Το σούρουπο έχει αρχίσει να απλώνει τα πέπλα του στα αθηναϊκά στενά, ενώ κόσμος μαζεύεται έξω από το six d.o.g.s. Η αποπνικτική κουφόβραση εξακολουθεί να μας βασανίζει, οπότε το εσωτερικό του χώρου με τις μπυρίτσες και τον κλιματισμό του, φάνταζε όαση. Και ήταν αρκετά.
Φίλοι και γνωστοί έχουν μαζευτεί, για να στηρίξουν με τα όλα τους τους αγαπητούς The Jet Black, οι οποίοι με τη σειρά τους, φρόντισαν με το κέφι τους να μας ξεσηκώσουν για τα καλά. Και παρότι μου ήταν σχεδόν ακατόρθωτο να περάσω καλά με οποιονδήποτε τρόπο εκείνο το βράδυ, αυτό άρχισε σταδιακά να φεύγει, καταλήγοντας με εμένα να αφήνομαι για άλλη μια φορά στη γιατρειά της μουσικής.
Οι αγαπητοί The Jet Black λοιπόν, μας υποδέχθηκαν με άπλετη ζεστασιά και όρεξη να τα σπάσουμε όλα παρέα. Τρία χρόνια είχαν περάσει από την τελευταία φορά που μοιράστηκαν και οι τέσσερις μαζί τη σκηνή, οπότε αυτό το live είχε εις διπλούν σημασία για αυτούς. Πολύ rock n’ roll με ξέφρενο κέφι από την τετράδα, με τους οποίους είχε δημιουργηθεί στο χώρο του six d.o.g.s. ένα κλίμα άκρως φιλικό, οικογενειακό, με μπύρες να κατεβαίνουν σα νεράκι, αγκαλιές, κοπάνημα και γιατί όχι ένα pit σαν το κερασάκι της τούρτας.
Ο ήχος των The Jet Black, παρά τις εμφανείς rock n’ roll και garage τάσεις του, είχε και τις πιο ατμοσφαιρικές στιγμές του, ιδίως με τον ερχομό των δύο νέων τραγουδιών τους που μοιράστηκαν μαζί μας, από τον επερχόμενο δίσκο τους. Σε κάτι τέτοιες στιγμές, τις πιο μελαγχολικές, εκεί που έπεφτες λίγο γιατί μπορεί να σκεφτόσουν τα δικά σου και να βυθιζόσουν λίγο σε αυτά, επανερχόταν το κέφι με κάποιο επόμενο κομμάτι και μαζί με αυτό και η ισορροπία. Στα του ήχου, εάν εξαιρέσουμε το μικρό μου παράπονο σχετικά με τα φωνητικά, που ίσως τα ήθελα λίγο πιο δυνατά, ήταν όλα μια χαρά, με lead πρωταγωνιστή άλλοτε τις κιθάρες, όταν έπρεπε τα drums, μα το μπάσο είχε την τιμητική του καθ’ όλη τη διάρκεια, πράγμα που εκτιμώ ιδιαίτερα. Τα παιδιά μας χαιρέτησαν κλείνοντας με το “Lola”, ένα από τα πιο ανεβαστικά τους κομμάτια, πράγμα “άδικο”, καθώς το κοινό ανέβηκε τόσο που δίψαγε και για άλλο μετά. Overall, ανυπομονούμε να δούμε την εξέλιξη της μπάντας όπως και το πώς έχουν ωριμάσει μέσα από τον επόμενό τους δίσκο, και γιατί όχι, να τους ξαναδούμε στα πλαίσια μιας παρουσίασης αυτού!
Με τον ερχομό των The Weather Underground, η σκηνή απέκτησε μια αρκετά πιο indie πνοή, και ενώ δεν είχα σκοπό, θα το πω γιατί έχει αρκετή πλάκα:
Λίγες μέρες πριν το live και μην έχοντας ακούσει τον ήχο των Weather Underground, η περιέργεια με έτρωγε και είπα να ενδώσω. Ως spotifάκιας λοιπόν (τι να κάνουμε ρε παιδιά, βολεύει αν μετακινείσαι κάθε μέρα με ΜΜΜ ένα τρίωρο στο νερό), είπα να ακούσω για να έχω μια ιδέα. Έλα όμως που η μπάντα που άκουσα εν τέλει, όχι απλώς δεν ήταν οι δικοί μας, αλλά κάποιο σχήμα που έπαιζε κάτι κοντά σε χιλιοπαιγμένο deathcore. Επάνω στη βιασύνη, τον περιορισμένο χρόνο και την αφηρημάδα που με διακατέχει, δεν ξανασχολήθηκα με το θέμα κι απλώς περίμενα να τους ακούσω live.
Ήμουν άκρως χαρούμενη λοιπόν όταν άκουσα από φίλο πως έχω κάνει λάθος (μαζί με λίγο γλέντι που ξεκάθαρα μου άξιζε), και ακόμη πιο πολύ που δε θα άκουγα deathcore, αλλά κάτι πολύ πιο ταιριαστό με την εισαγωγή των Jet Black, όπως και πιο κοντά στα γούστα μου. Το ταξίδι με τους (σωστούς) Weather Underground λοιπόν, ξεκίνησε με το κιθαριστικό, ταξιδιάρικο “Uncertain”, δημιουργώντας μας ένα κλίμα αγνού ρομαντισμού, μελαγχολίας, με το instrumental σημείο του κομματιού να μου κάνει ξεκάθαρο ότι θα ακούσουμε ωραίες μουσικές. Οι Weather Underground, παρότι είναι ένα συγκρότημα φρέσκο, προσδίδανε μια αίσθηση πολύ εμπειρική στον τρόπο που έπαιζαν μουσική, είχαν ένα όμορφο δέσιμο μεταξύ τους που φανερωνόταν στις ερμηνείες και το συντονισμό τους, όπως και την αλληλεπίδρασή τους με το κοινό. Το αρκετά “ζουμερό” setlist τους, έβαλε το λιθαράκι του σε μια πολύ ολοκληρωμένη βραδιά μουσικά, μιας που έπαιξαν τραγούδια τόσο από την υπάρχουσα κληρονομιά τους, όσο και δουλειές πιο φρέσκιες, ικανοποιώντας τον κάθε πιστό ακροατή και τραβώντας παράλληλα την προσοχή από μεγάλη μερίδα κοινού που μέχρι εκείνη τη στιγμή τους ήταν άγνωστοι. Με μπάσο και ντραμς να αποχωρούν από τα καθήκοντά τους ένα κομμάτι πριν το τέλος, αναλαμβάνουν φωνητικά – κιθάρες για την πρώτη ζωντανή εκτέλεση του “Clock”, ένα από τα πιο πρόσφατα δημιουργήματα της μπάντας, την ατμοσφαιρική μπαλάντα που έμελλε να κλείσει αυτό το live σε ένα κλίμα φανερά συναισθηματικό, με νότες νοσταλγίας.
Εύχομαι το μεράκι και την αγάπη για τη μουσική που έχουν και τα δύο σχήματα που παρακολουθήσαμε το βράδυ της Κυριακής, να αποτελεί πάντα την κινητήριο δύναμη για την έμπνευσή τους, μιας που έχουν δυνατότητες να κάνουν αρκετά πράγματα, και θα ήμουν αρκετά περίεργη να δω την εξελικτική πορεία που θα ακολουθήσουν!
Φωτογραφίες: Μανταλένα Ντιντή
983