Το καλοκαίρι του 1982 ο πιτσιρικάς γράφων απολαμβάνει τις οικογενειακές διακοπές στην παραλία της Αγίας Τριάδας, κοντά στη Θεσσαλονίκη. Όλη μέρα στο νερό, λουκουμάδες, καλαμαράκια / μύδια / χταποδάκι στα εστιατόρια της περιοχής, ξανά μπανάκι το απόγευμα μέχρι να σουρουπώσει.
Ένα από αυτά τα σούρουπα, έχει ξεμείνει μόνος στην παραλία με μια παρέα νεαρών λίγο πιο δίπλα οι οποίοι φαινόντουσαν λίγο μεγαλύτεροι και οι οποίοι είχαν σε ανεβασμένη ένταση το κασσετόφωνό τους. Αν και εντελώς παρθένος οργανισμός σε σχέση με το rock και τα δρώμενά του, εντούτοις από αυτήν ακόμη την τρυφερή ηλικία, η έλξη προς την ηλεκτροδοτούμενη μουσική ήταν εμφανής, συμβαίνει αυτό με την ηλεκτρική κιθάρα γενικά αν τη νιώσεις φυσικά την κατάλληλη στιγμή. Ξαφνικά, εκεί που ετοιμάζεται να μαζέψει τις πετσέτες, τις ψάθες και όλον τον συναφή εξοπλισμό του, ακούει κάτι που του αποσπά την προσοχή μεμιάς. Πλησιάζει στην παρέα.
-Τι είναι αυτό ρε παιδιά;
-Scorpions λέγονται φιλαράκι, από τον νέο τους δίσκο.
-Scorpions; Τι περίεργο όνομα. Από που είναι αυτοί;
-Γερμανία. Άραξε άμα γουστάρεις μαζί μας.
-Ναι αμέ! Ευχαριστώ.
Κάπως έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μου με τους Γερμανούς rockers (ή metallers; χμμμμ, μέχρι κάποιο σημείο, ναι, γιατί όχι;). Η οποία εξελίχθηκε και σε “ερωτικά” επίπεδα κάποιες στιγμές, όταν μεγαλώνοντας συνειδητοποιούσα πόσο καλή, γαμάτη μέχρι δακρύων υπήρξε αυτή η μπάντα μέχρι ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο (αχ, αυτό το γαμωσφύριγμα, αχ!).
Ο “νέος” δίσκος που προαναφέρθηκε στον ανωτέρω διάλογο που λέτε ήταν το σπουδαίο “Blackout”, 8o studio album των Scorpions, ένας νεοανακαλυφθέντας μουσικός χείμαρρος ο οποίος παρέσυρε (όπως και πολλοί άλλοι) το ανυποψίαστο προεφηβικό μυαλό μου, τότε, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, τα χρόνια της “δόξας” εν μέσω των μεγαλείων εκσυγχρονισμού που απήλαυσε η Ψαροκώσταινά μας στη συνέχεια (τα οποία αποδείχθηκαν δανεικά και επεστράφησαν πολλαπλάσια στους σύγχρονους καιρούς αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης – μη σας μαυρίζω την ψυχή χειμωνιάτικα, σωστά;).
Κατ’αρχάς, δυο λόγια για τους Scorpions σε περίπτωση που κάποιος δεν τους έχει ακουστά (θα με εκπλήξει φυσικά το γεγονός αλλά ποτέ δεν ξέρεις). Η μπάντα φορμαρίστηκε παλιά, πολύ παλιά, το 1965 και παρότι στην αρχική σύνθεση βρισκόταν ο μελλοντικός μάγος της κιθάρας Michael Schenker (όπως και ο δια βίου ακλόνητος πυρήνας του τραγουδιστή Klein …. εεε…Klaus Meine και του Rudolf Schenker, κιθαρίστα και αδερφού του Michael), αυτός αποχώρησε αμέσως μετά το debut album “Lonesome Crow” – το οποίο θα χαρακτήριζα στα μεταγενέστερα χρόνια ως πρωτογονικό rock – όταν και έδωσε τη θέση του σε έναν έτερο μάγο, τον Uli Jon Roth ο οποίος για τέσσερα συναπτά albums έστρεψε την μπάντα σε progressive rock πρότυπα, ένα στυλ που μεσουρανούσε τη δεκαετία του ’70 παράγοντας διαμάντια και θέτοντας τις βάσεις για τη hard rock / heavy metal θύελλα που σάρωσε τα πάντα τα επόμενα χρόνια. Μια θύελλα που συμπεριέλαβε και τους ίδιους τους Scorpions.
Τα πρώτα δείγματα “εξαλλοσύνης” τα έδωσαν στο “Lovedrive” του 1979 στο οποίο εμφανίζεται ο lead κιθαρίστας Matthias Jabs, ένας τουλάχιστον “χαριτωμένος” και έξω καρδιά τύπος, ένα αντικατοπτρικό είδωλο του σοβαρού, σεμνού Uli Jon Roth. Μια φιγούρα που αν θέλετε ήταν ένα σαφές σημάδι ότι οι Scorpions θα κινούνταν πλέον σε άλλα ύδατα, πιο “γλεντζέδικα”, με πιο “rock παίζουμε, να μην τα σπάσουμε;” άποψη. Ένα βήμα παραπάνω ήταν και το “Animal Magnetism” το οποίο απετέλεσε την entrance στη νέα δεκαετία και ήταν το εισιτήριο για την παγκόσμια elite αναγνωρισμένων συγκροτημάτων με εκατομμύρια πωλήσεις, με λίγα λόγια, στο πάνθεον.
Φτάνουμε στα τέλη του 1981 – αρχές του 1982 και συμβαίνει κάτι αναπάντεχο. Ο Klaus Meine, ήδη πασίγνωστος λόγω της χαρακτηριστικότατης χροιάς του, έχει πρόβλημα με τις φωνητικές χορδές του και οι demo ηχογραφήσεις πραγματοποιούνται με τον Αμερικανό Don Dokken (ο οποίος στο μέλλον θα γαλουχούσε με την προσωπική του μπάντα τους νεολαίους της αμερικανικής ηπείρου). Ηχογραφήσεις που τελικώς δεν θα συμπεριλαμβάνονταν στη νέα δουλειά της μπάντας αν και ο Dokken θα συμμετείχε στα back φωνητικά, συνδράμοντας με τον επανακάμψοντα Meine. Οι Scorpions μεταβαίνουν στη Γαλλία όπου ο Dieter Dierks (που δούλευε ήδη από το 1975 μαζί τους ως παραγωγός) έχει στήσει το κινητό του studio (για να ρετουσάρει αργότερα το υλικό στο προσωπικό του studio στην Γερμανία) και ξεκινούν τη δημιουργία του “Blackout”. Ενός κομψοτεχνήματος καθαρού heavy metal, μιας δισκάρας που δικαίως συμπεριλαμβάνεται στις top λίστες όλων των εποχών.
Το τι περιέχεται στα αυλάκια του βινυλίου γίνεται εξ αρχής φανερό και μόνο κοιτώντας το εξώφυλλο. Είναι η φιγούρα του Rudolf Schenker σε ψιλοέξαλλη κατάσταση, μια δημιουργία του αρτίστα Gottfried Helnwein (ο Schenker θα εμφανιστεί και στο video του single “No One Like You” κατά αυτόν τον τρόπο). Το album καρφώθηκε στα charts από την πρώτη ημέρα της κυκλοφορίας του και έγινε χρυσό 2 χρόνια αργότερα το 1984. Κάτι απολύτως δίκαιο με αυτά που περιείχε. Κομματάρες ύψιστης εμπνεύσεως με φοβερούς στίχους από τον Klaus Meine και τον drummer Herman Rarebell , απολύτως μέσα στο πνεύμα της εποχής, ταυτοποιήσημες για εκατομμύρια νέους λόγω της σκληρότητας, της αλητείας και του συνθετικού πλούτου τους.
Τι να πρωτογράψει κανείς και τι ανάλυση να κάνει για ύμνους όπως το ομώνυμο track που συναντάει πρώτο η βελόνα του pick-up; Σαρωτικό το “Blackout”, με riff που σου κολλάει στο μυαλό, φοβερή ερμηνεία από το Klaus Meine ο οποίος λες και παρουσιάζει την πραγματική υπόσταση της προσωπικότητάς του όχι απλά τραγουδώντας αλλά ουρλιάζοντας σχεδόν με περίσσειο πάθος. Άμεσο hit το “Can’t Live Without You”, ένα στακάτο, σχεδόν boogie rock κομμάτι με στίχους-αποθέωση του φλερτ όπως και το προαναφερθέν “No One Like You” με τις χαρακτηριστικές δισολίες του που ανέδειξαν το κιθαριστικό δίδυμο των Schenker – Jabs ως ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα της rock / metal ιστορίας, το εν είδει μπαλάντας “You Give Me All I Need” στο ίδιο μήκος κύματος με ρεφρέν που σου σηκώνει το πετσί (και το κάτω, πονηρά καθάρματα!), το γρήγορο “Now!” με την “πάρε ένα καφάσι αγκαλιά” διάθεση του το οποίο κλείνει την πρώτη πλευρά του δίσκου.
Οι συγκλονιστικές στιγμές δεν σταματούν εδώ μιας και θεωρώ ότι αν η πρώτη πλευρά είναι φαντασμαγορική, όλα τα λεφτά είναι η δεύτερη, με μερικές από τις πιο αγαπημένες μου συνθέσεις όλων των εποχών. Πως να περιγράψεις τη σφοδρότητα του “Dynamite” που αγγίζει το power metal, με την εκπληκτική απόδοση των Francis Buchholz (μπάσο) και Herman Rarebell (drums) και είναι σαν να σε σημαδεύει με το όπλο ο Meine για να τραγουδήσεις κι εσύ με το ίδιο πάθος το συναρπαστικό ρεφρέν του; Τι να πω για το “Arizona” για παράδειγμα; Μια κομματάρα που προφανώς στοχεύει την Αμερικανική αγορά αλλά είναι τόσο όμορφα δομημένο και με τόσο όμορφες μελωδίες που σου έρχεται να ζητήσεις ραντεβού (του τραγουδιού); Για το βαρύτατο, σχεδόν Sabbath-ικό “China White” του οποίου η riffοσειρά είναι σαν να σέρνει τα ούμπαλά του ένας αποφασιμένος τυρρανόσαυρος (για την ιστορία, ο Schenker δεν ήξερε ποιο solo να πρωτοδιαλέξει και έτσι χρησιμοποίησε και τα δυο σε διαφορετικές εκδόσεις του album σε U.S. και Ευρώπη); Και ο επίλογος; Υπάρχει άνθρωπος που να μεγάλωσε τη συγκεκριμένη δεκαετία και δεν έχει ακούσει το “When the Smoke Is Going Down”, ένα από τα λυρικότερα και συναισθηματικότερα τραγούδια που έχουν γραφτεί από μπάντα που ασχολήθηκε με το rock από καταβολής του; Δυσκολεύομαι να το πιστέψω αυτό, για μια μπαλαντάρα η οποία θεωρείται (και είναι) ένα από τα κλασσικότερα hits όλων των εποχών και όλων των μουσικών styles. Συνολικά μια πληρέστατη δημιουργία που καθιέρωσε δικαίως ένα από τα μεγαλύτερα μουσικά σύνολα στη συνείδηση του κόσμου.
Δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο, το “Blackout” μου διέλυσε τα σώψυχα και δεν χρειάστηκε να “μεγαλώσω” για να το εκτιμήσω ωριμότερα. Το συναίσθημα όταν ξανακούω κάποιο από τα μέρη του είναι ίδιο ακόμη και τώρα, που πλησιάζω τα τρίτα -άντα και ίσως η αξία του να μεγιστοποιείται ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο: με επαναφέρει σε καιρούς ανέμελους, με ξανακάνει παιδί / έφηβο, έτοιμο να ορμήξω στη ζωή και να ρουφήξω κάθε στάλα από τους χυμούς της. Και φυσικά θα με συγκινεί εσαεί όπως κάθε όμορφη εμπειρία που βίωσα, έχοντας ως soundtrack στο νου μου αυτό το κομμάτι πλαστικό (όπως και εκατοντάδες άλλα) που με άνδρωσαν στο χώρο της μουσικής.
Αυτά, καλό φθινόπωρο να έχετε, να διαβάζετε την περιοδικάρα μας και φυσικά λάβ όνλι και ζήτω το heavy fuckin’ metal!
(Για τη φίλη μου την Κερασίνα και την Μπούκλα που θα μας συνδέει για πάντα – ξέρει αυτή!)
[Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά στο έντυπο περιοδικό RetroPlanet]