TOKYO BLADE: “Night of the Blade”

REISSUE

Είδος: Heavy metal
Δισκογραφική: High Roller Records
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 16 Απριλίου 2021

Αν ασχολείσαι με το heavy metal, δεν υπάρχει περίπτωση αργά ή γρήγορα να μην πέσεις πάνω στους τιτάνες Tokyo Blade. Τα δύο πρώτα album τους “Tokyo Blade” και “Night Of The Blade” έχουν μεγαλώσει γενιές και γενιές οπαδών και τους έχουν καθιερώσει σαν ένα από τα καλύτερα συγκροτήματα του NWOBHM και του κλασσικού metal γενικότερα. Έτσι ήταν εύκολη η απόφαση της High Roller Records να επανακυκλοφορήσει το “Night Of The Blade” σε βινύλιο, 37 ολοκληρα χρόνια από τη δημιουργία του.

Αρχικά, ευτυχώς για το εγχείρημα, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια επανεκτέλεση του δίσκου, αλλά ουσιαστικά η High Roller έχει μόνο βελτιώσει τον αρχικό ήχο του “Night of the Blade”. Έτσι δεν χάνεται αυτό το ’80s συναίσθημα του δίσκου, όπως και η «δίψα» του συγκροτήματος να γίνει γνωστό σε όλο τον κόσμο. Το “Night of the Blade” διαφέρει από τον φοβερό προκάτοχό του σε δύο σημεία. Πρώτον, έχουμε αλλαγές στο line up. Αποχωρούν ο μπασίστας Andy Robbins και ο τραγουδιστής Alan Marsh και στη θέση τους έρχονται οι Andy Wrighton και Vic Right. Και μπορεί στη θέση του μπάσου να μην άλλαξε κάτι, αλλά η αλλαγή του τραγουδιστή ήταν ουσιώδης. Το καλό για τους Tokyo Blade ήταν ότι μπορεί ο Vic Right να μην ήταν ο στερεοτυπικός metal αοιδός, όπως ήταν ο υπέροχος Alan Marsh, αλλά διέθετε και αυτός σπουδαίο «λαρύγγι» και η φωνή του που είναι πιο μελωδική «ταίριαζε γάντι» με τις νέες συνθέσεις της μπάντας. Δεύτερον, κάνουν την εμφάνισή τους τραγούδια που ναι μεν είναι heavy metal, αλλά έχουν και μια πιο εμπορική χροιά, χωρίς αυτό να μειώνει την αξία τους.

Το “Night of the Blade” διαρκεί περίπου 35 λεπτά και διαθέτει 8 κομματάρες που μπορούν να παίξουν σε οποιαδήποτε λίστα dj και να καραγουστάρει ο κόσμος. Ξεκίνημα με το “Someone to Love”, που δείχνει το νέο δρόμο που θα ακολουθήσουν οι Tokyo Blade και μας συστήνει και τη φωνάρα του Vic Wright. Χωρίς πολλές εξάρσεις, αλλά με ένα όμορφο solo και πιασάρικο ρεφραίν. Ακολουθεί ο ύμνος “Night of the Blade”. Ποιος είπε ότι οι Tokyo Blade «μαλακώσανε»; Πάρε ένα από τα καλύτερα τραγούδια ολάκερου του NWOBHM.Συνέχεια με το γουστόζικο “Rock Me to the Limit”. Από τα τραγούδια που σε κάνουν να καταλήγεις μεθυσμένος στην άκρη του πάγκου του μπαρ. Συναγωνίζεται το “Swords and Tequila” των Riot για κατανάλωση σφηνακίων. Η πρώτη πλευρά κλείνει με το καραεπικό “Warrior of the Rising Sun”. “Samurai! Samurai! By the sword, you live to die…” και δεν περιγράφω άλλο. Η δεύτερη πλευρά του βινυλίου ξεκινά με το ορμητικότατο “Unleash the Beast” που παρασέρνει τα πάντα στο άκουσμά του, και έχει ένα «διαολεμένο» ρυθμό που σε οδηγεί σε τρελό headbanging. Το “Love Struck” μπορεί να μην είναι το καλύτερο του δίσκου, αλλά έχει και αυτό τη μαγεία του, κλασσικό ’80s τραγούδι. Χαμός γίνεται στο “Dead of the Night”, όπου οι Tokyo Blade «παίζουν παπάδες» στις κιθάρες. Το “Night of the Blade” κλείνει ιδανικά με το απολαυστικό “Lightning Strikes”, που θα «κολλήσει» με τη μία στο κεφάλι σου.

Mastering για το βινύλιο έχει κάνει ο Patrick W. Engel στο Temple of Disharmony το Σεπτέμβριο του 2020 και το «κόψιμο» έχει γίνει από την SST Germany σε Neumann μηχανές για ακόμα καλύτερη ποιότητα. Θα διατεθεί σε 500 κομμάτια με τα κάτωθι «καλούδια»: {200 black vinyls, 200 opaque red & 100 white/red splatter vinyls (HRR mail-order), 425 gsm heavy cardboard cover, poster, lyric sheet}. Όποιος δεν το έχει αγοράσει ή το έχει καταστρέψει από την πολλή χρήση, να η ευκαιρία! Επανακυκλοφορία που αξίζει 100%.

Facebook: https://www.facebook.com/tokyobladeUK

1301
About Πελοπίδας Χελάς 285 Articles
Γεννημένος τη δεκαετία του 80 έφαγε την πετριά με την σκληρή μουσική όταν στη τρυφερή ηλικία των 10, ένας συμμαθητής του από το σχολείο του έγραψε δυο κασέτες που του άλλαξαν όλη τη ζωή. Στη μια κασέτα ήταν γραμμένο το “The Number of the Beast ” και στην άλλη το “Master of Reality ”. Έκτοτε, η μουσική μπήκε για τα καλά στη ζωή του και μπορεί να έχουν περάσει 30 χρόνια, αλλά η καψούρα του για το metal παραμένει αμείωτη. Επίσης λατρεύει το διάβασμα, παίζει μανιωδώς video games και δεν λέει ποτέ όχι για κανα μονάκι σε κάποιο γήπεδο μπάσκετ.