VED BUENS ENDE

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Είθισται να λέγεται πως “Αν ξέρεις το όνομα του μπασίστα ενός συγκροτήματος, τότε είναι πραγματικά ένα πετυχημένο σχήμα”. Πέραν αυτού του (καλοπροαίρετου, ελπίζω) αστεϊσμού για τους φίλους που κρατάνε την αρμονία στη σύνθεση (“Τί εννοείς όταν λες ότι το μπάσο δεν είναι μία απλοποιημένη κιθάρα;”), νομίζω ότι καταδεικνύει τη μισή αξία του rhythm section. Το άλλο μισό είναι στα τύμπανα. Και ενώ ο ρυθμός, ο οποίος είναι και συνήθως κατεξοχήν δικιά τους ευθύνη και το πιο εύκολο μέρος της σύνθεσης με το οποίο να ταυτιστεί κανείς, πρωτόγονο καθώς είναι, εκεί πλέον ξεχωρίζει μία σύμπραξη μουσικών (οι μελωδίες και η συμμετοχή τους θα γίνουν θέμα ειδικής μνείας, παρακάτω -αγαπημένη εξάχορδη δε σε ξέχασα!).

Όταν λοιπόν και η ταυτότητα των κρουστών εντυπώνεται στη συνείδησή σου σαν κάτι ξεχωριστό, αλλά συνάμα και απόλυτα ενσωματωμένο στο σύνολο, τότε πλέον μπορείς να είσαι σίγουρος, με όσο το δυνατό πιο αντικειμενικά κριτήρια, πως πρόκειται για ένα σχήμα με δυναμικό ιστορικής υπόστασης. Ιδίως στην περίπτωση των Ved Buens Ende, οι οποίοι, παρά το (φαινομενικά) ελάχιστο παραγωγικό τους εκτόπισμα, κατάφεραν με ένα demo, ένα LP και ένα EP (μετά τη διάλυσή τους το τελευταίο), να ξεπεράσουν τη θνητότητα και τη βραχύβιά τους σύμπραξη και να καταφέρουν να επηρεάσουν ευρέως το φάσμα του “ακραίου” ήχου.

Κάπου εκεί, λοιπόν, στο 1993, οι Carl-Michael Eide (κατά κόσμον Czral) και Yusaf “Vicotnik” Parvés, σε αρκετά μικρή ηλικία (ο Vicotnik ήταν ακόμα στο σχολείο), ξεκίνησαν τις μεταμεσονύχτιες πρόβες και τις συζητήσεις για την απώλεια, οι οποίες μετουσιώνονταν σταδιακά στο avant-garde αμάλγαμα του πρώτου demo “Those Who Caress The Pale”. Ο ερχομός του Hugh “Skoll” Mingay εμπλούτισε το χαοτικό ηχητικό αποτέλεσμα, του οποίου η συμβολή ήταν καθοριστική στο να απενταχτεί από τα πλαίσια του αυστηρού black metal.

Δύο από τα κομμάτια αυτού του demo βρήκαν το δρόμο τους στο “Written In Waters”, δύο χρόνια αργότερα (“Carrier Of Wounds” και “You, That May Wither”). Ήταν ήδη όμως αισθητή η μοναδική ατμόσφαιρα που θα ακολουθούσαν στην επόμενη και τελευταία τους κυκλοφορία. Άτονες ή και παρανοϊκά αρμονικές συνθέσεις, το “καυστικό λαρύγγι” και οι σιδηροδρομικές μελωδίες του Vicotnik, τα εντελώς παράλογα γεμίσματα ανάμεσα στα “blast-ίδια” από τον Czral, και φυσικά, το σχεδόν σολιστικό μπάσο (στο “Written In Waters” ακόμα περισσότερο) του Skoll συντέλεσαν σε ένα τελείως επαναστατικό (ακόμα και για σήμερα) αποτέλεσμα, το οποίο προκαλεί μία παράδοξα, ευφορική ακρόαση, ακόμα και με τη δεδομένη τραχύτητα μιας demo κυκλοφορίας.

https://vedbuensende.bandcamp.com/track/those-who-caress-the-pale

Όπως και στην περίπτωση των Fear Factory, η συνύπαρξη των βορβορωδών (βόρβορος και ωδή, όχι το επίθετο «βορβορώδης») του Vicotnik και του Czral με τις καθαρές άτονες απαγγελίες στα φωνητικά (με περισσότερο ποιητικό και απόκοσμο χαρακτήρα από την αγνή τσαντίλα του Burton C. Bell) έδωσαν το βήμα για να ενσωματώσουν και άλλα σχήματα του “ακραίου” ήχου (βλέπε Opeth και Enslaved), πλέον ως σχεδόν προαπαιτούμενο μη παραμορφωμένα φωνητικά.

Δύο χρόνια αργότερα, έχοντας “λειάνει” τις μη απαραίτητες αιχμές και με περισσότερη αυτοπεποίθηση, οι Ved Buens Ende αφήνουν τις “εξωμεταλλικές” (έγινα ένας από αυτούς) τους ανησυχίες να περιχαρακώσουν τον παχύρρευστο, σκοτεινό πυρήνα τους και να αφήσουν λίγο από το φως να αναδείξει πραγματικά τι βρίσκεται στην άκρη του προσωπικού τους ουρανίου τόξου. Σαν μία άλλη Bifröst, η μουσική που συνθέτουν λειτουργεί ως γέφυρα για τον υπερβατικό κόσμο που βρίσκεται μέσα στο συνθετικό τους νου και την φυσική μας υπόσταση, παραδίδοντας το αριστουργηματικό “Written In Waters”.

Χρησιμοποιώντας, χωρίς υπερβολές, μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο των 57:08, ξεκινούν ένα ταξίδι το οποίο ανταποκρίνεται πλήρως στον τίτλο του άλμπουμ, μονίμως σε κίνηση, η οποία δεν παύει ακόμα και μετά τη λήξη της μουσικής και των κρυπτικών απαγγελιών. Παρά την εμφανή ματαιότητα, η επικρατούσα πρόταση είναι να ξεπεράσει ο δέκτης του μηνύματος τη φθαρτή φύση του και τα επιβληθέντα, συστημικά κωλύματα. Μέσα από τη στιχουργία του Czral, ο Vicotnik εξωτερικεύει την υποσυνείδητη φύση του, ενώ τα τύμπανα με τα κύμβαλα βρίσκονται σε συνεχή συνομιλία, με το μπάσο να είναι ο διάμεσος όσο και ο διερμηνέας για το κοινό.

Με φανερά ελαττωμένη συμβολή των κραυγών του Vicotnik, οι Ved Buens Ende επιδίδονται σε μία πιο ελεύθερη, συνθετικά, κατεύθυνση, κρατώντας τα καταιγιστικά και αμιγώς black metal μέρη ως κορύφωση της πολυεπίπεδης δομής της ατμόσφαιρας των κομματιών και επενδύουν περισσότερο στις αδιέξοδες αρμονίες και τις ρυθμικές ακροβασίες, γυρνώντας όμως την κατάλληλη στιγμή πίσω στον ιλιγγιώδη ορθολογισμό και καταποντισμό του μεταλλικού ξεσπάσματος.

Ειδικά σε αυτό το άλμπουμ, η συμμετοχή του Skoll είναι καταλυτική, σαν την παντογνώστρια ψυχή, προσδίδοντας την απαραίτητη ισορροπία ανάμεσα στις μελωδορυθμικές ακροβασίες που επικρατούν, αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά πως αν έχεις στιβαρά θεμέλια, μπορείς από πάνω να επιδοθείς σε κάθε λογής μανιακή (αριστοτεχνική, στην περίπτωση των Νορβηγών) δόμηση του απαυγάσματος του εσωτέρου εαυτού. Το ότι όλο αυτό το φαινομενικά “ετοιμόρροπο” αποτέλεσμα στέκεται όρθιο τα τελευταία εικοσιπέντε (25) χρόνια, είναι ένα ακόμα τεκμήριο της ιδιοφυΐας των τριών αυτών μουσικών.

Όλα αυτά όμως κράτησαν μόλις δύο χρόνια, αφού το 1997 το συγκρότημα διαλύθηκε, μιας και το καθένα από τα τρία μέλη είχε να ακολουθήσει το δικό του δημιουργικό κάλεσμα. Από αυτήν όμως τη διάσπαση προέκυψαν δύο εξαιρετικά “πνευματικά τέκνα”, αυτό των Virus του Czral και των Dödheimsgard του Vicotnik, μοιράζοντας την κληρονομιά των Ved Buens Ende στη μέση, με την πιο ακραία πλευρά να “βρίσκει σπίτι” στο σχήμα του Vicotnik και τον ατμοσφαιρικό, σκιόφωτο χαρακτήρα να ακολουθεί τον Czral (αν και ο Czral συνέχισε να δημιουργεί σχήματα για άλλες ανησυχίες του, όπως τους Aura Noir και τους Fleurety, μα αυτό είναι μία άλλη ιστορία… τους Cadaver Inc. τους θυμάστε;). Μία εξέλιξη πλήρως κατανοητή, αφού ο καθένας από τους δύο είχε την ανάλογη συνεισφορά στη σύμπραξή τους. Μετά τη διάλυσή τους, το 1997 κυκλοφόρησε και ως EP το demo τους, με κάποια bonus tracks από την πρώϊμη μορφή των Ved Buens Ende, τους Manes (όχι τους Manes που αργότερα μετονομάστηκαν σε Manii).

Στα τέλη Μαρτίου του 2005, ένα χρόνο πριν την άγνωστη, στο κοινό, τότε επανένωση του συγκροτήματος, ο Czral έπεσε από τετραώροφη πολυκατοικία και τραυματίστηκε σοβαρά, χάνοντας την ικανότητά του να παίζει τύμπανα. Για την επανένωση που ακολούθησε, οι Petter “Plenum” Berntsen (συμμπαίκτης του Czral στους Virus) στο μπάσο και Einar “Esso” Sjursø στα τύμπανα πλαισίωσαν τους Carl-Michael Eide και Yusaf Parvés οι οποίοι ανέλαβαν κιθάρες και φωνητικά, με την ανεξήγητη απουσία του Skoll να δημιουργεί απορία στους φίλους του συγκροτήματος. Παρά την υπόσχεση για νέο υλικό, το 2007 ξαναδιαλύθηκαν, επικαλούμενοι “καλλιτεχνικές διαφορές” και, μέχρι φέτος, αυτή η τυποποιημένη απάντηση ήταν ο επίλογος που δόθηκε, ατελής και απογοητευτικός.

Τώρα όμως οι Ved Buens Ende αποφάσισαν να ξεκινήσουν για τρίτη φορά, με τον Skoll να επιστρέφει και μία ακόμη αλλαγή στο drumkit, τον Øyvind Myrvoll. Σε αυτό το νέο πλαίσιο συνεργασίας, αποφάσισαν να επισκεφθούν τη χώρα μας, την Παρασκευή 6/3 στην Αθήνα, στο Fuzz (και μία το Σάββατο 7/3 στη “Σαλούγκα”, στο Eightball – δελτίο τύπου). Πρόκειται για μία εμπειρία ζωής, καθώς τα φευγαλέα ηχοτόπια του “Written In Waters” πρόκειται να ζωντανέψουν έτι μία ακόμη φορά, μπροστά στα μάτια ενός κοινού το οποίο έχει μεγάλη ανάγκη να ταξιδέψει για ακόμη μία φορά πέρα από τους περιορισμούς των επιγείων μέσων του.

Πηγές:

https://www.allmusic.com/artist/ved-buens-ende-mn0000315223

https://en.wikipedia.org/wiki/Ved_Buens_Ende

https://www.vice.com/en_ca/article/rmjzj3/virus-memento-collider

1672
About Χαράλαμπος Σακάτης 40 Articles
Απεχθάνεται τις ταμπέλες, αλλά αν χρειαστεί θα σου προτείνει το πιο καυτό post shoegaze-avant garde-folk punk με ψήγματα new wave-kraut rock που έχεις ακούσει ποτέ. Αν αντέξεις να διαβάσεις ως εδώ, να ξέρεις επίσης ότι λατρεύει τις συνειρμικές περιπλανήσεις στα θεματικά πεδία των αγαπημένων του άλμπουμ.