SOULS OF TIDE: “Black Magic”

ALBUM

Είδος: Hard Rock
Δισκογραφική: Mighty Music
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 22 Μαΐου 2020

“Άλλη μια περίπτωση βόρειων νοσταλγών”, θα μπορούσες να γράψεις για τους Νορβηγούς από το Hamar, και να μην ανοίξει μύτη… Ή μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι;

Φρέσκια σχετικά περίπτωση του λεγόμενου vintage πανηγυριού, με ένα ομότιτλο EP το 2014, και το πρώτο τους άλμπουμ, με τον τίτλο “Join The Circus” το 2016, οι Souls Of Tide μοιάζουν να αποτελούν μια μικρή μουσική μικτή Νορβηγίας, έχοντας προέλθει από τα γκρουπ Trollfest, Wyruz, Sarkom, Porterville, Dead Maple, Matanzick και Opel, αν σημαίνουν κάτι για κάποιον όλα αυτά τα ονόματα.

Το “Black Magic”, ολόφρεσκο και φιλόδοξο, μας συστήνεται με την ζωγραφιά μια γυμνής χορεύτριας στο σεληνιασμένο φως του γεμάτου φεγγαριού. Οι τίτλοι παίζουν με τη φωτιά, τη μαγεία, τη θυσία και έχουν τόσο αστέρι της αυγής όσο και αστέρι του σούρουπου.

Σχεδόν 35 λεπτά νέας μουσικής από τους Νορβηγούς μας κάνουν εύκολα να φανταστούμε τα οχτώ τραγούδια χωρισμένα σε δυο πλευρές βινυλίου, γυρίζοντας στις εποχές που οι δίσκοι έκρυβαν πιο σύντομα αλλά συχνά ουσιαστικά μουσικά ταξίδια. Και εκείνη η εποχή ακούγεται πανηγυρικά να καθορίζει τα πατήματά τους και τη λογική της δικής τους έκφρασης. Οι εξαμελείς hard rockers, πέρα από την αναμενόμενη υποστήριξη της εξαιρετικής φωνής του Larsen από δυο κιθάρες, τύμπανα και μπάσο, διακοσμούν τον ήχο τους και με το Hammond του Kjetil Banken. Άλλωστε οι ίδιοι δηλώνουν χωρίς το παραμικρό πρόσχημα αγάπη και αφοσίωση για γκρουπ όπως οι Deep Purple, Black Sabbath και Doors.

Γιατί λοιπόν να δώσει κανείς τον χρόνο του στους SoT; Ξεκινώντας από την ηχητική εντύπωση που αφήνει τελικά το “Black Magic”, θα τους τοποθετούσα μάλλον κάπου ανάμεσα στους Rainbow και τους Badlands, επιχειρώντας περισσότερο να μην αδικήσω αυτή την πραγματικά φρέσκια αίσθηση που μεταφέρουν παρά τις φανερά 70’s αγάπες.

Το δυνατό χαρτί τους είναι πως ακούγονται το ίδιο εύκολα και από τους ακροατές που έχουν σαν κύρια επιλογή το κλασικό metal. Η αφοσιωμένη hard rock ψυχή τους αποδεικνύεται ενισχυμένη, με μια παραγωγή ψυχωμένη και οργανική, που αναδεικνύει τόσο την λειτουργική συνεργασία του μπασίστα Johannesen με τον ντράμερ Kristiansen, όσο και τα πειστικά ρυθμικά του Langberg. Με τον πρωταγωνιστή της εξάχορδης Ole Kristian Ostby να κάνει εξαιρετική μελωδική δουλειά στα leads, έχουμε συνολικά έναν ήχο που γεφυρώνει το hard και το κλασικό metal με έναν τρόπο που ταιριάζει απόλυτα και με την γραφή τους. Και είναι δύσκολο να μην παραδεχτείς πως η γραφή τους είναι καλοδουλεμένη και σκόπιμα εξελίσσεται σε πιο ελεύθερα και ωμά τραγούδια.

Με μια σειρά από ευδιάκριτα και περιποιημένα, άμεσα hard rock δολώματα στο πρώτο μέρος του άλμπουμ, με κεφαλή το υπέροχο, εξωτικό “Firegirl”, το μυστηριώδες “Through The Fire”, ή το ομότιτλο που σε βουτάει από το λαιμό, έχεις δεχτεί πως οι τύποι έχουν σεβαστή δόση ταλέντου αλλά πάνω από όλα, ψυχή και αγάπη γι’ αυτό τον ήχο.

Μετά το “Interlude” που είναι ακριβώς αυτό που υπονοεί ο τίτλος του, μια σύντομη ατμοσφαιρική, κιθαριστική υπέρβαση, έρχονται τα δυο τελευταία τραγούδια του άλμπουμ, τα “The Offering” και “Evening Star”, να μας σπρώξουν σταδιακά με αυξανόμενη δύναμη και επίμονους επαναληπτικούς ρυθμούς σε μια σκοτεινή και επική αίσθηση που ολοκληρώνει το ταξίδι στο νέο άλμπουμ των Souls Of Tide.

Σίγουρα, δεν τολμήσαμε καν να σκεφτούμε την πλήξη, μάλλον αντίθετα θέλουμε κι άλλο, και με μεγάλη ευκολία ξεκινάς τη βόλτα από την αρχή. Όσο και αν η παγίδα του παρωχημένου παραμονεύει να τους πνίξει, αυτοί αναδύονται δυνατοί και φρέσκοι. Και όσο έχουν επίγνωση πως δεν θα αλλάξουν τον κόσμο αλλά θα τον κάνουν να περάσει πολύ καλά, είναι παραπάνω από χρήσιμοι και απαραίτητοι.

Facebook: https://www.facebook.com/soulsoftide/?epa=SEARCH_BOX

860
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…