Η αμηχανία που αισθανόμαστε μπροστά σε μία νέα αρχή, η οποία διαταράσσει την τάξη των πραγμάτων στην οποία είχαμε επαναπαυθεί είναι ένα συναίσθημα το οποίο κανενός είδους πυρετώδεις και ενδελεχείς προετοιμασίες δεν μπορούν να ανασχέσουν.
Όντας τα τελειότερα πλάσματα αυτού του πλανήτη, έχουμε δανεισθεί και προσπαθούμε να φέρουμε στα μέτρα μας όλες τις νουθεσίες της φύσης από την οποία προερχόμαστε. Τα αποτελέσματα ενδεχομένως να μη μας δικαιώνουν σε μόνιμη βάση, η πρόοδος όμως είναι αναντίρρητη.
Στη δύση του προηγούμενου έτους, το οποίο μας επιφύλαξε κάθε είδους αναπάντεχη εξέλιξη, επωαζόταν η μεγαλύτερη ανατροπή η οποία εν τέλει εξελίχθηκε σε μια χρόνια κατάσταση (καλύτερα κρίση), επιβεβαιώνοντας τη ρήση «Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού».
Με την ανατολή του νέου έτους (τουλάχιστον για εμάς τους δυτικότροπους) ανανεώθηκαν οι ελπίδες μας για όλα όσα επρόκειτο να έρθουν και ειδικά στον χώρο της αγαπημένης μου τέχνης οι προσδοκίες είχαν ήδη εκτιναχθεί πάνω από οποιαδήποτε οροφή θα μπορούσα να έχω θέσει εκ προοιμίου. Όμως μια μικρή βιολογική αναταραχή η οποία βρήκε πρόσφορο έδαφος στην Ανατολή είχε ήδη αρχίσει να μεγεθύνεται με ρυθμούς τους οποίους εξ αρχής ο πλανήτης αγνόησε. Ετεροχρονισμένα μπορεί κανείς να ερμηνεύσει δικά του προσωπικά σημεία ως τμήματα μίας προειδοποίησης η οποία προϋπήρξε, όμως δε θα αναλωθούμε σε τέτοιες συλλογιστικές πορείες.
Τον πρώτο μήνα αυτού του (Γρηγοριανού είπαμε;) έτους, όπως είναι αναμενόμενο, χρειαστήκαμε τις μέρες για να μαζέψουμε όσα περίσσεψαν από το προηγούμενο ώστε να μπορέσουμε να βάλουμε τους καινούριους στόχους σε πρώτο πλάνο. Χρησιμοποιώντας αυτόν τον εκτεταμένο επίλογο, οδηγηθήκαμε ανεμπόδιστα και ταχύτατα στο δεύτερο μήνα, όπου πλέον οι προθέσεις όλων αρχίζουν να αποσαφηνίζονται, πρώτα στους εαυτούς τους και μετά στον περίγυρό τους. Η προηγουμένως ασαφής απειλή μιας λιλιπούτειας ύπαρξης η οποία ακροβατεί στα όρια της έννοιας του οργανισμού έχει αρχίσει πλέον να είναι πιο ευδιάκριτη και να λαμβάνει τη δική της ταυτότητα.
Παρά λοιπόν τον επικείμενο ερχομό του ιού, η ροή της πραγματικότητας στην άλλη πλευρά του νοητού παραπετάσματος, αυτή της «υγείας» (η γρίπη καλά κρατεί ακόμη) δεν υπήρξε συναγερμός ο οποίος θα προμήνυε την έκρυθμη κατάσταση του σήμερα. Τα πολιτιστικά δρώμενα συνεχίζουν ακάθεκτα και πολλοί από τους αγαπημένους μας καλλιτέχνες εσωτερικού και εξωτερικού μας βοηθούν να ξεφύγουμε από τους φρενήρεις ρυθμούς της καθημερινότητας. Μιας καθημερινότητας η οποία για τους περισσότερους υφίστατο ως μία ρουτίνα, κουραστική, αλλά καθ’ όλα ελεγχόμενη και προβλέψιμη, άρα ασφαλής.
Από τα τέλη Ιανουαρίου μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου, το καλλιτεχνικό output ήταν σε υψηλότατα επίπεδα και ετοίμαζε το έδαφος για μία δημιουργικότατη και αρκετά παραγωγική χρονιά. Τα περισσότερα βέβαια έργα φάνηκε να είναι επηρεασμένα από τη δεσμευτική φύση του κατεστημένου, ενώ εξέφραζαν την αποστροφή τους για τη μονιμοποίηση αυτής της επικρατούσας κουλτούρας της υποτιθέμενης ασφάλειας, προσπαθώντας να εμπνεύσουν το νου μας να σπάσει αυτά τα δεσμά και να ελευθερώσει τα αισθητήρια μέσα του. Η οχλαγωγία των υποχρεώσεων όμως φάνηκε να υπερισχύει, για ακόμη μία φορά.
Εκεί, στη μετάπτωση στον πρώτο μήνα της αγαπημένης μας άνοιξης, πλέον η επιδημία μας κρούει την πόρτα, όμως εμείς με περίσσεια «ανδρεία» το αγνοούμε και κλείνουμε τα αυτιά μας, αφήνοντας την πίστη μας στο «καλύτερο» (το ότι κάποιος άλλος θα αναλάβει την ευθύνη, μάλλον) να εξουσιάσει τη λογική μας, πιστεύοντας πως θα μας κάνει άτρωτους. Άλλωστε, οι εορτασμοί της αποτίναξης του ζυγού του χειμώνα ήταν σε υψηλότερη μοίρα, αφού θα προσέφεραν την απαραίτητη εκτόνωση από τον εγκλεισμό (αν και ο χειμώνας αυτή τη φορά δεν μας είχε κουράσει πραγματικά).
Η πρώτη εβδομάδα με τη Δεύτερη του Μαρτίου ήταν δύο κόσμοι αντίθετοι, με την απρόσμενη αυτή διαφορά να δημιουργεί μία παράταιρη αίσθηση στην πλειονότητα (πανικό, δηλαδή), και κατά την τελείως άτσαλη αυτή -για τα δεδομένα του απροετοίμαστου νου- μετάβαση η ζωή μας άλλαξε άρδην, ρίχνοντας μονομιάς τους ρυθμούς σε επίπεδα συντήρησης. Σύντομα, ο ένας τομέας μετά τον άλλον καθηλωνόταν, με τις συναυλίες να ακυρώνονται πιο γρήγορα απ’ όσο κρατάει ένα μέσο κομμάτι σε έναν grind δίσκο και τις κάθε είδους αποδράσεις να καταργούνται. Μέσα σε μία εβδομάδα, έγκλειστοι πλέον στα σπίτια μας και αποσβολωμένοι στους τηλεοπτικούς μας δέκτες παρακολουθούσαμε την εξάπλωση του κορονοϊού και της ασθενείας COVID-19 σε όλον τον πλανήτη, ανήμποροι πλέον να αντιδράσουμε και να ελέγξουμε τη δράση του.
Παρά την παραφιλολογία η οποία είχε πρόσφορη γη για να εξαπλωθεί, επικράτησε περισσότερο μία απρόσμενη για τα δεδομένα της εποχής και της προσοχής που επιδεικνύουμε σωφροσύνη, η οποία μονομιάς κατάφερε να μας κάνει πιο παρατηρητικούς. Όταν πλέον σταματήσαμε να κάνουμε θόρυβο, αφουγκραστήκαμε τον αντίκτυπο της ίδιας μας της ύπαρξης, της οποίας η πάγια ανάγκη για να πάμε γρηγορότερα «ουδετεροποιούσε» οποιοδήποτε εξωτερικό ερέθισμα. Και αν η καραντίνα μας υποχρέωσε σε κατ’ οίκον περιορισμό, αυτή ήταν η ευκαιρία που δε γνωρίζαμε ότι ψάχνουμε να γνωρίσουμε καλύτερα αυτό το ρευστό, συνεχώς ανανεούμενο μωσαϊκό που ονομάζεται «εαυτός».
Επειδή λοιπόν η τέχνη δε γνωρίζει όρια, άρα και η προσωπική μας, ενδόμυχη αναζήτηση μπορεί να μας οδηγήσει στο να στοιχειοθετήσουμε καλύτερα το ποιόν μας. Το να επισκεφθούμε ξανά μουσικές που μας είχαν στιγματίσει στο παρελθόν και να τις χρησιμοποιήσουμε ως σελιδοδείκτες στην πορεία της ανάπτυξής μας είναι ένα εργαλείο που έχουμε στη διάθεσή μας. Έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε ήχους που δεν προλάβαμε ν’ ακούσουμε ποτέ και νοηματοδοτήσουμε σαφέστερα τις κομβικές στιγμές της ζωής μας, κατανοώντας το παρόν και ατενίζοντας το μέλλον.
Γνωρίζοντας νέους καλλιτέχνες, ταξιδεύουμε στους κόσμους που ανήκουν αλλά και οι ίδιοι δημιουργούν. Έχει ειπωθεί πως «ένας άνθρωπος που διαβάζει ζει χίλιες ζωές». Πατώντας σε αυτό, είναι ασφαλές να προσθέσουμε ότι ένας άνθρωπος που ακούει μουσική γίνεται μέρος ενός ολόκληρου σύμπαντος, βιώνοντας κάθε στιγμή του προσωπικά. Είναι η ίδια η ουσία της τέχνης, η οποία γεννιέται καθώς παίζεται, τέτοια που μας επιτρέπει να ενστερνιστούμε την κάθε στιγμή της δημιουργίας της.
Στις μέρες του σχεδόν ολικού lockdown, μπορεί να μην έχουμε την ευκαιρία να επικοινωνήσουμε με τους αγαπημένους μας ανθρώπους πρόσωπο με πρόσωπο, όμως έχουμε τη δυνατότητα να εκτιμήσουμε περισσότερο την ικανότητα να αφουγκραζόμαστε προσεκτικά. Μια μορφή επικοινωνίας την οποία θεωρούμε ότι κατέχουμε απλά και μόνο από κεκτημένη ταχύτητα, όταν όμως αυτή υποχωρήσει, αντιλαμβανόμαστε την πληθώρα των λεπτομερειών οι οποίες μας διαφεύγουν, στην βιασύνη μας να σκαρώσουμε την ικανότερη απάντηση.
Έχουμε μια ευκαιρία να ακροαστούμε προσεκτικά, αφιερώνοντας όλα τα συνειδητά, υποσυνείδητα και ασυνείδητα μέσα. Ας την εκμεταλλευτούμε στο έπακρο!
580