώτο δίσκο τους που άκουσα, αλλά και με μια τραγική “τυχαιότητα” το κάνει πραγματικά επίκαιρο… Έχουμε μια ήπια αρχή που δεν προμηνύει για τίποτα καλό, μια αρχή ηρεμίας-πριν την καταιγίδα και στην αρχή της καταιγίδας είναι που μπαίνουν καταιγιστικά τα drums του Van Williams και η στοιχιωτική φωνή του Dane. Τα riffs του Loomis συνθέτουν ένα μουσικό μεγαθήριο, το οποίο είναι ισάξιο με το θηρίο, που το ίδιο πανέξυπνα οπτικοποιούν οι στίχοι του Dane. Το θηρίο εδώ είναι η ίδια η φύση με τη μορφή των πλημμυρών, που καταστρέφει, ενώ η εξουσία αδυνατεί/αμελεί να προστατέψει τις ψυχές των απλών ανθρώπων. Ο δεύτερος στίχος του τραγουδιού είναι ενδεικτικός “Architects and fools, never cared for poor man’s blood”. Η ιστορία είναι λίγο πιο μεγάλη για να αναλυθεί σε ένα μικρό κείμενο (διάβαστε για το Three Gorges Dam και τις πλημμύρες της Κίνας!). Ο Warrel Dane τόσο μέσω των στίχων του, όσο και της αλάνθαστα στοιχειωτικής του ερμηνείας, μας μεταφέρει μπροστά στην ανθρώπινη ματαιότητα, του να τιθασεύσεις τη φύση που προέρχεται από την εξουσιαστική αμέλεια, σας θυμίζει κάτι;

My Acid Words” (Nevermore, This Godless Endeavor, 2005)
Ω! Πάμε σε ένα ακόμη άσμα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, αυτό το τραγούδι θα έπρεπε να ήταν το κύκνειο άσμα του Warrel Dane και για μένα το πιο προσωπικό του. Αρχίζουμε με μία υπερμαεστρία κιθάρας του Loomis και την ύπερ-κλασσική δραματική ερμηνεία του Dane να μας διηγούνται στο προσωπικό τους στιλ, ότι “θάνατος και βάσανα είναι δίπλα μας αλλά κανένας δεν νοιάζεται”. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας εκπλήρωσε όλα του τα θέλω, αλλά βλέπει τη ματαιότητα, μπροστά του. Έναν κόσμο που συνεχόμενα αιμορραγεί, έναν κόσμο που βρίσκεται σε έναν διαρκή καρκίνο (συγχωρέστε με, για την έκφραση). “Nothing brings peace of mind, I leave nothing behind , if my words left unheard”, ο ίδιος ο πρωταγωνιστής ανησυχεί ότι εντέλει άμα δεν αφήσει μία κληρονομιά πίσω, η ίδια του η ύπαρξη θα είναι μάταιη. Και το προφανές άμα δεν μάθουμε ο ένας από τον άλλον, είμαστε καταδικασμένοι να επαναλάβουμε τα λάθη μας. Ένα τραγούδι που έβγαλε όλες τις υπαρξιακές φοβίες των Nevermore και κυρίως του Dane , κατά τα άλλα ένα άψογο συνθετικά και εκτελεστικά έπος, ίσως στον καλύτερο δίσκο που έβγαλαν. Το μήνυμα του “My Acid Words” παραμένει επίκαιρο σε έναν κόσμο οργανωμένης σαπίλας…

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ

Die For My Sins” (Sanctuary, Refuge Denied, 1988)
Στο σπουδαίο έτος του 1988 για το metal, η θρυλική φωνή του Warrel Dane συστήνεται στο κοινό με το ντεμπούτο album “Refuge Denied” των Sanctuary. Η επιτομή του αμερικάνικου power metal ήχου βρίσκεται στο “Die For Sins”, ένα εκρηκτικό κομμάτι όπου το θρυλικό riff του συνοδεύει μια λυσσασμένη ερμηνεία στα κόκκινα. Δύναμη, ένταση και πάθος από έναν τραγουδιστή που παρουσιάζεται έτοιμος να αφήσει εποχή.

Eden Lies Obscured” (Sanctuary, “Into The Mirror Black” 1990)
Στην αυγή των 90’s, οι Sanctuary με το δεύτερο album “Into The Mirror Black” παρουσιάζουν ένα πιο ώριμο πρόσωπο. Οι ταχύτητες και οι εντάσεις έχουν δώσει τη θέση τους σε ένα πιο μεστό αλλά και πολύπλοκο ύφος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σύνθεση “Eden Lies Obscured”, όπου ο Warrel Dane δίνει μια θεατρική ερμηνεία για σεμινάριο, με εύρος που καλύπτει κάθε ανθρώπινο συναίσθημα. Ζει την κάθε λέξη που εκφέρει με όλη του την ύπαρξη.

777