Η σχεδόν νεκροφιλική φρενίτιδα στα social media με κάθε νέα απώλεια μουσικού έχει γίνει κάτι σαν έθιμο. Ξεκαθαρίζω πως δεν αναφέρομαι στους εμμονικούς (όλοι μας είμαστε) που ακολουθούν μια ολόκληρη ζωή έναν καλλιτέχνη, γνωρίζουν ακόμα και το αγαπημένο του εσώρουχο και φυσιολογικά βιώνουν την απώλεια στα όρια της συγγένειας. Αναφέρομαι καθαρά στη μαζική ψηφιακή θρηνωδία που εξαπλώνεται όταν ο θεριστής αφαιρεί άλλον έναν χαρισματικό μουσικό.
Είμαστε βέβαια χρονικά στη δύση μιας εποχής που έφερε την λεγόμενη «ξένη μουσική» μαζικά στο ελληνικό νεανικό ακροατήριο και εμβληματικές της μορφές έχουν ήδη περάσει στα γηρατειά τους. Παράλληλα, η ακτινογραφία κάθε συμβάντος μέσα από την προβολή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναδεικνύει και μεγεθύνει την πραγματικότητα αυτή. Έτσι, μηχανικά πια, φτάνει να γίνει η αρχή, και αμέτρητα ψηφιακά κηδειόχαρτα αναρτώνται σε αντίστοιχους λογαριασμούς και χιλιάδες εικονικές ψηφιακές χούφτες από χώμα πέφτουν στο φέρετρο του καλλιτέχνη. Ο διαδικτυακός θρήνος απλώνεται σαν επιδημία, και αν οι εκλιπόντες μπορούσαν να πουλήσουν τόσα singles όσες οι αναρτήσεις των τραγουδιών τους, θα είχαν σίγουρα πιο γενναιόδωρες διαθήκες.
Είναι πλήρωμα του χρόνου πια να χάνονται ονόματα που καθόρισαν ηχητικά ιδιώματα δεκαετιών γιατί απλά δεν είναι αθάνατοι, όπως και –όσο κυνικό κι αν φαίνεται- είναι σύμπτωμα του χώρου κάποιοι να φεύγουν πρόωρα, νικημένοι από τους προσωπικούς τους δαίμονες. Αν προσθέσεις σε αυτά και τον απρόβλεπτο παράγοντα της υγείας, οι ατέλειωτες λίστες κάθε χρονιάς δεν κρύβουν κάποια σκοτεινή κατάρα.
Έτσι και φέτος υπήρξαν αμέτρητες απώλειες όλων των ηλικιών, για όλα τα είδη και χρώματα, και για όλα τα πλήθη ακροατών, από αρένες μέχρι μικρές αφοσιωμένες ομάδες πιστών. Με μια βιαστική σκέψη, στη χώρα μας χάθηκαν μεγέθη σαν τον Γιάννη Σπάθα, τον Γιάννη Σπανό, τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και πρόσφατα τον Θάνο Μικρούτσικο. Όλοι μας, ακόμα και οι πολέμιοι των ήχων αυτών, είχαμε μια ομιχλώδη, μακρινή εντύπωση κάπου στη ντουλάπα της μνήμης μας και πιθανά την χρησιμοποιήσαμε στην διαδικτυακή λειτουργία, γιατί ο θάνατος είναι ευρύχωρος. Στα προσφιλή μας χωράφια, αυτόματα θυμάται κανείς πρώτα το σοκ με τον Andre Matos, και μετά τον Tony Mills με τον Timi Hansen, κι εδώ το συγκαταβατικό πένθος είναι ακόμα πιο εύκολο. Μαζικό σκοτάδι σαν το χαμό της Marie Fredriksson των Roxette, ή την αυτοκτονία του Keith Flint των Prodigy, δικαιολογείται καθώς μιλάμε για τεράστιες μετοχές στον κόσμο της μουσικής αγοράς που υποδηλώνουν μια απήχηση (από επιδερμική μέχρι και οπαδική) ανυπολόγιστη. Χιλιάδες χρησιμοποίησαν και το δακρυσμένο emoticon για το θάνατο του Ric Ocasek, και μπορεί να κάποτε να είχαν γεμίσει τέσσερα λεπτά της ζωής τους με το “Drive”, αλλά είμαι σίγουρος πως δεν είχαν καν ιδέα πως έμοιαζε ο τραγουδιστής των The Cars.
Κάτι παρόμοιο έγινε και με τον Mark Hollis που εξαργύρωσε και μετά θάνατον την δημοφιλία του πετυχημένου single “It’s my Life”, αυτό που του εξαγόρασε λίγο παροδικό πένθος, έστω κι ο ίδιος, αν μπορούσε, θα ούρλιαζε πως θα προτιμούσε να τον θυμούνται για πολύ διαφορετικά πράγματα.
Οι παλιές καραβάνες, σαν τον Roky Erickson των 13th Floor Elevators, τον τεράστιο Scott Walker, τον Ginger Baker των Cream, τον Robert Hunter των Greatful Dead, ή τον Larry Junstrom των Lynyrd Skynyrd και 38 Special, είναι οι αγαπημένοι των μουσικών γραφιάδων και οι θάνατοί τους κρύβουν τις μακρύτερες ουρές αναρτήσεων από άρθρα. Σαν να δόθηκε ξαφνικά μια επείγουσα άδεια, σειρές από προσωπικές άγνωστες λεπτομέρειες, σημαντικά περιστατικά, ανώνυμοι σύντροφοι ζωής που έμειναν στο περιθώριο, δυνατές συγκρούσεις με ανταγωνιστές, κρυφές πτυχές της προσωπικότητας, αναδύονται να γαρνίρουν με αποκλειστικές στρώσεις πληροφορίας τον μύθο.
Ο θάνατος θάβει το κουφάρι και ξεθάβει το μύθο. Ακόμα κι αυτοί που υπήρξαν αδρανείς, για τους δικούς τους λόγους, για χρόνια, ανανεώνουν την προσοχή, το ενδιαφέρον, λάθη και μετριότητες ξαφνικά απενοχοποιούνται, οι σκληρές εκτιμήσεις μαλακώνουν και υποχωρούν. Οι κοντινοί φίλοι με τις δικές τους μοναδικές μαρτυρίες φωτίζουν σκοτεινές γωνιές που σμιλεύουν με ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες την κινηματογραφική υπόσταση που έχει επιτέλους κατακτήσει ολοκληρωτικά ο εκλιπών.
Σα να έχει κινηθεί μια αυτόματη διαδικασία αποπληρωμής της σκληρότητας της ζωής, τα καλλιτεχνικά ολισθήματα του νεκρού σπρώχνονται κάτω από το χαλί του παροδικού πένθους. Είναι καταπληκτικό πόσο γρήγορα και εύκολα ανοίγει ο μεγεθυντικός φακός αυτού του συνδρόμου και πόσες διαφορετικές βαθμίδες ακροατών μπορεί να περιβάλλει. Βέβαια, το ίδιο εύκολα θα κλείσει, περιμένοντας τον επόμενο μαύρο συναγερμό.
Τελικά, αυτοί που θα παραμείνουν στα όρια της πραγματικότητας, αλλά και στην αξία της διάρκειας της μνήμης του καλλιτέχνη, είναι φυσικά αυτοί οι «εμμονικοί» που αναφέρθηκαν στην αρχή. Θα συνεχίσουν να λατρεύουν με αμείωτη δύναμη τις κορυφές του, και να καυτηριάζουν με σταθερή αυστηρότητα τα λάθη του. Απέναντι στο πρόσκαιρο κύμα των συμπασχόντων δεν θα ξεγελαστούν.
Αυτή η πρόσκαιρη χαριστική ωραιοποίηση το μόνο που μπορεί να σου αφήσει είναι μια έντονη αίσθηση αδικίας για το δικαίωμα στη ζωή. Η κρίση, η εκτίμηση και η δικαιοσύνη δεν έχουν πνεύμονες και καρδιά, οφείλουν να συνεχίσουν να ταξιδεύουν αδιατάραχτες πάνω στα έργα και τα μνημεία οποιασδήποτε τέχνης, στη ζωή και το θάνατο. Κανείς δεν είναι αντίπαλος στο δικαίωμα της ζωής για να καταλήξει φίλος στην αγκαλιά του θανάτου. Δεν είναι δύσκολο να φανταστώ την επίκληση των ζωντανών καλλιτεχνών με όλα αυτά, να ζητούν πια να τους κρίνουμε σα να έχουν πεθάνει…
Δεν μπορεί να υπάρξει πιο εμφατική σφραγίδα του φαινομένου αυτού από τον αντίκτυπο του χαμού του μοναδικού και επιδραστικού Neil Peart, στην αυγή του 2020. Αμέσως μετά τη δυσάρεστη αναγγελία του χαμού του, αυξήθηκαν στις Η.Π.Α. οι πωλήσεις δίσκων και τραγουδιών των Rush κατά 2.000%, και οι παρακολουθήσεις τραγουδιών του γκρουπ online κατά 776%.
Μήπως τελικά δεν είχα καταλάβει επαρκώς τον υπαινιγμό των It’s Immaterial από το Liverpool, όταν είχαν βαφτίσει το πρώτο τους άλμπουμ με τον τίτλο «η ζωή είναι σκληρή, και μετά πεθαίνεις» ;
422