Είδος: Experimental/doom/kraut jazz
Δισκογραφική: Subsound
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 25 Ιουνίου 2021
Η αναγνώριση άργησε εννέα χρόνια, και πιθανόν τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές να μην έχει έρθει ακόμη, και ίσως να μην έρθει και ποτέ. Ο λόγος για κάποια τυχόν καταξίωση, ούτε καν. Τουλάχιστον εννέα χρόνια από την αρχική του κυκλοφορία κατέφτασε η πολυαναμενόμενη επανακυκλοφορία για να «χρυσώσει το χάπι» και να κερδίσει την όποια αποδοχή, έστω και καθυστερημένα.
Ο λόγος για το experimental duo των Bobby Previte και Jamie Shaft το έργο των οποίων ακούει στο όνομα “Doom Jazz” και πρόκειται να βρει τον δρόμο προς τα ράφια των δισκοπωλείων μέσω της Subsound Records, σε αρκετές θελκτικές απτές κυκλοφορίες φυσικού (και μη) format.
Swami Lateplate λοιπόν είναι το «πνευματικό παιδί» ειδικής μεταχείρισης και ιδιαίτερων ικανοτήτων των προαναφερθέντων Νεοϋορκέζων καλλιτεχνών, οι οποίοι βρίσκουν διέξοδο από τις καθημερινές τους ασχολίες και τα αμέτρητα project που διαθέτουν ανακαλύπτοντας έναν τρόπο έκφρασης πιο πειραματικό και αυτοσχεδιαστικό, χωρίς να ακολουθούν συγκεκριμένα μοτίβα. Tουναντίον ακολουθώντας τα καλλιτεχνικά τους πρωταρχικά ένστικτα, εγείροντας τη φαντασία και διεγείροντας τις αισθήσεις μας.
Μια ματιά πάντως αν ρίξει κανείς στο μουσικό βιογραφικό των κυρίων Bobby Previte και Jamie Shaft αρκεί για να πάθει μια μικρή παράκρουση. Ο μεν έχοντας αναλάβει στα του δίσκου τα τύμπανα, στα οποία δίνει τον ρυθμό με τον τρόπο του και σε δικό του πάντα χρόνο (καταργώντας μετρονόμους και μέτρα) με το trap drumming του, αποτελεί εμβληματική φιγούρα της Νεοϋρκέζικης “Downtown” ’80s σκηνής λαμβάνοντας βραβεία και διακρίσεις από διάφορους μουσικούς οργανισμούς, ενδεικτικά αναφέροντας τους NEA, NYFA, NYSCA, New Music USA, The Jerome Foundation, μεταξύ πολλών άλλων. Ο δε από την άλλη, έχοντας υπάρξει και παραμένοντας βιρτουόζος των πλήκτρων και του πιάνου, σαν συνθέτης έχει συνεργαστεί με μία πληθώρα συγκροτημάτων όπως Iggy Pop, Beastie Boys, Bad Brains, The B-52’s, Roswell Rudd, John Zorn και έχει προταθεί για όσκαρ μουσικής επένδυσης στην ταινία Murderball, ενώ έχει κερδίσει το βραβείο του Sundance festival για το ντοκυμαντέρ “God Grew Tired Of Us”. Στον δίσκο ξεδιπλώνει τις πτυχές του ταλέντου του μέσα από διάφορα πληκτροφόρα όργανα και χτυπώντας τις χορδές του μπάσου του δίνοντας όγκο και ενισχύοντας την ήδη ψυχοφθόρα ατμόσφαιρα.
Η μουσική του δίσκου δικαιολογεί και τα δύο συνθετικά του τίτλου “Doom Jazz”, καθώς πάνω σε μια κενή doom/drone «παλέτα» γεμίζουν με αρκετές «πινελιές» από jazz ήχους και αρκετούς ηχητικούς πειραματικούς, αυτοσχεδιασμούς σαν σε jamming session, το οποίο δεν ακούγεται καθόλου παράταιρο. Μπορεί πάντως να βρίσκεται αρκετά μακρυά από τον κλασικό μεταλλικό doom ήχο που έχει κατά νου και έχει συνηθίσει ο μέσος ακροατής, αλλά η ατμόσφαιρα που δημιουργείται είναι τόσο «βαριά» και ασήκωτη πολλές φορές, που θα έχεις την εντύπωση ότι σε έχει καταπλακώσει ταφόπλακα.
Στα οχτώ κομμάτια που απαρτίζουν τον δίσκο οι συνθέσεις πλαισιώνονται από μία πανδαισία οργάνων, όπως mellotron, organ, πιάνο, μπάσο και κρουστά, και παρότι θα περίμενε κανείς να επικρατεί το πανδαιμόνιο, αντ’ αυτού η προσέγγιση είναι αρκετά μινιμαλιστική και το παράδοξο είναι πως υπάρχει τόσο βάθος σε αυτήν τη μουσική που δεν μπορείς να το φανταστείς, ούτε και να το προσεγγίσεις ακόμα και με το βαθυσκάφος του Cousteau.
Βέβαια αξίζει να το προσπαθήσεις.
Ο ήχος της μπάντας είναι συγγενικά πολύ κοντά σε αυτόν των Αυστραλών avant-garde jazziest The Necks, όπως επίσης και των Bohren & der Club of Gore και The Mount Fuji Doomjazz Corporation, καθώς για περισσότερο από μία ώρα ανακαλύπτουν και παρατηρούν την εξέλιξη και την κατάρρευση επαναλαμβανόμενων μουσικών μορφών. Βέβαια, ηχητικά μπορεί να υπάρχει κάποιο χάσμα και να μην είναι πολύ κοντά, αλλά από πλευράς ιδιοσυγκρασίας και φιλοσοφίας υπάρχουν πολλές ομοιότητες με καλλιτέχνες όπως Ulver (περιόδου Perdition City και Swallow of the Sun), The Swans όπου ο πειραματισμός είναι μία αέναη διαδικασία εξέλιξης και αυτοϊκανοποίησης.
Κοινός παρονομαστής όλων είναι πως οι μουσικές τους δεν είναι εύπεπτες και δεν είναι για να μπουν στο background ενώ ασχολείσαι με κάτι άλλο. Είναι απαιτητικές και θα πρέπει να αφιερώσεις χρόνο και αρκετή ουσία για πάρεις το ελάχιστο από αυτές. Διαφορετικά μην το κάνεις. Θα έρθεις σε ρήξη με τον εσωτερικό σου κόσμο, με πράγματα που σε ταλανίζουν και ερεθίσματα που δεν θέλεις θα βγουν στην επιφάνεια, όμως στο τέλος θα έρθει η εξιλέωση ή η ισοπέδωση. Δεν έχουν όλα τα πράγματα, έτσι και τα ακούσματα, happy ending με την ευρεία έννοια του όρου.
Το “Doom Jazz” συγκεφαλαιώνοντας δεν θα σου προσφέρει κάποια απόλυτη διασκέδαση ή μουσικοθεραπεία, αλλά σίγουρα μια μορφή ψυχοθεραπείας με τον εαυτό σου υπό minimal jazz, kraut ήχους οι οποίοι δεν θα σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο, αλλά σίγουρα λίγο περισσότερο σκεπτόμενο και ελαφρώς προβληματισμένο ακροατή, δίνοντας για αρχή μόνο σχεδόν μία ώρα από το χρόνο σου.
Facebook: https://www.facebook.com/subsoundrecords/
You Tube Channel: https://www.youtube.com/channel/UCcugT8PzNepze-PnZAKgWrQ