THE BARDIC DEPTHS: “The Bardic Depths”

ALBUM

Είδος: Progressive Rock
Δισκογραφική: Gravity Dream Music
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 20 Μαρτίου 2020

Υπάρχουν συχνά χλευαστικές αναφορές στο στιχουργικό περιεχόμενο των άλμπουμ από μουσικούς του progressive rock, κυρίως από ακροατές πιο ακραίων ήχων, με αφορμή τα πιο “σοφιστικέ” θέματα και την κάπως θεωρητική σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν σχεδόν κάθε ερέθισμα γύρω τους. Και αν ήθελε κάποιος να κάνει έναν παραλληλισμό αυτής της κολεκτίβας δημιουργών με κάτι σαν την εταιρία παραγωγής ταινιών των Merchant/Ivory, δηλαδή ταινίες εποχής που συνήθως βασίστηκαν σε νουβέλες και έχουν μια εξεζητημένη ευγένεια και υπερβάλλοντα καθωσπρεπισμό, δεν θα τον αδικούσα καθόλου. Όλα όμως έχουν το ρόλο και τον προορισμό τους.

Το ντεμπούτο, λοιπόν, των The Bardic Depths έχει σαν θέμα τη φιλία και τη δύναμη που έχει αυτή να υπερνικήσει τελικά και τις δυνατότερες καταιγίδες της ζωής. Ο δίσκος συγκεκριμένα εξερευνά τη διάσημη φιλία ανάμεσα στον J. R. R. Tolkien και τον C. S. Lewis.

Ποιοι είναι όμως αυτοί οι The Bardic Depths και πως προέκυψαν; Σίγουρα δεν είναι κάτι απόλυτα νέο, καθώς είναι μια εξελιγμένη μορφή του γκρουπ Birzer Bandana. Επειδή όμως χωρίς να είναι καθόλου παράξενο, ελάχιστοι γνωρίζουν και γι’ αυτούς, ας περιοριστούμε στην πρακτική πληροφορία πως έχουμε κι εδώ τον συνθέτη/πολυμουσικό Dave Bandana να έχει αναλάβει τα φωνητικά, τα keyboards, τις κιθάρες, το μπάσο, τα τύμπανα, το φλάουτο, τη φυσαρμόνικα (ουφ), ενώ ο καθηγητής Bradley Birzer έχει αναλάβει το concept του άλμπουμ, τους στίχους και τις αφηγήσεις. Το βασικό δίδυμο πλαισιώνεται από ακόμα έντεκα εξαιρετικούς μουσικούς που συμμετείχαν στις ηχογραφήσεις και εμπλούτισαν τα ηχοχρώματα του εγχειρήματος. Από αυτούς, δεν γίνεται να αποφύγουμε να μνημονεύσουμε τον κιθαρίστα Gareth Cole (Fractal Mirror), τον Robin Armstrong (Cosmograf) στα keys/programming, και φυσικά τον Peter Jones (Camel) στο σαξόφωνο. Ο Robin Armstrong είναι επίσης ο ιδρυτής της εταιρίας “Gravity Dream Music” που ανοίγει λογαριασμό με το άλμπουμ αυτό.

Η ευρύτερη και επικρατούσα μουσική εντύπωση αυτού του μουσικού αφηγήματος με τα επτά κεφάλαια, είναι μια βαθιά, ευγενική εξερεύνηση με σεβασμό στις πτυχές της ιστορίας. Η ambient προσέγγιση και αισθητική διατρέχει το μεγαλύτερο διάστημα, δημιουργώντας μια έντονα κινηματογραφική εντύπωση, σα να αφουγκράζεσαι από μια κρύπτη την διαδρομή μιας ταινίας. Ο συσχετισμός της μουσικής του με το progressive rock έχει αυτή τη βουκολική, ανοιχτού γαλήνιου ορίζοντα αισθητική και της μινιμαλιστικής εσωστρέφειας κάποιων περιόδων των Pink Floyd. Δίπλα σε αυτά, υπάρχουν και κάποια ντελικάτα groove που λικνίζονται διακριτικά με υποψίες smooth jazz και συχνά easy listening, ακόμα και χορευτικών (στο “The Flicker”) διαθέσεων. Το αποτέλεσμα είναι ένα υπέροχα δελεαστικό δόλωμα για οποιοδήποτε μπορεί να νιώσει μια ακουστική συγγένεια με όλα αυτά. Φυσικά, η συνολική επίδραση δυναμώνει πολύ περισσότερο γι’ αυτόν που θα κάνει και τον συσχετισμό με την καλογραμμένη περιγραφή της φιλίας των δυο σπουδαίων ανδρών: έτσι έχεις πραγματικά το συνολικό εγχείρημα, με δεδομένη τη σημασία της δουλειάς του Birzer σε αυτό.

Με τη συχνή επανάληψη παρόμοιων ιδεών στο χωράφι του progressive rock, η παρέμβαση των The Bardic Depths ακούγεται παραπάνω επιθυμητή και καλοδεχούμενη, μια καλλίγραμμη γέφυρα ανάμεσα σε ευρύτερα αγαπητά στοιχεία του είδους και την αναπλαστική ευγένεια της κινηματογραφικής μουσικής.

https://www.facebook.com/groups/1013947662292565
https://thebardicdepths.bandcamp.com/album/the-bardic-depths

602
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…