“A passing stranger with no business here, a rest stop on a voyage through time…”
Ο ανήσυχος νεαρός Steven Brown δοκίμασε να κατευνάσει τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες και αναζητήσεις σε μια καλλιτεχνική κομμούνα του Haight Ashbury, μιας περιοχής του San Francisco. Στην αρχική της μορφή δραστηριοποιούνταν διάφοροι χίπις καλλιτέχνες με avant garde και ψυχεδελικές κατευθύνσεις που είχαν δημιουργήσει και μια θεατρική ομάδα. Οι “Άγγελοι του Φωτός” ήταν ουσιαστικά μια αποσχιστική ομάδα, μια εξελικτική μορφή των περίφημων “The Cockettes” που είχαν δραστηριοποιηθεί από το 1969. Το 1977 συνάντησε τον μουσικό Blaine L. Reininger, στην τάξη ηλεκτρονικής μουσικής του Κολλεγίου του San Francisco. Ο Brown ολοκλήρωνε ένα project με τον Tommy Tadlock, ενεργό μέλος αυτής της ομάδας που κατέληξε στο άμεσο μέλλον να είναι ο μάνατζερ των Tuxedomoon. O Reininger και ο Brown άρχισαν να γράφουν μαζί μουσική στο σπίτι του Tadlock.
Ο Reininger υπήρξε από την αρχή ένας τολμηρός και καινοτόμος ερευνητής του ηλεκτρικού βιολιού και της κιθάρας, ο Brown πέρα από τα φωνητικά, έπαιζε σαξόφωνο, keyboards και έκανε drum programming. Έχοντας θέσει από την αρχή μια ευρύτητα στη συνθετική προσέγγιση, ο μοναδικός κανόνας ήταν να αποφεύγουν οτιδήποτε θύμιζε κάποιους άλλους. Βρισκόμαστε στη δύση της δεκαετίας του ’70, η επίδραση του punk rock είναι ισχυρή και έδωσε το στίγμα της αρχικά περισσότερο στα φωνητικά. Το σχήμα σύντομα ενισχύθηκε με τον Peter Principle στο μπάσο, τον ηθοποιό, visual artist και πολύπλευρο διασκεδαστή Winston Tong, και τον σκηνοθέτη Bruce Geduldig. Ακολουθώντας μια δύσκολη επιλογή αυτόνομων ξεχωριστών παραστάσεων, άπλωσαν την υπόληψή τους με χαρακτηρισμούς σαν αυτή του “θεατρικού, ηλεκτρονικού καμπαρέ”. Μοιράστηκαν τη σκηνή με άλλους σημαντικούς πιονιέρους της εποχής όπως οι Pere Ubu, Residents και οι Cabaret Voltaire.
Από την ανεξάρτητη κυκλοφορία του EP “No Tears” του 1978, η σύμπραξη δυο φαινομενικά αταίριαστων μουσικών χωραφιών, της νεοκλασικής με έντονο θεατρικό υπόβαθρο υποβολής, και της παγωμένης, μονολιθικής post punk αμεσότητας, ξεκλειδώνει την πρόσβαση σε νέες ηχητικές εμπειρίες. Ο Tadlock έκανε την παραγωγή, ο Paul Zahl ανέλαβε τα τύμπανα, και το ομότιτλο τραγούδι καθιερώθηκε στις απανταχού συνειδήσεις σας ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς electro-punk ύμνους όλων των εποχών και έβρισκε σχεδόν πάντα το δρόμο του στη λίστα των ζωντανών εμφανίσεων του γκρουπ σε όλη τη διαδρομή τους. Ακολουθεί, λίγους μήνες αργότερα, το φθινόπωρο του 1979, άλλο ένα ανεξάρτητο EP, το “Scream With A View”, με την αχαλίνωτη εξελικτική πορεία των μουσικών να οριοθετεί νέους συνδυασμούς και χρώματα στην ίδια ευρύτερη κορνίζα έκφρασης. Μαζί με τους συνήθεις υπόπτους εμφανίζεται και ο κιθαρίστας των Sleepers, Michael Belfer, ένας αληθινά ευρηματικός μουσικός.
Άμεσα έρχεται και η υπογραφή συμβολαίου με την Ralph Records, ουσιαστικά την εταιρία που είχαν ιδρύσει οι Residents όταν αντιλήφθηκαν πως αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος να κυκλοφορήσουν τη μουσική τους. Το πρώτο τους άλμπουμ κυκλοφορεί στις 15 Μαρτίου του 1980, με τον τίτλο “Half Mute”. Ένα από τα πιο επιδραστικά και αυτόφωτα άλμπουμ μιας εποχής, για πολλούς η κορυφαία δημιουργία τους, μοιάζει ήδη με το πρώτο άκουσμα να έχει ανοίξει αισθητά τους σφιγκτήρες των δυο EP που προηγήθηκαν. Σε μια πιο κινηματογραφική, αλλά εξίσου δύστροπη προσέγγιση, το βιολί του Reininger και το σαξόφωνο του Brown, απλώνουν απειλές, λύπες και πολλές απροσδιόριστες εντυπώσεις, ικανές όμως να σε δελεάσουν να επιστρέψεις. Ο Principle (θα τον διαβάσετε και ως Dachert) σημάδεψε αισθητά τη συνολική εντύπωση με τις γραμμές του και η δύναμη του δίσκου στο χρόνο αντλείται από την εκκεντρική περιγραφική του φύση, αφήνοντας βέβαια και άμεσα αγαπημένα σαν το “What Use?”. Το artwork του άλμπουμ καταλογίζεται στον καλλιτέχνη Patrick Roques, που πρόσφερε τις υπηρεσίες του και στους Cabaret Voltaire. Συνέχισε και μετά τη συνεργασία του μαζί τους, όντας ακόμα από την εποχή της κομμούνας των Αγγέλων φίλος μαζί τους, ενώ αργότερα στην Ευρώπη, εκτέλεσε για λίγο και χρέη tour manager.
Την κυκλοφορία του διαδέχτηκε μια σειρά εμφανίσεων στην Ευρώπη, καθώς και η μετακίνηση του γκρουπ στη Νέα Υόρκη. Με τη στουντιακή ηχογράφηση του τραγουδιού “Desire” συμπεριλήφθηκαν στο soundtrack της σημαντικής ταινίας “Downtown 81”, μια σπάνια πραγματική απεικόνιση της πολιτιστικής υποκουλτούρας του Manhattan κατά την post punk εποχή. Στο δίσκο συμμετείχαν ονόματα όπως οι Suicide, DNA, Lydia Lunch, Kid Creole & the Coconuts και άλλοι, οι περισσότεροι με ζωντανές ηχογραφήσεις. Έχοντας στο μεταξύ κερδίσει ήδη μια αξιοσέβαστη υπόληψη στην κεντρική Ευρώπη, κυρίως στο Βέλγιο και την Ολλανδία, και όντας σαν την ευρύτητα της μουσικής τους, πολίτες του κόσμου, μετακομίζουν στις Βρυξέλλες. Για πολλούς που βρίσκονταν από το ξεκίνημα βαθιά στο πνεύμα τους, οι Tuxedomoon είχαν περάσει με τα μυαλό τους τον ωκεανό πολύ νωρίτερα, πάνω στο μαγικό χαλί του post punk, του κινήματος Bauhaus, του καινοτόμου Γερμανού μουσικοσυνθέτη Karlheinz Stockhausen, και της ισότιμης αξίας των παραδοσιακών μουσικών. Το φανταστικό μέρος χωρίς σύνορα που εξερευνούσε ήδη η μουσική τους ήταν εκείνη την εποχή η καρδιά της Ευρώπης.
Το θρυλικό πια “Desire” ηχογραφείται στα Jacobs Studios του Farnham στην Αγγλία. Η μουσική του κουρτίνα που ανοιγοκλείνει αποκαλύπτοντας εμμονές, αγωνίες, υποψίες, φόβους, είναι αναμφισβήτητα θεατρική και αυτό σφραγίζεται από τις ερμηνείες των Tong και Reininger. Μια υπέροχα σκοτεινή, εθιστική πειραματική παγίδα που δύσκολα περιγράφεται, και όσο άδικο και αν είναι για την γνησιότητά τους, κάποιοι αποπειράθηκαν να το σκιαγραφήσουν σαν μια θεατρική μονομαχία των Residents με τους Kraftwerk. Ίσως η εικόνα τους επί σκηνής από εκείνες τις μέρες μπορεί να προετοιμάσει καλύτερα τον ανυποψίαστο ακροατή, όταν ο Winston Tong έβγαινε στο ξεκίνημα από φέρετρο, τραγουδούσε ενώ έπαιζε κουκλοθέατρο Kabuki (παραδοσιακό ιαπωνικό θέατρο) με δικές του παράξενες χειροποίητες κούκλες, και οι υπόλοιποι δημιουργούσαν σταδιακά έναν ιστό αράχνης γύρω από τα μουσικά όργανα και τους ενισχυτές, ένα γκραν γκινιόλ θέατρο που αγκάλιαζε ιδανικά τη μουσική τους.
Έχοντας αποκτήσει πια μια σχεδόν ερωτική σχέση με την υπερβατικότητα, δέχονται να δοκιμάσουν την ελαστικότητά τους σε δυνατές προκλήσεις. Σε μια από αυτές προκύπτει το “Divine” του 1982, ουσιαστικά μουσική γραμμένη για μπαλέτο του Maurice Bejart, αφιερωμένο στη μεγάλη ηθοποιό Greta Garbo. Οι συνθέσεις φέρουν τίτλους από ταινίες με τη Garbo, η μουσική παραμένει προκλητική, τραβώντας παραδοσιακές και νεοκλασικές υποψίες σε απάτητες περιοχές έκφρασης. Ακολουθούν τα EP “Time To Lose”, “Suite en Sous-sol”, και “Short Stories”, που ουσιαστικά απλώνουν και συμπληρώνουν εκείνο το συγκεκριμένο όραμα της εποχής για την ομάδα των Brown/Reininger/Principle/Tong.
Στο μεταξύ, ο Reininger έχει ήδη κυκλοφορήσει το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ το 1982, με τον τίτλο “Broken Fingers”, και περίπου έναν χρόνο αργότερα εγκαταλείπει τους Tuxedomoon για να αφοσιωθεί στην σόλο καριέρα του. Με την προσθήκη του ολλανδού μουσικού Luc van Lieshout στην τρομπέτα και τη φυσαρμόνικα, το γκρουπ ηχογραφεί στα Daylight Studios των Βρυξελλών το πιο πετυχημένο εμπορικά ως τότε άλμπουμ του, με τον τίτλο “Holy Wars”, που κυκλοφορεί τι 1985. Όπως συνήθως συμβαίνει και με τα πιο δύστροπα εργαλεία, φαίνεται πως οι μουσικοί εδώ κουμαντάρουν σχεδόν τα ίδια δομικά υλικά με περισσότερη οικειότητα. Ο πειραματισμός και η τόλμη καιροφυλακτούν πάντα αλλά εμφανίζεται και μια πιο προσιτή ισορροπία που χαλιναγωγεί και τις jazz, funk γωνίες μαζί με τη νεοκυματική, θεατρική πρόκληση. Σαν αποτέλεσμα αυτού μας χαρίζονται κάποια από τα πιο δημοφιλή τους τραγούδια όπως τα “Bonjour Tristesse”, “Some Guys”, “Holy Wars”, και φυσικά το πολυδιασκευασμένο “In a Manner of Speaking”. Οι περιπλανήσεις στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, τα πράγματα που είναι να έρθουν και έχουν αρχίσει να φαίνονται πια, η οδύνη της αποξένωσης, όλοι αυτοί οι ιεροί πόλεμοι είναι καθαρά προσωπικοί, πνευματικοί, φιλοσοφικοί, υπαρξιακοί. Ο Wim Wenders αναγνώρισε σε αυτό κάποιες από τις δικές του εμμονές και χρησιμοποίησε το “Some Guys” στις πρώτες σκηνές του “Wings Of Desire”. Το άλμπουμ αυτό ήταν και το τελευταίο για τον Winston Tong, συνθέτη του τόσο πετυχημένου “In a Manner of Speaking”, που προτίμησε να ακολουθήσει τον μοναχικό, προσωπικό του δρόμο. Θα επιστρέψει μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια, για δυο μόνο εμφανίσεις στη γενέτειρά τους το San Francisco, το 2005.
Με την προσθήκη του Ivan Georgiev σε synthesizer, μπάσο, πιάνο και τη συμμετοχή του Bruce Geduldig στα φωνητικά, ηχογραφούν ξανά στα Daylight Studios το άλμπουμ “Ship Of Fools” που συνοδεύεται από τον υπότιτλο “Concert at home- For your dreaming and dancing pleasure”, και κυκλοφορεί το 1986. Δυο διαμετρικές πτυχές της τέχνης τους αναμετρώνται, καθώς αρχικά συναντάμε τρία έντονα ηχητικά κομμάτια με τις ρυθμικές τους εμμονές, τα θεατρικά φωνητικά και τις εκρήξεις των πνευστών, για να τα διαδεχτούν τέσσερα ευγενικά, σχεδόν αμιγώς νεοκλασικά, ενδοσκοπικά οργανικά τραγούδια. Τέλος, το “The Train” που σφραγίζει το άλμπουμ, στέκεται εντελώς έξω από αυτό το γενικό πλάνο, με φωνητικά και jazzy επιδερμίδα, θα κάνει την εμφάνισή του ελαφρώς παραλλαγμένο και στην επόμενη δουλειά τους. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι Tuxedomoon περιοδεύουν σε όλο τον κόσμο με μια ανανεωμένη παράσταση που περιελάμβανε όλο και περισσότερα οπτικά στοιχεία, υπό τη διεύθυνση του Bruce Geduldig (χορός, ταινίες και προβολές διαφανειών) που όπως αναφέρθηκε είχε συνδράμει φωνητικά στο άλμπουμ, και ένα περίτεχνο show φωτισμού με τον σχεδιασμό της Nina Shaw.
Η ίδια ακριβώς ομάδα, στο ίδιο στούντιο δημιουργεί μόλις έναν χρόνο αργότερα το “You”. Πολλοί είναι αυτοί που εξακολουθούν να μνημονεύουν στις δουλειές αυτής της περιόδου, από το ’85 δηλαδή και μετά, την αντίφαση ανάμεσα στις δυο φύσεις της μουσικής τους που συγκρούονται, με ενδιαφέροντα όμως αποτελέσματα: σαν να ψάχνει ένα εύκολο, προσιτό άκουσμα την επικύρωση και την αξιοπιστία του πειραματισμού, ή αντίθετα σαν να επιλέγει ο πειραματισμός το φλερτ με ένα ευρύτερο ακροατήριο. Νευρωτικοί κοσμοπολίτικοι ηχητικοί λαβύρινθοι που δεν εκτρέπονται οριακά, φιλική jazz με καφκικές ανατροπές, προσφέρουν μια αλλόκοτη αποξένωση, μια κλειστοφοβική αίσθηση που μοιάζει να βρίσκεται υπό έναν παράξενο έλεγχο, σαγηνεύουν μοιραία τον υποψιασμένο ακροατή. Το πιο προσιτό κέλυφος παραμένει ξεκάθαρα το ομότιτλο, με μια φιλική γραμμική ροή που στηρίζεται ομαλά από το σαξόφωνο, την τρομπέτα και τα synths, γύρω από ένα όμορφο ποίημα του Ralph Saver. Με θέματα σαν την εμμονή και κατοχή ενός ανθρώπου από ένα κουτί, σαν τα μέρη του “Boxman”, η κρίση αυτής της αντίφασης που προαναφέρθηκε και η πιθανή εξομάλυνση των προκλήσεων έχει να κάνει με ένα συγκεκριμένα περιορισμένο κοινό που περπάτησε όλη τη διαδρομή μαζί τους.
Το 1988 ο Reininger επιστρέφει μόνιμα στο σχήμα, έχοντας μια εμφανή ελαστικότητα παράλληλα με τις προσωπικές του δουλειές και αναζητήσεις. Μετά τις εμβόλιμες κυκλοφορίες της συλλογής με σπάνιο υλικό “Pinheads on the Move” και του live άλμπουμ “Ten Years in One Night”, οι Brown, Principle και Reininger επιστρέφουν σε ένα πλάνο που ο μύθος λέει πως είχε ξεκινήσει κάπου πίσω στο 1980 και συνέχισε να δουλεύεται αποσπασματικά μέχρι την ολοκλήρωσή του το 1991. Ο μυστηριώδης και σκοτεινός τίτλος του, “The Ghost Sonata” αφήνει έναν υπαινιγμό για μια μουσική που γράφτηκε να συνοδέψει ηχητικά τις δικές τους υποθετικές αυτοκτονίες. Το σκοτεινό concept περιλαμβάνει αλκοόλ, υπερβάλλοντα ρομαντισμό, κομμένες φλέβες και τη μοναξιά του πνιγμού. Ολόκληρο το έργο είναι σχεδόν οργανικό, εκτός από ελάχιστα ομιλούντα αποσπάσματα, (μια “όπερα χωρίς λόγια”) και ζωντανεύει με εκπληκτικό τρόπο μια ζοφερή ατμόσφαιρα με διάφορες διαθέσεις και μεταπτώσεις. Πέρα των τριών μουσικών υπάρχει μια μικρή ορχήστρα από συμμετέχοντες, καθώς ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με ένα μαύρο νεοκλασικό αριστούργημα που διατηρεί μαεστρικά την ιδιαίτερη φύση τους. Πέρα λοιπόν των άλλων οργάνων, η μουσική εμπλουτίζεται με ήχους από τσέλο, κλαρινέτο, φλάουτο και όμποε. Η πάντα επιφυλακτική γαλήνη και ομορφιά του, η ύποπτη αναμονή, το ευγενικό πένθος, το μοιραίο σκοτάδι και η αίσθηση του αναπόφευκτου, καθιστούν το άλμπουμ μια μοναδική εμπειρία. Είναι τόσο άδικο για πολλούς να γνωρίζουν μονάχα το υπέροχο “Music Number Two” από αυτή την ανατριχιαστική διαδρομή.
Το αιώνιο “The Ghost Sonata” σφράγισε την πρώτη, επίμονη, δημιουργική, υπερβατική, περιπετειώδη περίοδο των Tuxedomoon. Αμέσως μετά ο καθένας ακολούθησε το δρόμο του και μεσολάβησε ένα μεγάλο διάστημα οχτώ χρόνων μέχρι να βρεθούν μαζί ξανά. Με αφορμή ένα φεστιβάλ στο Tel Aviv, ο Brown προσκάλεσε τους υπόλοιπους και δόθηκε το έναυσμα να επιστρέψουν στην κοινή δράση.
Βέβαια η πιο πρόσφατη ιστορία τους έχει άλλες παραμέτρους και διαφορετικές συχνότητες. Οι ίδιοι συνέχισαν σε περισσότερο οργανικούς δρόμους κυκλοφορώντας ακόμα τρία άλμπουμ. Η σχέση τους με την Ελλάδα που είχε ξεκινήσει με την πρώτη τους συναυλία το 1988 στο Παλλάς στην Αθήνα, ενισχύθηκε με πολλές και συχνές επισκέψεις, ουσιαστικά λόγω του πάθους του σκηνοθέτη Νίκου Τριανταφυλλίδη, που διοργάνωσε όλες τις εμφανίσεις τους στη χώρα μας. Ο Reininger εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του ΄90, και συνεργάστηκε με πολλούς καλλιτέχνες του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Μέσα στα ανυπολόγιστα bytes φρέσκιας ηχητικής πληροφορίας, το παράξενο όνομα παραμένει σήμερα ένα περιθωριακό σινιάλο για σκαπανείς ξεχασμένων φλεβών και παρατηρητές σπάνιων ωδικών πουλιών. Η παρέα από διαφορετικά σημεία του ορίζοντα που συναντήθηκε στο San Francisco για να μεταμορφωθούν σε πολίτες-μουσικούς αυτού του κόσμου, έβγαλε χαρακτηριστικά τη γλώσσα της στο χρόνο και αυτός μέχρι σήμερα το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να πάρει με ανακοπή τον Peter Principle στις 17 Ιουλίου του 2017, και τον πολύχρονο συνεργάτη Bruce Geduldig στις 7 Μαρτίου του 2016.
“Underneath the street light the stranger calls your name
He flickers to a halt… and slowly fades away.”