Επίκαιρο το γλυκό και ετήσιο μαρτύριο της λίστας με τις κορυφαίες κυκλοφορίες της χρονιάς, ανασύρει ερωτήματα που αναζητούν τον τρόπο με τον οποίο ακούμε μουσική, και νομίζουμε –οι μωροί- πως μπορούμε να απαντήσουμε.
Κάπου στα μέσα της πιο παρεξηγημένης αλλά και ξεχωριστής δεκαετίας, ένας δημοφιλής Βρετανο-Ιρλανδός τροβαδούρος που είχε γεννηθεί στην Αργεντινή, με ράπισε παραδειγματικά με ένα χαμηλόφωνο τραγούδι για την αιώνια πάλη καρδιάς και μυαλού. Όπως συμβαίνει σε εκείνες τις γόνιμες ηλικίες γενναιόδωρης φαντασίας και εμμονικής ανάπλασης, η κορνίζα του τραγουδιού με τους δυο ανθρώπους που προσπαθούν να σώσουν μια σχέση με μια εκδρομή, και η άγρυπνη αγωνία του άντρα μέχρι τα ξημερώματα, παρά την κούραση από τους δρόμους της εξοχής, έχτισαν ένα περίεργο νοητό πεδίο, μια παράξενη ύπαρξη που συνέχισε να με ακολουθεί για χρόνια και προσπαθούσε να πανηγυρίσει μια ακόμα νίκη με την τελική απόφαση του ήρωα, στο τέλος του τραγουδιού.
Στην πραγματικότητα, ο παράλληλος κόσμος της μουσικής ήταν γεμάτος από τέτοιες “υπάρξεις”. Ιδιαίτερα ο γυναικείος πληθυσμός ακροβατούσε τόσο μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας που κάποιες κυρίες του αληθινού κόσμου έχασαν τα ονόματά τους με νονούς μοιραία τραγούδια. Περίπου τρία χρόνια αργότερα, συνάντησα για πρώτη φορά τη “Μεσήλικη Μαντόνα”. Μοιραζόταν το ίδιο μουσικό διαμέρισμα έκτασης πέντε λεπτών και δεκαέξι δευτερολέπτων, με έναν πωλητή και ένα μικρό αγόρι. Τότε ήταν απλά μια κυρία που έμοιαζε μακρινή στη μοναχική της σοφίτα. Ήθελα μόνο να την σπρώξω να βγει και μα ζωγραφίσει όλο τον κόσμο, ακαδημαϊκά, σα να καθόμουν σε μια σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα περιμένοντας την επόμενη σκηνή, να πανηγυρίσω την κάθαρση.
Το μυαλό είχε ήδη αρχίσει να κερδίζει έδαφος απέναντι από την καρδιά. Βασικός του σύμμαχος ο χρόνος. Μέσα στα θύματα των αλλαγών αυτού του φίλτρου μοιραία βρίσκεται και η μουσική. Όσο και αν έχει αυτό το δημιουργικό ραβδί να γεμίζει με περίεργες υπάρξεις το παράλληλο σύμπαν φυγής σου, δεν μπορεί να κρυφτεί από την νοητική ενηλικίωση, την στύση του κυνισμού, την διαφοροποίηση του πνεύματος μέσα από τον βομβαρδισμό των ερεθισμάτων του απτού κόσμου. Η Μεσήλικη Μαντόνα έπαψε κάποια στιγμή να μοιάζει με την καθηγήτρια του λυκείου, ή την κουρασμένη σύζυγο του γείτονα, η μορφή της άρχισε να εμφανίζεται μέσα σε φίλες. Σε ένα μυαλό που πίστευε πως είχε πια την ανάλογη κατάρτιση, έγινε το σύμβολο της καθημερινής γυναίκας που τελικά ποτέ δεν κάνει την υπέρβαση, απλά ανανεώνει σιωπηλά και παθητικά το ραντεβού με τον χρόνο, αφήνοντας τα όνειρά της να γεράσουν. Όμως το πρωταρχικό της δράμα τώρα αντιμετωπίζεται με μια διαφορετική ψυχραιμία, μάλλον με την αυτάρεσκη ικανοποίηση της διαπίστωσης. Άλλωστε ο “ακροατής” είναι κι αυτός μια παράλληλη ύπαρξη που μεταλλάσσεται και εξελίσσεται, δέσμιος της ζωής του σώματος που τον κουβαλάει.
Πως ακούμε μουσική, λοιπόν; Πολύπλευρη και επίκαιρη ερώτηση, καθώς οι λίστες με τις κορυφαίες κυκλοφορίες της χρονιάς συμπληρώνονται μετά από ομηρικές μάχες τελευταίας στιγμής. Ομολογώ πως όσο και αν παραμένω περίπου ο ίδιος ευάλωτος ανόητος του μακρινού παρελθόντος και θιασώτης της ενστικτώδους αντίδρασης σε κάθε άκουσμα, δεν μπορώ να κρατηθώ μακριά από δελεαστικές, εξωτικές προτάσεις έντονης διαφοροποίησης. Φτάνει μια μυστική παράγραφος σε ένα απαξιωμένο webzine για ένα γκρουπ από το Εκουαδόρ που τολμά να ανοίξει νέους μουσικούς διαδρόμους, για να φιλτραριστούν τα ώτα με μια ευρύχωρη διανοητική προθυμία. Ο ιθύνων νους τους, ο Eloy, εμπνεύστηκε το βασικό θέμα του τελευταίου concept άλμπουμ τους, όταν άκουσε το ηφαίστειο Κοτοπάξι να βρυχάται κοντά στο φτωχό χωριό τους στις Άνδεις. Η tribal αισθητική τους με τις αναφορές στην παράδοση των Ίνκας έχει αναβαθμιστεί από τη μηχανή του μυαλού που τυλίγει τον ήχο με την άλγεβρα των πληροφοριών. Οι επινοήσεις των μουσικών μέσα από τα χρόνια, η εξέλιξη των ήχων και των ιδιωμάτων, πολλές φορές αφήνουν το μεγαλύτερο βάρος στην ίδια τη μανιέρα και λιγότερο στη σύνθεση. Δεν είναι περίεργο που μέσα στη δίνη και την πολυμορφία των ερεθισμάτων, ο σύγχρονος ακροατής βρίσκεται συχνά ανάμεσα στο “ακούει” και “διαβάζει”. Τις περισσότερες φορές είναι δύσκολο να αποδομήσεις όλα τα κεκτημένα της διαδρομής και να ψάξεις να ξαναβρείς τον άγουρο ακροατή μέσα σου, επιζητώντας μόνο τη σφραγίδα του ενστίκτου.
Έτσι, στη δύση του χρόνου, κάτω από εκούσιες ή ακούσιες πολύχρωμες σκέψεις, το μυαλό και η καρδιά συνεχίζουν να στέκονται απέναντι, σαν καταραμένα αιώνιοι μονομάχοι. Σίγουρα, στις μεγάλες και δύσκολες αποφάσεις της ζωής, το δίλημμα είναι πολύ σοβαρότερο από την επιλογή μιας μουσικής λίστας. Και στη διαδρομή τέτοιων “φιλοσοφικών” ερωτημάτων πολυτελείας για τον εξελιγμένο ακροατή που μπορεί και να περισσεύουν μέσα στην πρακτική ορμή της καθημερινότητας, εκείνη η ήρεμη ύπαρξη του παλιού τραγουδιού επιμένει να παραμονεύει, θυμίζοντας την απάντηση.
“And in this classical dilemma, I find for the…”