THE NOSFERATU

INTERVIEW

“Legend”. “Rise”. “The Prophecy”.
Τρία albums που το άκουσμα του ονόματός τους και μόνο, λέει πολλά σε όλους τους Γότθους που έζησαν ή αναβιώνουν μια σημαντική περίοδο της σκηνής, το 90’s neo-Goth. Οι Nosferatu είχαν μια τιμητική θέση στο σκοτεινό, βαμπιρικό πάνθεον και η επιστροφή του ιδρυτή τους, Vlad Janicek μαζί με τον original τραγουδιστή μετά από 25 χρόνια, ως The Nosferatu, είναι ίσως το σημαντικότερο γεγονός της σκηνής φέτος. Λίγες μέρες πριν την πρώτη τους εμφάνιση στη χώρα μας, ο Σπύρος Χονδρογιάννης βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει με τον Vlad για την αναγέννηση, τα σχέδια της μπάντας και τα… καουμπόϊκα καπέλα.

Χαιρετισμούς από Ελλάδα και Rockway, Vlad! Είναι τιμή μας να σε έχουμε εδώ μαζί μας. Όντας λάτρης των Nosferatu από την αρχή, η επιστροφή σου ως The Noesferatu μέσα στο 2019 ήταν θείο δώρο. Πως ήταν τα πράγματα για σένα πριν αποφασίσεις να επιστρέψεις και πως αφότου το αποφάσισες;
Όλα αυτά είναι μια μεγάλη και περίπλοκη σειρά από περιστάσεις, αλλά για να είμαι σύντομος, επηρεάστηκα από κάποιες ξαφνικές αλλαγές στην προσωπική μου ζωή. Αυτές με έκαναν να εκτιμήσω εκ νέου τη ζωή μου και τους στόχους μου.

Η μουσική λειτούργησε θεραπευτικά και με βοήθησε σε μερικές δύσκολες, σκοτεινές στιγμές μου και έτσι συνειδητοποίησα πως δεν έπρεπε να συνεχίσω να είμαι αυτοεξόριστος.

Το album “Rise” του 1993 είναι ένα από τα σπουδαιότερα έργα στην ιστορία του Goth Rock και έχει επηρεάσει πολλές μπάντες του είδους μέχρι και σήμερα. Νιώθεις πως τώρα με τους The Nosferatu, τα επίπεδα πάθους και έμπνευσης είναι όσο δυνατά και υψηλά ήταν πριν 27 χρόνια;
Πάντα ήμουν παθιασμένος με το να γράφω και να ηχογραφώ μουσική. Κατά τη γνώμη μου, για να είσαι δημιουργικός, πρέπει να έχεις πάθος διαφορετικά δεν υπάρχει ψυχή σε αυτό που κάνεις. Μπορώ να σου πω με σιγουριά πως είμαι το ίδιο παθιασμένος και σήμερα, απλά είμαι πιθανώς πιο ρεαλιστής σε σχέση με το τι περιμένω από τη διαδικασία.

Αν και δεν απολαύσαμε την ιδιαίτερη φωνή του Louis DeWray στο album “The Prophecy” του 1994, ήταν ένας απίστευτος και μοναδικός στο είδος του δίσκος, με μια εντελώς νέα και δική του ατμόσφαιρα. Εκείνη την πολύ δυνατή χρονιά για την μπάντα, όλα διαλύθηκαν με ένα “Spinal Tap” στυλ, όπως αναφέρετε και στο επίσημο site σας. Τι πραγματικά συνέβη;
Είναι μια μεγάλη και πολύπλοκη ιστορία. Πάντως είναι το κλασσικό παραμύθι μικροδιαφορών που καταλήγουν να δημιουργούν ολόκληρο χάσμα, από αυτά που κάποιος εκμεταλλεύεται την την καλλιτεχνική και εμπορική δουλειά κάποιου άλλου, αντί να στηρίζεται στο δικό του ταλέντο.
Βασικά είναι αυτό που συνέβη και στους Christian Death, όπου μέλος που δεν ήταν αρχικά στην μπάντα, κλέβει το όνομα και καταφέρνει σταδιακά να καταστρέψει τη φήμη και την κληρονομιά της.

Τι σε έβγαλε από την αυτοεπιβαλλόμενη εξορία σου μετά από 25 χρόνια απουσίας από τη μουσική βιομηχανία;
Όπως είπα και πριν, μια μεγάλη αλλαγή σε προσωπικές μου περιστάσεις μου έδωσαν την ώθηση και την ευκαιρία να αφοσιωθώ και πάλι στην σύνθεση τραγουδιών και στο perfomance, να συνεχίσω ό,τι είχα αφήσει ημιτελές.

Ήταν εύκολο για σένα να βρεις τον Louis και να τον πείσεις να γυρίσει στους The Nosferatu;
Το να βρω τον Louis ήταν εύκολο, το να τον πείσω να συμμετέχει ήταν κάπως πιο δύσκολο. Νομίζω πως ήταν επιφυλακτικός αρχικά στο να επισκεφθεί πάλι παλιά φαντάσματα, καθώς είχε καεί από τις εμπειρίες του στους Nosferatu. Έπρεπε να πεισθεί πως αυτό το σχήμα θα έχει την αρμόζουσα δέσμευση στην τελειότητα του ήχου. Αυτή η στάση του άλλαξε μόλις πρωτοάκουσε το rework που είχα κάνει στο “For Eternity” και ειδικά μετά την πρώτη, δοκιμαστική μας πρόβα, η οποία ήταν περισσότερο ένα δοκιμαστικό για να δούμε αν οι 4 μας “κολλάμε”.

Σαν ένα βαμπίρ που ξυπνάει 25 χρόνια μετά, πως βλέπεις την Γοτθική σκηνή και κοινότητα σήμερα? Έχει αλλάξει πολύ από τα 80’s και τις αρχές των 90’s;
Η Goth σκηνή των 80’s ήταν βαριά επηρεασμένη από το Post Punk και την Νεορομαντική σκηνή. Οπτικά ήταν πολύ πιο glamorous αλλά και πολύ πιο extreme ταυτόχρονα. Ηχητικά είχε μεγαλύτερη ποικιλία, αλλά μέχρι τα μέσα των 90’s, το Goth έγινε απλώς παραλλαγές σε θέματα γύρω από το drum machine, το μπάσο, την φορτωμένη με FX κιθάρα και τα βαθιά αντρικά φωνητικά.

Κατηγορώ τους The Sisters Of Mercy και τους Fields Of The Nephilim γι’αυτό και όπως φαίνεται, χρειάζεσαι ένα καουμπόϊκο καπέλο για να σε παίρνουν στα σοβαρά για Goth άτομο πλέον!

Ενθουσιάστηκα όταν έμαθα πως ξεκινήσατε περιοδεία στο τέλος του 2019 και ακόμα περισσότερο όταν διάβασα πως έχετε συμπεριλάβει και την Ελλάδα σε αυτή (στις 22 Φεβρουαρίου, στο Temple Athens)! Να περιμένουμε μια setlist με τραγούδια από όλη την περίοδο των EP’s μέχρι και το “The Prophecy” και ίσως, νέα τραγούδια;
Η setlist μας θα καλύψει την περίοδο του “Legend” και του “Rise”, όμως έχουμε ήδη μερικά νέα τραγούδια έτοιμα και κάποια από αυτά θα είναι μέρος του show μας. Υπάρχει πιθανότητα να παίξουμε και ένα νέο τραγούδι, πρώτη φορά σε αποκλειστικότητα για την Αθήνα! Επίσης, κάποια παλιά και αγαπημένα, όπως το “Wiccaman” και το “Lament” μπορεί να επιστρέψουν στις live εμφανίσεις.

Πιστεύεις πως το 2020 θα είναι η χρονιά που θα δει την επιστροφή σας στη δισκογραφία με νέο album;
Είναι στόχος μας να κυκλοφορήσουμε νέο υλικό μέχρι το τέλος του έτους. Αν είναι εφικτό, θα θέλαμε να κυκλοφορήσει νέο album, αν δεν προλάβουμε, σίγουρα θα υπάρξει ένα νέο single πριν από αυτό.

Γνωρίζεις κάποιες ελληνικές Goth μπάντες;
Όχι προσωπικά, αλλά έχω ακούσει αρκετές, όπως τους En Garde, Opened Paradise, The Flowers Of Romance και Anima Triste.

Ανυπομονώ να σας δω live στην Αθήνα! Σε ευχαριστώ για τον πολύτιμο χρόνο σου. Για κλείσιμο, γράψε ό,τι θέλεις εσύ στους Έλληνες fans των The Nosferatu.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους fans που στην πρώτη μου επίσκεψη εκεί, με κατέπληξαν με την αγάπη τους για την μουσική μας και την αφοσίωσή τους να κρατήσουν την σκηνή ζωντανή. Συγκεκριμένα, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Φώντα, τον Κώστα, τη Χριστίνα και φυσικά την Λαίδη μου Ελίζαμπεθ, οι οποίοι με ενέπνευσαν να φέρω εις πέρας ως ζωτικής σημασίας (ή ίσως απέθαντης) αποστολή, αυτό το live στην Αθήνα.

883
About Σπύρος Χονδρογιάννης 84 Articles
Ένα Δωμάτιο χτισμένο από σάρκα, αίμα και νότες. Συνήθως μαύρο, ενίοτε γκρι, ίσως κλειδωμένο αλλά κυρίως ανοιχτό για να μοιραστεί τους ήχους του με αυτούς που θέλουν να ακούσουν.