Τόνοι ιντερνετικής (και μη) μελάνης έχουν γραφτεί για τους Scorpions και είτε τους λατρεύεις, είτε τους μισείς, δε γίνεται να μην αποδεχτείς την τεράστια προσφορά τους στη rock σκηνή.
Η απαρχή τους βρίσκεται το 1965 στο Ανόβερο της Γερμανίας, με ιδρυτικό μέλος τον κιθαρίστα Rudolf Schenker (ο οποίος είχε αναλάβει και χρέη τραγουδιστή στην αρχή), με την προσθήκη του αδελφού του, Michael να έρχεται αμέσως μετά, ενώ στην πορεία προστέθηκαν και οι Lothar Heinberg και Wolfang Dziony (μπάσο και drums αντίστοιχα).
Η ένταξη όμως του τραγουδιστή Klaus Meine ήταν εκείνη που έδωσε άλλο αέρα στο σχήμα, το οποίο ντεμπουτάρισε δισκογραφικά το 1972 με το “Lonesome Crow”, το οποίο όμως δεν έλαβε καλές κριτικές, παρά την περιοδεία που τους εξασφάλισε με τους UFO. Αποτέλεσμα της τουρνέ ήταν η γνωριμία του Phil Mogg με τον Michael Schenker, ο οποίος αποτέλεσε μέλος τους στην πορεία, αποχορώντας από τους Σκορπιούς.
Τη θέση του Michael στο σχήμα πήρε ο Uli Jon Roth, ενώ οι Francis Buchholz και Jurgen Rosenthal αποτέλεσαν το νέο rhythm section της μπάντας. Απόρροια της νέας σύνθεσης ήταν το εξαιρετικό “Fly To the Rainbow”, που βγήκε το 1974 και πέραν του ομώνυμου ύμνου, περιέχει και το κλασικό “Speedy’s Coming”. Πολύ σημαντική δουλειά για την μπάντα, μιας κι έθεσε τις βάσεις για μια υπέρλαμπρη πορεία.
Έχοντας πλέον προκαλέσει θετικές εντυπώσεις, το συγκρότημα κυκλοφορεί την αμέσως επομενη χρονιά το “In Trance”, του οποίου το αρχικό εξώφυλλο απαγορεύτηκε λόγω γυμνού. Ο Uli Jon Roth πάντως, σε αρκετά μεταγενέστερες δηλώσεις του, υποστήριξε πως τα προκλητικά artwork αρκετών δίσκων τους, τα οποία λογοκρίνονταν φυσικά, ήταν ιδέα της εταιρείας κι εξ αρχής δεν ήταν σύμφωνος, παρότι ουδέποτε εξέφρασε ανοιχτά την άποψή του. Το εν λόγω album σήμανε τη συνεργασία των Scorpions με τον παραγωγό Dieter Dierks και παράλληλα την αντικατάσταση του Jurgen Rosenthal με τον Rudy Lenners. Ο δίσκος χαίρει μεγαλύτερης αναγνώρισης από τον προκάτοχό του και είναι πλέον δεδομένο πως οι Scorpions οδεύουν προς την καθολική αναγνώριση.
Η ιστορία με τα λογοκριμένα εξώφυλλα συνεχίζεται και στην επόμενη δουλειά των Scorpions, “Virgin Killer” (1976), με την φωτογραφία ενός γυμνού ανήλικου κοριτσιού, να προκαλεί ακόμη περισσότερο. Ξεπερνώντας όμως τα των απαγορεύσεων, το σχήμα δείχνει πλέον σε κάθε του βήμα σημαντική εξέλιξη, με το εν λόγω πόνημα να περιλαμβάνει τραγούδια όπως τα “Pictured Life”, “Catch Your Train” και “Yellow Raven”.
Το 1977 κυκλοφορεί το πέμπτο ful length των γερμανών, ονόματι “Taken by Force”, το οποίο φέρει πάλι διπλό εξώφυλλο και συνεχίζει την ανοδική πορεία των Scorpions, διαθέτοντας συνθέσεις όπως “Steamrock Fever”, “He’s a Woman- She’s a Man”, “We’ll Burn the Sky” και “Born to Touch Your Feelings”. Για μια ακόμη φορά έχουμε αλλαγή στη θέση του drummer, με τον Herman Rarebell να εντάσσεται στην μπάντα. Κάπου εκεί άρχισαν οι εσωτερικές διαφωνίες στο group, με τον Uli Jon Roth να υποστηρίζει πως η μπάντα παραείχε γίνει εμπορική. Οι έριδες συνεχίστηκαν κι ο Roth αποχωρεί προκειμένου να δημιουργήσει τους Electric Sun, με τον Matthias Jabs να παίρνει τη θέση του.
Κλείνοντας ένα σημαντικό κύκλο στην καριέρα τους, οι Scorpions κυκλοφορούν το πρώτο τους live album, ονόματι “Tokyo Tapes”, το οποίο περιλαμβάνει συναυλίες που έδωσαν στην Ιαπωνία τον Απρίλιο του 1978 και περιέχει και το παραδοσιακό (γιαπωνέζικο) τραγούδι “Kōjō no Tsuki”, σε διασκευή.
Με την προσθήκη του Matthias Jabs και την πρόσκαιρη βοήθεια του Michael Schenker, το συγκρότημα βγάζει το πολύ καλό “Lovedrive” (1979), το οποίο περιέχει και τις κλασικές μπαλάντες “Holiday” και “Always Somewhere”, σε συνδυασμό με πιο hard rock στιγμές, όπως “Another Piece of Meat”, “Is There Anybody There?” και του ομώνυμου κομματιού. Ο εν λόγω δίσκος αποτέλεσε γέφυρα του “παλαιού” τους ήχου με τον πιο radio-friendly που ανέπτυξαν στην πορεία. Σημαντικό να αναφερθεί πως για το artwork συνεργάστηκαν με την περίφημη εταιρεία Hipgnosis.
Πλέον οι Scorpions γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία και δίχως να χάνουν χρόνο, κυκλοφορούν το 1980 το “Animal Magnetism”, το οποίο δεν άφησε και τις καλύτερες εντυπώσεις, αν και στην πορεία εκτιμήθηκε περισσότερο, καθώς το 1984 έγινε χρυσό και το 1991 πλατινένιο. Από το album ξεχώρισαν τα “The Zoo”, “Only a Man” όπως και η μπαλάντα “Lady Starlight”, ενώ το εξώφυλλο φιλοτεχνήθηκε πάλι από την Hipgnosis.
Το πασίγνωστο “Blackout” πέρασε από χίλια κύματα για να κυκλοφορήσει, μιας και λίγο μετά το “Animal Magnetism”, ο Klaus Meine απέκτησε ένα πρόβλημα στις φωνητικές χορδές του, με το σχήμα να καθυστερεί επίτηδες το νέο full length, έχοντας όμως παράλληλα ήδη ξεκινήσει να ηχογραφεί τα νέα κομμάτια με τον Don Dokken στο μικρόφωνο. Τελικά όλα πήγαν καλά με τον Meine κι όχι μόνο ανέλαβε πάλι τα φωνητικά (αφήνοντας τον Dokken στα b-vocals), αλλά έδωσε και μερικές από τις καλύτερες ερμηνείες του. Ο δίσκος τελικά βγήκε το 1982 κι αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα από τα πιο επιτυχημένα πονήματά τους, με τραγούδια όπως τα “No One LikeYou”, “Dynamite” και “When the Smoke Is Going Down”.
Η εμπορικότητα των Scorpions ολένα κι ανεβαίνει, με αποκορύφωμα το “Love at First Sting” του 1984, το οποίο έγινε πλατινένιο λίγους μόνο μήνες μετά την κυκλοφορία του, διπλά πλατινένιο μέχρι το τέλος της χρονιάς και τριπλά το 1995. Λογικό βέβαια, αν αναλογιστούμε πως περιέχει τα “Rock you Like a Hurricane”, “Still Loving You”, “Bad Boys Running Wild”, “I’m Leaving You”, “Coming Home” και “Big City Nights”. Το εξώφυλλο πάλι προκάλεσε μερικές αντιδράσεις, με το album να βγαίνει και σε έκδοση η οποία είχε μια φωτογραφία με τα μέλη της μπάντας μπροστά.
Άλλος ένα πετυχημένος κύκλος κλείνει το 1985, με το ζωντανά ηχογραφημένο “World Wide Live”, που περιλαμβάνει υλικό από τις εμφανίσεις της μπάντας από Αμερική, Παρίσι και Γερμανία. Η tracklist, εύλογα, είναι επικεντρωμένη στην περίοδο 1979-1984.
Λόγω των εκτεταμένων τουρνέ, οι Scorpions άργησαν να επανέλθουν δισκογραφικά, με το “Savage Amusement” να βγαίνει στην αγορά το 1988, διαθέτοντας μια ακόμη πιο radio-friendly αισθητική. Ξεχώρισαν τα “Rhythm of Love”, “Don’t Stop at the Top” και “Passion Rules the Game”, ενώ είναι το τελευταίο album του συγκροτήματος που βρίσκει τον Dieter Dierks στην καρέκλα του παραγωγού.
Διανύοντας μια περίοδο όπου οι μπαλάντες ήταν οι ουσιαστικοί “κράχτες” της εκάστοτε rock δουλειάς, οι Scorpions, με τον Keith Olsen παραγωγό, κυκλοφορούν το “Crazy World” (1990) και με τη βοήθεια συνθέσεων όπως “Wind of Change” και “Send Me an Angel”, το group αγγίζει εμπορικό ταβάνι, μιας και πλέον τους αναγνωρίζουν άπαντες.
Οι Scorpions όμως δεν ήθελαν να επαναπαυτούν στην τεράστια επιτυχία του “Crazy World”, αποφασίζοντας να σκληρύνουν κάπως τον ήχο τους στο “Face The Heat” του 1993. Ο δίσκος βγήκε μέσω της Polygram, με την παραγωγή να αναλαμβάνει ο Bruce Fairbain, ενώ μεγάλο σούσουρο είχε γίνει με την απόλυση του μπασίστα Francis Buchholz (ο οποίος κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση χρημάτων, μιας και διαχειριζόταν τα οικονομικά του group) και την αντικατάστασή του από τον Ralph Rieckrmann. Το κοινό δε χάρηκε με την heavy στροφή του συγκροτήματος, με τις πωλήσεις να μην πηγαίνουν τόσο καλά. Όπως και να έχει, τα “Alien Nation”, “No Pain No Gain” και “Under the Same Sun”, παραμένουν πάρα πολύ αξιόλογες στιγμές.
Προκειμένου το σχήμα να ξεκουραστεί και να ανασυνταχθεί κάνει ένα μικρό διάλειμμα, κατά τη διάρκεια του οποίου βγήκε και το “Live Bites”, ηχογραφημένο από τις συναυλίες που έδωσαν την περίοδο 1988-1994. Στο album εμπεριέχεται το “Living for Tomorrow”, όπως κι η διασκευή στο “White Dove” των Omega.
Έχοντας διάθεση να ανακάμψουν, οι Scorpions επανέρχονται το 1996 με το “Pure Instict”, το οποίο, πέρα από νέο drummer (James Kottak), φέρει ένα σύνολο άνευρων συνθέσεων, που πλήν του πασίγνωστου “You and I”, καμία άλλη δεν βγήκε παραέξω. Διότι, όσο όμορφα κι αν ήταν τα “Wild Child”, “But the Best For You” και “Does Anyone Know”, το ύφος παραήταν επιτηδευμένα ραδιοφωνικό και μελιστάλαχτο, σε μια περίοδο που η hard rock σκηνή είχε αλλάξει και δε βασιζόταν τόσο στις μπαλάντες, όσο πριν.
Η χειρότερη όμως στιγμή για την μπάντα ήρθε τρία χρόνια μετά, με το αψυχολόγητο “Εye II Eye” να κινείται σε ακόμη πιο pop πλαίσια και να απογοητεύει τους οπαδούς τους. Ακόμη πιο ανάλαφρο σε σχέσημε τον προκάτοχό του, με συνθέσεις που δεν τιμούν την ιστορία του group, κάτι που αποτυπώθηκε και στις χαμηλές πωλήσεις. Η αλλαγή στον ήχο, το αστείο signle “To Be No.1” και κάποια σκόρπια riff είναι τα μόνα που συζητήθηκαν κι ευτυχώς ξεχάστηκαν γρήγορα.
Προκειμένου να ορθοποδήσει το σχήμα ύστερα από την εμπορική καρπαζιά του “Εye II Eye”, αναλαμβάνουν να ολοκληρώσουν ένα project το οποίο σχεδίαζαν καιρό πριν. Έτσι, το 2000 παρουσιάζουν το “Moment of Glory”, ένα album συμφωνικού χαρακτήρα, με τη συμμετοχή της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Βερολίνου, που περιέχει διασκευασμένα κομμάτια των Scorpions, συν το νέο, ομώνυμο τραγούδι. Το αποτέλεσμα ήταν άκρως εντυπωσιακό κι ενθουσίασε τους οπαδούς, με highlight το “Hurricane 2000” (το “Rock you Like a Hurricane” δηλαδή). Άξιο να σημειωθεί πως στο “Send me Angel” συμμετείχε ο Zucchero, στο “Here in my Heart” η Lyn Liechty και στο “Big City Nights” ο Ray Wilson. Έξυπνη κίνηση, η οποία όμως αποτέλεσε έναυσμα για το group στο να προτιμά να βγάζει κάτι παράταιρο, παρά studio album.
Τον επόμενο χρόνο λοιπόν, ακολουθεί το “Acoustica”, ηχογραφημένο ζωντανά σε ένα παλιό μοναστήρι στη Πορτογαλία, έχοντας αυτήν τη φορά ακουστικές εκτελέσεις των κομματιών τους, συν τις διασκευές στα “Love of My Life” των Queen, “Dust in the Wind” των Kansas και “Drive” των Cars. Το ίδιο το σχήμα πάντως δηλώνει πως ο εν λόγω δίσκος κυκλοφόρησε ύστερα από πίεση της εταιρείας του, προκειμένου να λήξει το συμβόλαιο που είχαν.
Πέντε χρόνια μετά το ναυάγιο του “Eye II Eye” κι αφότου το συγκρότημα έχει αναθαρρήσει, βγαίνει στην αγορά μέσω της BMG το “Unbreakable”, το οποίο έφερε χαμόγελα στους οπαδούς των Scorpions, μιας και ηχητικά το σχήμα επιστρέφει στις πιο hard rock φόρμες, αδιαφορώντας ουσιαστικά για το ραδιοφωνικό airplay και με στόχο να ικανοποιήσουν το κοινό τους. Κομμάτια όπως “New Generation”, “Love ’em or Leave ’em”, “Deep and Dark” και “Someday Is Now”, μπορεί να μην έγιναν κλασικά, έδωσαν όμως ξανά ζωή στο συγκρότημα. Για την ιστορία, τη θέση πίσω από το μπάσο πήρε ο Pawel Maciwoda.
Κι εκεί που δεν είχες πολλά περισσότερα για να ελπίζεις, οι γερμανοί επανέρχονται το 2007 με ένα εκπληκτικό full length (“Humanity Hour I”), απόρροια της συνεργασίας τους, με συνθέτες όπως Desmond Child (Bon Jovi, Alice Cooper, Kiss), Eric Bazilian (Hooters) και Marti Frederiksen (Aerosmith). Το album διαθέτει εξαιρετικές στιγμές, όπως τα “The Game of Life”, “We Were Born to Fly”, “You’re Lovin Me to Death”, “321” και “Humanity”, ενώ στο “The Cross” συμμετέχει κι ο Βilly Corgan των Smashing Pumpkins. Τον δίσκο ακολούθησε εκτεταμένη περιοδεία, με τη συμμετοχή του Uli Jon Roth, διαθέτοντας setlist που κάλυπτε όλη την καριέρα των Scorpions.
Το 17ο full length του συγκροτήματος έρχεται το 2010, παράλληλα με την ανακοίνωση πως θα είναι και το κύκνειο άσμα τους. Το “Sting in the Tail”, ηχητικά, φλερτάρει περισσότερο με το παρελθόν, προσπαθώντας να αποδώσει μέσα από 12 συνθέσεις όλην την εμπειρία της μπάντας. Κομμάτια όπως τα “Raised on Rock”, “The Best Is Yet to Come”, “The Good Die Young” (στο οποίο συμμετέχει και η Tarja Turunen) και το ομώνυμο, καταφέρνουν τον σκοπό τους, αν και σαν σύνολο δεν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση.
Ένα χρόνο μετά, βγήκε στην αγορά το μάλλον αχρείαστο “Comeblack”, μια συλλογή με επανεκτελέσεις παλαιότερων κομματιών της μπάντας, όπως και διασκευές σε Soft Cell, T.Rex, The Beatles, The Rolling Stones, The Kinks και Small Faces.
Παρά το πέρας του farewell tour, οι Scorpions αποφασίζουν να κυκλοφορήσουν άλλο ένα live ακουστικό album, στα πλαίσια του Mtv Unplugged, το οποίο ηχογραφήθηκε στην Ελλάδα (στο θέατρο του Λυκαβηττού), κίνηση απόλυτα λογική κρίνοντας από τη μεγάλη αποδοχή του συγκροτήματος όλα αυτά τα χρόνια. Το “MTV Unplugged – Live in Athens” βγήκε το 2013 και παρά το “τουριστικό” εξώφυλλό του, παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον, αν και σίγουρα δεν αποτελεί απαραίτητη προσθήκη για τη μέση δισκοθήκη.
Κι επειδή όλες οι τελευταίες περιοδείες της μπάντας πήγαν καλά, οι Scorpions αποφάσισαν να τιμήσουν τα 50 χρόνια πορείας τους, μέσω του “Return to Forever” (2015), που αποτελείται από μισοτελειωμένα τραγούδια της περιόδου ’82- ’90, συν κάποια καινούργια. Τα “We Built this House”, “Rock n’ Roll Band”, “Catch Your Luck and Play”, “Hard Rockin’ the Place” και “The Scratch” δεν ήταν διόλου κακά, αλλά η αλήθεια είναι πως ο δίσκος πέρασε και δεν ακούμπησε.
Το 2016 μπήκε στο σχήμα ο Mikkey Dee, κάτι που μάλλον ανανέωσε τα τσάκρα του group και ύστερα από πάμπολλες live εμφανίσεις, αποφάσισαν να γράψουν νέο δίσκο, ο οποίος υπολογιζόταν να βγει το 2020, αλλά η μοίρα έφερε πιο γρήγορα πανδημία, παρά νέο album Scorpions. Ύστερα από λογής αναβολές (συν το ψιλοαδιάφορο single “Sign of Hope” του 2020), οι Scorpions κυκλοφορούν το “Rock Believer” τον Φεβρουάριο του 2022 και αδιαμφησβήτητα πρόκειται για την καλύτερη στιγμή τους εδώ και 15 χρόνια, με υλικό που τους βρίσκει καθόλα ορεξάτους και σίγουρα άξιο αναφοράς αναλογιζόμενοι τον μέσο όρο ηλικίας των μελών.
Οι Scorpions, κατά καιρούς, χλευάστηκαν όσο λίγοι για τις επιλογές τους, όπως και για τις μόνιμες επιστροφές τους. Πέρασαν δύσκολες συνθετικές περιόδους κι η εμμονή τους από ένα σημείο και μετά με τις μπαλάντες τους στοίχισε. Παρά τα σκαμπανεβάσματα και τις εμπορικές επεκτάσεις τους όμως, αποτελούν μια από τις ιστορικότερες μπάντες στη rock σκηνή και το ό,τι το κοινό τους ουσιαστικά δεν τους αφήνει να συνταξιοδοτηθούν, μόνο τυχαίο δεν είναι.
Το συγκρότημα περιοδεύει ήδη για το πρόσφατο album του και εννοείται θα περάσει κι από Ελλάδα στις 6 Ιουλίου, με special guest τον Alice Cooper (το λες και μποναμά).
1055