
Στον απόηχο της εμφάνισης των Dark Tranquility, που εδώ που τα λέμε ακόμα ψάχνουμε των ήχο από τις κιθάρες, χρειαζόμουν κάτι για να αναπληρώσω το χαμένο ήχο και να υπερκορεστώ με δαύτον.
Και τι καλύτερο από αυτό πέρα από την εμφάνιση των Sumac, πλαισιωμένη από τους Omega Monolith, η οποία έσκασε σαν μάννα εξ ουρανού και μας έδωσε το πάτημα να χαθούμε στο άναρχο και ακραίο ηχητικά κόσμο της αμερικανό καναδικής τριάδας.

Τσαγκαροδευτέρα και αρκετοί μύστες του πειραματικού ήχου και του μουσικού υπόβαθρου των συντελεστών των Sumac, βρέθηκαν στο κύτταρο για να απολαύσουν την μπάντα.
Μέσα σε έναν συρφετό από πετάλια και ενισχυτές, οι δυάδα των Omega Monolith, βρήκε χώρο να στηθεί επί σκηνής και να ξεδιπλώσει την μουσική της.

Πραγματικά δεν θα μπορούσα να φανταστώ πιο ταιριαστό support act για να προλογίσει τους Sumac και να μας βάλει στο χώρο της έντασης και των συχνοτήτων. Τους έχω παρακολουθήσει αρκετές φορές, μα αυτή ήταν με διαφορά μία από τις καλύτερες, αν όχι η καλύτερη.
Η μπάντα λειτούργησε σαν μία οντότητα, ενιαία και αδιαίρετη και μας παρουσίασε το drone doom της, με μία κινηματογραφική ροή σαν να ήταν κάποιο απόκοσμο και σκοτεινό soundtrack, άλλοτε πιο μονολιθικό, άλλοτε πιο industrial, μα τις περισσότερες φορές ακραία ατμοσφαιρικό και υπερβατικό.

Εντύπωση μου προκάλεσε το γεγονός ότι οι δύο τους επικοινωνούσαν με τα μάτια κυριολεκτικά, και σαν συγκοινωνούντα δοχεία αντάλλασσαν ιδέες και πληροφορίες, επιδεικνύοντας την ικανότητα τους να δημιουργούν έναν γεμάτο και πυκνό ήχο, παρότι μόνο δύο μέλη, που συνδυάζει heavy κιθάρες, μονολιθικά τύμπανα και ζωντανές λούπες, παρουσιάζοντας ένα σετ που μας ταξίδεψε σε ηχητικά τοπία γεμάτα βάθος και δυναμική.
Η χρήση πεταλιών και εφέ πρόσθεσε βάθος στις συνθέσεις τους, και μία γενικότερη αισθητική κατάσταση που δύσκολα θα ξεχαστεί από τον κόσμο που με το πέρας της εμφάνισης τους αποθέωσε με χειροκροτήματα, σφυρίγματα και φωνές.

Ένα σχεδόν σαραντάλεπτο ταξίδι έλαβε τέλος με σκοπό να ξεκινήσει το επόμενο το οποίο προμηνυόταν ακόμα πιο χαοτικό και λαβυρινθώδες.
Η σκηνή μετά τις απαραίτητες αφαιρετικές εργασίες άδειασε και έδωσε τον χώρο στην τριάδα των Sumac και του ηχητικού τους εκτοπίσματος να καταλάβει κάθε τετραγωνικό εκατοστό.

Τα φώτα έσβησαν, το αλά Pollock αισθητικής εξώφυλλο του “The Healer” δέσποζε στο background και η ζωντανή ιστορία της ακραίας και πειραματικής σκηνής αποτελούμενη από τους Turner, Cook και Yacyshyn ξεκίνησε το έργο της, διατυμπανίζοντας το μουσικό της μανιφέστο.
Το συγκρότημα με τον μοναδικό του τρόπο συνδύασε sludge, post-metal, drone, noise, avant-garde και πάει λέγοντας ήχους, και παρουσίασε ένα σετ που αμφισβήτησε τα όρια του θορύβου και της μουσικής σύνθεσης.

Από την πρώτη στιγμή, από την πρώτη νότα η ατμόσφαιρα στο Κύτταρο ήταν ηλεκτρισμένη και η σκηνή πλημμύρισε από έναν βαρύ, πολυδιάστατο ήχο που συνδύαζε την ένταση και βρομιά του sludge με την ατμοσφαιρικότητα του post-metal, την παράνοια του math, την “In your face” εκφραστικότητα του hardcore και την ψυχεδέλεια απόρροια είτε της desert είτε της αμιγώς ηλεκτρονικής προσέγγισης.
Ουσιαστικά αυτό που έχει καταφέρει ο Turner, στα πλαίσια της αέναης καλλιτεχνικής αναζήτησης, είναι να ενώσει τα πρότερα στοιχεία των Isis, Old Man Gloom, Mammifer και Greymachine και να τα εξελίξει κατά το δοκούν στον ήχο των Sumac, μαζί από κοινού με τις επιρροές των δύο συνοδοιπόρων του.
Η τεχνική αρτιότητα των Sumac ήταν εμφανής σε κάθε νότα, με τα μέλη του συγκροτήματος να επιδεικνύουν εξαιρετική μουσική συνεννόηση και δεξιοτεχνία. Είναι άξιο απορίας το πως ενεργούν επί σκηνής, καθώς αντιλαμβάνονται την μουσική με μία ελευθεριάζουσα διάθεση, με ασυμβίβαστο τρόπο και με έντονο το αυτοσχεδιαστικό στοιχείο, επιτρέποντας τους να ξεφύγουν από νόρμες, εξελίσσοντας τον ήχο τους και γεννώντας νέα ιδιώματα και ταμπέλες να μας μπερδεύουν, στον ήδη χαοτικό τους μουσικό κόσμο.
Κάποια στιγμή προσπαθούσα να εστιάσω σε έναν από τους τρεις, αλλά ήταν φύση αδύνατο και μόνο αν άνοιγες το τρίτο σου μάτι θα το κατάφερνες. Σε μία στιγμή καπνικής επιφοίτησης, που πιθανόν να προκάλεσε κάτι τέτοιο σε μένα, σκέφτηκα ότι αυτό που παίζουν οι Sumac, και το κατοχυρώνω με το παρόν κείμενο για πνευματικά δικαιώματα, είναι ένα υβρίδιο που ονομάζετε post sludjazz.

Οι συμπαγείς μα πάντα ρευστές μπασογραμμές του Cook μας ωθούσαν ωστικά, την ίδια στιγμή που τα riffs του Turner μας ξέσκισαν τα σωθικά και σαν επιστέγασμα τα υπέρ ταχεία ακριβή χτυπήματα του Yacyshyn μας σκόρπιζαν παντού.
Συνολικά η απόδοση των Sumac ήταν επιβλητική και γεμάτη ένταση. Ο Aaron Turner, με την χαρακτηριστική του σκηνική παρουσία, μας καθοδήγησε μέσα από μια μουσική περιπέτεια που συνδύαζε την ακατέργαστη δύναμη με την συναισθηματική ένταση.
Αν και πρώτη φορά τον παρακολούθησα το μακρινό 2005, με ενδιάμεσους σταθμούς μέχρι την περασμένη Δευτέρα, για πολλοστή φορά η ερμηνεία του ήταν γεμάτη πάθος, με κάθε κομμάτι να αποδίδεται με ακρίβεια, ένταση και συναισθηματική φόρτιση δίνοντας όλο του το είναι και όλη του την ενέργεια. Και το γεγονός ότι ζήτησε γονυπετής από μία οπαδό να μην καπνίζει, είχε τον λόγο του.

Πάντως ο κόσμος ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό και σεβασμό, όσο μπορούσε, δημιουργώντας μια αμοιβαία ένωση με το συγκρότημα. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη ένταση και συγκέντρωση, με όλους μας να παρακολουθούμε με προσοχή κάθε στιγμή της συναυλίας.
Η εμφάνισή τους στο Κύτταρο ήταν μια μοναδική μουσική εμπειρία που δεν χωράει αμφιβολία πως άφησε ανεξίτηλο το στίγμα της στην αθηναϊκή μουσική σκηνή, ευγενική χορηγία της Smoke The Fuzz.
Η συνύπαρξη έντασης, τεχνικής αρτιότητας και συναισθηματικής φόρτισης και ακραίας ηχητικά μουσικής δημιούργησε μια ατμόσφαιρα που δύσκολα μπορεί να ξεχαστεί.
Άραγε αν σας ρωτήσουν “ever breathe a frequency..?”… τι θα απαντήσετε…;
Φωτογραφίες: Έφη Γαλιατσάτου


