SIEGES EVEN: “A Sense Of Change”

MONUMENT

Από την 1η Ιουλίου του 1990, οι Γερμανοί μαέστροι από το Μόναχο μας άφησαν με έναν ύμνο για την καταδικασμένη νεολαία: μια γέφυρα ανάμεσα στα φονικά χωράφια του Βελγίου και της Γαλλίας του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και την εξάρτηση των ναρκωτικών στη σύγχρονη εποχή, στηρίζεται από το ομότιτλο, αντιπολεμικό ποίημα του Wilfred Owen. Ένα απρόσμενα δύσβατο άλμπουμ που με τον χρόνο αποθεώθηκε, μετέφερε τους Sieges Even πολύ μακριά από το δυσπρόσιτο για τον μέσο ακροατή techno thrash του Life Cycle, που αναμφισβήτητα λοξοκοιτούσε στους Watchtower. Στο “Steps”, οι Γερμανοί έχουν ανοίξει ένα δικό τους πέρασμα σε μια έκφραση που οικειοποιείται την ακριβή τεχνική για να γεννήσει τελικά, νέα πρωτόγνωρα αισθήματα. Μια προσωπική αλλά και συλλογική ευγένεια που εκφράζεται ή υπονοείται στους στίχους ολοκληρώνει μια απόπειρα υπέροχα εσωστρεφή και απόκοσμα ποιητική μέσα στην απρόσβλητη τεχνική της συνοδεία.

Το “Steps” αναμφισβήτητα απλώθηκε σε νέες άγνωστες συντεταγμένες, με μοναδική του αδυναμία την μονόπλευρη προσέγγιση του Franz Herde στα φωνητικά, που στέρησε χρώματα εκεί που ξεκάθαρα διαφαίνονταν από τη μουσική. Το σχήμα όμως ήταν συνολικά στην πιο δημιουργική του φάση, δουλεύοντας ασταμάτητα, και γράφοντας σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ολόκληρο το υλικό που προοριζόταν για το επόμενο άλμπουμ.

Από τον Αύγουστο ως τον Οκτώβριο του 1991, οι μουσικοί κατέλυσαν στο AHA Studio του Μονάχου, ένα στούντιο πλήρως ψηφιακά εξοπλισμένο, δεδομένο εντυπωσιακό για την εποχή του. Δούλεψαν και πάλι με τον παραγωγό Charlie Bauerfeind, όπως δηλαδή και στο “Steps”. Ο Charlie έγινε αμέσως μετά ιδιαίτερα δημοφιλής για τις δουλειές του με τους Angra και φυσικά τους Blind Guardian, και αργότερα τους Helloween, όμως έκανε τα πρώτα του σημαντικά βήματα με τους Even. Η διαδικασία της ηχογράφησης κύλησε ομαλά, εύκολα και πολύ γρήγορα, όμως τα πρώτα προβλήματα ήρθαν όταν έφτασε η στιγμή για τον Franz Herde να ηχογραφήσει τα φωνητικά. Τα νέα τραγούδια ήταν διαφορετικά, συγκριτικά με το “Steps”, και απαιτούσαν μια πολύ πιο μελωδική φωνητική προσέγγιση. Δυστυχώς, τίποτα δεν λειτούργησε σωστά και κάποια στιγμή οδηγήθηκαν στην πολύ πικρή απόφαση να τερματίσουν τη συνεργασία τους με τον Franz, μια επιλογή που επιβαρυνόταν ακόμα περισσότερο από το δεδομένο της ισχυρής φιλίας που είχαν μαζί του.

Η πρώτη απόπειρα αντικατάστασης έγινε με μια Αμερικανίδα τραγουδίστρια που ήταν καταπληκτική, απλά η φωνή της δεν ταίριαζε τόσο στο μουσικό ύφος, έχοντας μια έντονη soul προσέγγιση στην ερμηνεία. Ηχογράφησαν μάλιστα ένα demo του “Epigram For The Last Straw” μαζί της, που ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Τελικά, δεν βρήκαν το θάρρος να προχωρήσουν με μια τόσο ριψοκίνδυνη λύση. Τότε, ο Oliver Holzwarth έκανε την πρώτη επαφή με τον Jogi Kaiser, του έπαιξε τις ηχογραφήσεις και τον ρώτησε αν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να τραγουδάει σε αυτά. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Jogi βρέθηκε στο Μόναχο και ηχογράφησε τα φωνητικά για ολόκληρο το άλμπουμ μέσα σε μόλις δυο μέρες.

Μια από τις πιο συγκλονιστικές και συναρπαστικές εμπειρίες στις μέρες του στούντιο, ήταν η ηχογράφηση με ένα κουαρτέτο εγχόρδων για το “Change Of Seasons”. Σε ένα απρόοπτο ατύχημα, στον κήπο του στούντιο, ο Charlie έσπασε το πόδι του, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και επέστρεψε τέσσερις ώρες αργότερα, να συνεχίσει τη μίξη του άλμπουμ. Ο Charlie έπαιξε και όλα τα keyboards στο άλμπουμ. Ο δίσκος, που κυκλοφόρησε με τον απόλυτα αντιπροσωπευτικό (για πολλούς λόγους) τίτλο, “A Sense Of Change”, ήταν η πρώτη κυκλοφορία που η “Steamhammer/SPV” κυκλοφόρησε αποκλειστικά σε cd. Για αυτούς που ψάχνουν σημειολογικές λεπτομέρειες, η μοναδική μπάντα που μνημονεύεται στις ευχαριστήριες γραμμές του booklet του άλμπουμ, είναι οι Psychotic Waltz.
Μουσικά, είναι ολοφάνερο πως η καταλυτική σκιά των Rush καθορίζει κατά μεγάλο βαθμό το συνθετικό και ηχητικό αποτέλεσμα. Είναι όμως εκείνος ο ισχυρός σκελετός πάνω στον οποίο κάθεται η συνολική ανήσυχη φύση των Γερμανών, που ψάχνει να αλιεύσει τα σωστά χρώματα για το στιχουργικό τους περιεχόμενο. Οι ίδιοι έχουν συχνά αναφερθεί στους Iron Maiden και τους Metallica, σαν επιδράσεις, στο τέλος της διαδρομής όμως υπάρχει το πανίσχυρο dna των Sieges Even. Όπως συμβαίνει στους περισσότερους σημαντικούς πιονέρους που οδηγούν τη μουσική σε νέους χώρους, το πνευματικό υπόβαθρο και η ισότιμη αξία της εσωτερικής αναζήτησης σημαδεύουν ή και καθορίζουν το μουσικό ταξίδι.

Ο Markus Steffen, ένας νέος μουσικός τότε που έψαχνε με την άφθαρτη ακόμα αισιοδοξία του τον δρόμο της έκφρασης με τους συνοδοιπόρους του, αναρωτιόταν έντονα για την πιθανότητα να βρει κανείς την ευτυχία παρά το τεράστιο βάρος της πέτρας του Σίσυφου στους ώμους του. Με τις σελίδες του Thoreau, του Shakespeare, του Walt Whitman και περισσότερο από όλους του Albert Camus να στροβιλίζονται στο μυαλό του, ο αποκλειστικός στιχουργός του γκρουπ επικεντρώθηκε σε θέματα υπαρξιακά που ακουμπούν όμως την φύση και την πορεία του καλλιτέχνη. Το άλμπουμ χαρακτηριστικά έκλεινε με το λυρικό “These Empty Places”, μια ματιά από τη σκηνή στη ζωή και τον αγώνα ενός καλλιτέχνη για επιτυχία και φήμη απέναντι σε μια άδεια αίθουσα. Το “Epigram For The Last Straw” κουβαλούσε τη μόνιμη σκιά της απόγνωσης που συνοδεύει άλλοτε από κοντά ή μακριά την ύπαρξη, τη συνεχή παρουσία και τον φόβο του θανάτου. Το “Dimensions” ήταν μια σουίτα σε τρία μέρη που αφορούσε στον ύπνο, το ασυνείδητο και το ξύπνημα με τις εικόνες που χάνονται στην περιορισμένη πραγματικότητα. Το “Change Of Seasons” ήταν το σεντούκι των αναμνήσεων της παιδικής ηλικίας, η απομάκρυνση σε διάφορα επίπεδα από αυτή, η λαχτάρα να επιστρέψεις και τέλος, η θλιβερή συνειδητοποίηση πως αυτό είναι αδύνατο. Στο “Behind Closed Doors” ο καλλιτέχνης/δημιουργός αναρωτιέται πως μπορεί να επιδιώξει τους δημιουργικούς του στόχους χωρίς συμβιβασμούς, και στο κοντινό θεματικά “Prime” υπάρχει το αγωνιώδες ερώτημα αν τελικά έχουν σημασία όλες αυτές οι ώρες εξάσκησης, η σκληρή δουλειά και οι φιλοδοξίες που τις τρέφουν. Όμως το θεμέλιο και ο βασικός πυρήνας του δίσκου είναι ο μύθος του Σίσυφου, και ουσιαστικά υπονοείται στην εναρκτήρια εισαγωγή “Prelude: Ode to Sisyphus”, και αναπτύσσεται στο έντονο και αγωνιώδες “The Waking Hours”. Η συνεχής αλλαγή και δημιουργία, ο μόνιμα στιγμιαίος στασιασμός του ανθρώπου απέναντι στο μαρτύριο της ματαιότητας, στην περιφρόνηση των θεών απέναντι στη θνητότητα της ανθρώπινης φύσης, μοιάζει να είναι το μοναδικό διαθέσιμο παυσίπονο, η παρηγοριά του καλλιτέχνη. Η κατανόηση του κόσμου αυτού είναι μια διαδρομή άγνωστη, ποτισμένη με δηλητήριο και ο κάθε Σίσυφος αυτού του πλανήτη ψάχνει σε κάθε στιγμή εξέγερσης να απαλύνει το φορτίο του.

Η μουσική του δίσκου είναι απίθανα συνυφασμένη με όλα αυτά. Οι καταπληκτικοί αυτοματισμοί και συντονισμοί των μουσικών, οι ανατρεπτικές διαδρομές, οι στιγμιαίοι μουσικοί στασιασμοί που αγωνίζονται να ανατρέψουν και να δημιουργήσουν ταυτόχρονα, έχουν την ίδια στιγμή υποταχθεί σε έναν αξιοπρεπή, ευγενικό λυρισμό που αντιπροσωπεύει την ανάγκη για ομορφιά, την εμπιστοσύνη στην ανύποπτη χαρά και το συναίσθημα, μια ηρωική σχεδόν πίστη στη ζωή. Οι Γερμανοί έχουν εντρυφήσει στην γεωμετρική προσέγγιση των Rush, με την αγάπη όμως στον λυρισμό της κλασικής μουσικής αλλά και τις ενισχύσεις των jazz και fusion επιδράσεων, συμπληρώνουν ένα ανεκτίμητο εκφραστικό αποτέλεσμα. Με τον πολύπλευρο και ανήσυχο Steffen να μεταφέρει τις επιρροές του από τον Allan Holdsworth, τον John McLaughin, και περισσότερο από όλους τον αγαπημένο του Julian Bream, εξαιτίας του οποίου είχε αρχίσει να παίζει και λαούτο, οι Γερμανοί βρήκαν το μονοπάτι ανάμεσα στην ψυχρή πραγματικότητα της ζωής και τη ζεστή καρδιά του ουμανιστή, αφήνοντας τελικά ένα μοναδικό σημάδι στην παγκόσμια μουσική.

Η κορνίζα αυτού του ηχητικού κοσμήματος βρέθηκε στην υπέροχη φωτογραφία του Christoph Hellhaκe, με την κλεψύδρα να υπερτονίζει την αίσθηση της παροδικότητας. Οι Γερμανοί ήταν αισιόδοξοι για τη συνέχεια, και ενθουσιάστηκαν με την προοπτική να περιοδεύσουν με τους Fates Warning για την προώθηση του άλμπουμ, κάτι που τελικά δεν έγινε. Όπως κάθε δύσπεπτο μεγάλο έργο, έτσι και το “A Sense Of Change” ωρίμασε με διαφορετικές διαδρομές στα αυτιά των ακροατών που γνωρίστηκαν μαζί του, αποκτώντας με το πέρασμα των χρόνων ένα σημαντικό μέρος της πραγματικής του αξίας. Οι αναπόφευκτες δυσκολίες έφεραν δυστυχώς τις πιο πικρές απαντήσεις σε όλα όσα αναρωτήθηκε ο Markus Steffen για τη μοίρα του καλλιτέχνη. Οι συγκρούσεις μεταξύ τους αυξάνονταν συνεχώς, με αποτέλεσμα την αποχώρηση του Markus, με δεδομένη πια την έλλειψη κοινού εδάφους. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και ο Jogi Kaiser, που δεν είχε προσληφθεί απλά για τα φωνητικά καθήκοντα του δίσκου, προοριζόταν για μόνιμο μέλος του γκρουπ, και είχε εμφανιστεί μάλιστα και ζωντανά μαζί τους. Οι αδερφοί Holzwarth συνέχισαν με νέο κιθαρίστα και τραγουδιστή σε άλλα μονοπάτια, διατηρώντας την περιπετειώδη γενναιότητα που πάντα χαρακτήριζε αυτό το όνομα.

Μοιάζει τελικά σαν ο μύθος του Σίσυφου και το βάρος της πέτρας του να κερδίζουν πάντα, σπρώχνοντας το μαρτύριο μέσα στο μονοπάτι του χρόνου.

Ή μήπως, παραβλέποντας την εμπορική απαξίωση, και ψάχνοντας σήμερα ακόμα την αντοχή αυτού του άρτιου τεχνικά ουμανισμού, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι;

“Do you remember the giant’s world
when infantail heroes restrained the dragon with millboard swords?”

Αντί επιλόγου: Ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου τον Markus Steffen που δέχτηκε πρόθυμα να φωτίσει τόσες λεπτομέρειες για ένα άλμπουμ που μόνιμα θα έχει ιδιαίτερη θέση στη ζωή μου. Έχουν περάσει πολλά χρόνια αλλά θα θυμάμαι πάντα τον εαυτό μου να περιμένει στο ταμείο να πληρώσει για το “Images and Words” που μόλις είχε φτάσει, να επιστρέφει στο σπίτι του, να το ακούει ολόκληρο εντυπωσιασμένος, και αμέσως μετά να βγάζει ξανά εκείνη την κασέτα που του είχε στείλει ένας φίλος (ελπίζω να διαβάζει το κείμενο αυτό) για να ακούσει για αμέτρητη φορά τα τρία τραγούδια που υπήρχαν με μέτριο ήχο από το “A Sense Of Change”.
Μέχρι να το αποκτήσει οριστικά για να κουβαλά πια διαφορετικά τη δική του πέτρα…

728
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…