Σχεδόν είκοσι χρόνια έχουν περάσει από τη δημιουργία μιας από τις μεγαλύτερες – και ακόμη ενεργές – post metal μπάντες, Russian Circles. Με την πάροδο των χρόνων αυτών και δίσκο μετά το δίσκο, δεν έχουν διστάσει να μας αποδεικνύουν κάθε φορά, ότι παραπάνω από δικαίως έχουν πια τη φήμη που έχουν, μιας που η δισκογραφική τους πορεία δεν αποτελείται από ούτε μισό μέτριο δίσκο. Στα πλαίσια της τελευταίας κυκλοφορίας τους “Blood Year” (2019, Sargent House) και μετά από όλες αυτές τις αναβολές, η τριάδα φωτιά πραγματοποιεί το πολυαναμενόμενο tour της, με την Αθήνα να σηματοδοτεί το κλείσιμο της περιοδείας αυτής, στις 26 Μαΐου. Εν όψει της τρελής ανυπομονησίας που μας διακατέχει και κοντεύει να σκάσει (δύο χρόνια αναμονής είναι αυτά), μοιραστήκαμε με τον Brian Cook (μπάσο, βαρύτονη κιθάρα, πλήκτρα), μία πολύ όμορφη συζήτηση, τόσο γύρω από τη δημιουργικότητα των RC όσο και την επιρροή αυτής από τις δυσκολίες των τελευταίων χρόνων.
–Σχετικά με τη δημιουργική διαδικασία των RC, ποιον θα διακρίνατε ως τον κυρίαρχο παράγοντα που σας ωθεί να γράφετε μουσική; Οδηγείστε από συγκεκριμένα συναισθήματα, ή πρόκειται για μία πιο αφηρημένη συναισθηματική κατάσταση που σας παρακινεί; Έχει αλλάξει αυτό με τα χρόνια;
Δεν ξέρω αν κάποιος από εμάς έχει πραγματικά μια καλή απάντηση σε αυτό. Πιστεύω σίγουρα υπάρχει κάποια υποσυνείδητη συναισθηματική ορμή που καθοδηγεί τη δημιουργική διαδικασία, αλλά δεν νομίζω πως κάποιος κάθεται να γράψει μουσική σκεπτόμενος “οκ, είμαι θυμωμένος σήμερα οπότε θα γράψω κάτι θυμωμένο” ή “βρίσκομαι σε περισυλλογή οπότε θα γράψω κάτι πολύ σκεπτόμενο”. Θεωρώ πως πολλές φορές τα χέρια σου απλώς παίζουν μια χορδή, χτυπάνε ένα τύμπανο και το μυαλό ενστικτωδώς θέλει να γράψει την επόμενη νότα ή ρυθμό σε ένα συγκεκριμένο σημείο, και όλο αυτό συμβαίνει με φυσικό τρόπο. Κάποιες φορές κάνεις κάτι εσκεμμένα, ειδικά όταν ξεκινάς την εκκαθάριση στο υλικό σου, αλλά η αρχική ώθηση σχεδόν πάντα έρχεται από το πουθενά.
–Ποιo θα λέγατε πως είναι το αγαπημένο σας στάδιο κατά τη διάρκεια δημιουργίας ενός album, από την αρχή ως το τέλος;
Υπάρχει συνήθως αυτή η στιγμή στα μισά της δημιουργίας ενός album όπου έχεις αφεθεί στο δημιουργικό momentum και η μουσική κυλά πιο φυσικά. Όσο μεγαλώνω, τόσο συνειδητοποιώ ότι το να είσαι δημιουργικός θέλει δουλειά και προσπάθεια, και χρειάζεται να αναδυθούν κακές ιδέες προτού να μπορέσεις στα αλήθεια να έρθεις κοντά στο καλό υλικό. Είναι σαν τη φυσική άσκηση. Αν δεν πας για τζόκινγκ, είναι πολύ δύσκολο να πας για τρέξιμο. Και η δεύτερη και η τρίτη και η τέταρτη φορά δε θα είναι πολύ πιο εύκολες. Σε κάποια φάση ωστόσο, θα μπεις σε φόρμα και θα θες να τρέχεις κάθε μέρα. Ακριβώς αυτό ισχύει και σε οτιδήποτε δημιουργικό. Την πρώτη φορά που θα κάτσεις να γράψεις μετά από καιρό, θα είναι πολύ δύσκολο. Πρέπει να βάλεις το δημιουργικό σου νου σε φόρμα ξανά.
–Σχετικά με τη φόρμα, τη δομή των album σας, υπάρχει κάτι που θα θέλατε να προσθέσετε, ή να πειραματιστείτε με αυτό;
Έχουμε έρθει σε μία συνειδητοποίηση μετά από εφτά albums ως τρίο κιθάρας, μπάσου και ντραμς, ότι μάλλον υπάρχει ένας χαρακτηριστικός “ήχος” των Russian Circles, ακόμη κι αν προσπαθούμε να έχουμε ποικιλία στο υλικό μας. Θα τολμούσα να πω πως υπάρχει μάλιστα μια κάποια ομοιότητα στη δυναμική των τελευταίων τριών μας δίσκων. Δεν ήταν κάτι εσκεμμένο, αλλά περισσότερο κάτι που προέκυψε από όταν εκκαθαρίσαμε το υλικό μας και ξεκαθαρίσαμε ποια κομμάτια λειτουργούν περισσότερο και με ποια σειρά. Σε κάποιο βαθμό θα θέλαμε να παρεκκλίνουμε από αυτό, και σίγουρα το έχουμε κάνει για τον τελευταίο μας δίσκο, που θα βγει κάπου το φθινόπωρο. Την ίδια στιγμή όμως, ενώ πιστεύω πως είναι σημαντικό να δοκιμάζουμε καινούρια πράγματα και να συνεχίσουμε να προκαλούμε τους εαυτούς μας δημιουργικά, θεωρώ πως είναι εξίσου σημαντικό να είμαστε αληθινοί και να γράφουμε εμπειρικά και με βάση το ένστικτο. Έχουμε σταθερά επίγνωση αυτής της ισορροπίας, και πέραν αυτού, δεν έχουμε σκεφτεί πολύ να προσπαθήσουμε εσκεμμένα να πειραματιστούμε με τη φόρμα και τη δομή των album μας.
–Σίγουρα, τα δύο τελευταία χρόνια είναι μια παράνοια για σχεδόν όλους. Δε μπορώ όμως, παρά να συμπάσχω με κάθε είδος καλλιτέχνη λίγο παραπάνω, αφού σας άφησαν αρκετά στην απ’ έξω κατά τη διάρκεια όλου αυτού. Πώς ήταν αυτό για εσάς;
Ντάξει, πιστεύω όλοι υπέμειναν κάποιες δύσκολες στιγμές τα τελευταία χρόνια. Ακόμα και πέραν του covid, ένιωθα σαν να υπήρχε πολλή αρρώστια και θάνατος. Μπορεί κιόλας επειδή είμαι σε αυτήν την ηλικία όπου φίλοι και συγγενείς αρχίζουν να αντιμετωπίζουν σοβαρά θέματα υγείας, αλλά σίγουρα ένιωσα πως υπήρξε πολύ πένθος αυτά τα δύο χρόνια. Με άλλους τρόπους, έχω την αίσθηση πως ήμασταν πολύ τυχεροί. Καταφέραμε να γράψουμε ένα νέο album εξ’ αποστάσεως, και πιστεύω αυτό μας επέτρεψε να νιώθουμε πιο ενωμένοι και παραγωγικοί. Εγώ προσωπικά, πήρα λίγο το χρόνο μου από τις περιοδείες για να εγκατασταθώ στο σπίτι μου, στο οποίο είχα μετακομίσει από τέλη του 2018 και δεν είχα βρει την ευκαιρία να το μετατρέψω σε ένα ολοκληρωμένο, κατοικίσιμο χώρο. Υιοθέτησα σκύλο. Ηχογράφησα ένα solo album. Δούλεψα πάνω σε ένα κάρο project που είχαν μείνει πίσω. Γενικά, απλώς προσπάθησα να παραμείνω παραγωγικός και θετικός.
–Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, δε μπορώ καν να διανοηθώ πόσο ζόρικο και τρομακτικό πρέπει να ήταν για εσάς όταν συνειδητοποιήσατε πως πολύς από τον εξοπλισμό σας είχε κλαπεί, ήταν πραγματικά τραγικό. Πώς τα βγάλατε πέρα με αυτήν τη δυσκολία;
Ω ναι, ήταν πραγματικά χάλια. Το ότι χάσαμε τις κιθάρες και τα μπάσα μας ήταν τεράστια απώλεια, καθώς αυτά τα όργανα σήμαιναν πολλά για εμάς. Και έχασα και ένα synthesizer εντός του οποίου είχα προγραμματίσει ένα κάρο ήχους για το νέο album, οπότε τώρα πρέπει να βρω έναν τρόπο να αντιγράψω όλα αυτά. Και φυσικά υπήρχε το οικονομικό χτύπημα του να χάνεις όλον αυτόν τον εξοπλισμό, ενισχυτές, χώρους αποθήκευσης, ντραμς, μικρόφωνα, πεντάλ. Αλλά σταθήκαμε τυχεροί με πολλούς τρόπους. Αρκετές εταιρείες εξοπλισμού μας απευθύνθηκαν και βοήθησαν να αντικαταστήσουμε εξοπλισμό. Fans συνεισφέρανε και έκαναν δωρεές. Θα μπορούσε όλο αυτό να είναι μία καταστροφική οικονομική απώλεια, αλλά η γενναιοδωρία που έδειξαν κάποιοι το μετέτρεψε σε μία εμπειρία που ανανέωσε την πίστη μου στους ανθρώπους.
–Άρα έχετε στο νου σας τη δημιουργία κάποιου καινούριου album, απ’ όσο κατάλαβα. Υπήρξε κάτι που να πυροδότησε την ανάγκη να γράψετε κάτι καινούριο;
Ναι, πήραμε λίγο χρόνο εκτός, ώστε να γράψουμε και να ηχογραφήσουμε ένα νέο album, το οποίο ιδανικά θα θέλαμε να κυκλοφορήσει τέλη καλοκαιριού / αρχές φθινοπώρου μέσω της Sargent House.
–Υπάρχει κάποια συνεργασία στην οποία θα θέλατε πολύ να συμμετέχετε;
Ειλικρινά δε σκέφτομαι ποτέ να κάνω συνεργασίες. Το να δουλεύεις με καινούριους μουσικούς μπορεί να είναι πολύ καλή εξάσκηση για να επεκτείνεις τους δημιουργικούς σου ορίζοντες, αλλά επίσης πιστεύω πως κάποιες φορές το να έχεις υπερβολικά πολλούς ανθρώπους να προσπαθούν να στριμώξουν τις ιδέες τους σε ένα project μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ένα λιγότερο συνεκτικό και εστιασμένο έργο. Άλλωστε, γράφουμε τόσο αργά και είμαστε τόσο συγκεκριμένοι που δεν πιστεύω πως η προσθήκη ενός επιπλέον εγκεφάλου στην εξίσωση θα ήταν καλή ιδέα. Χα!
–Δώσε μου την άποψή σου για το ιδανικό post/prog metal supergroup!
Ειλικρινά δε μπορώ να σκεφτώ τίποτα. Συνήθως όταν σκέφτομαι φρέσκες συνεργασίες ή supergroups, είναι καλλιτέχνες σαν τους Last Exit ή έργα όπως το New York Eye And Ear Control… καλούδια που έχεις αυτοσχεδιαστικούς καλλιτέχνες ή jazz μουσικούς που συνεργάζονται μαζί σε νέες συνθέσεις.
–Από όλη τη δισκογραφία σας μέχρι στιγμής, υπήρξε κάποιο album που σας ζόρισε περισσότερο κατά τη δημιουργία του;
Νομίζω το “Memorial” ήταν κομματάκι δύσκολο, αν και μάλλον είμαι ο μόνος στη μπάντα που αισθάνεται έτσι. Ένιωθα ότι το συγκεκριμένο ήταν κάπως ανολοκλήρωτο όταν μπήκαμε στο studio, οπότε προθυμοποιήθηκα να ηχογραφήσουμε το μπάσο τελευταίο, ώστε ο Mike και ο Dave να τελειοποιούσαν τα δικά τους μέρη κατά την ηχογράφηση και εγώ να προσθέσω ό,τι λεπτομέρεια χρειαστεί στο τέλος. Το μεγάλο μου πλάνο ήταν να στήσω ένα θάλαμο απομόνωσης καθώς εκείνοι ηχογραφούσαν ώστε να δουλέψω πάνω σε διάφορες ιδέες χωρίς να διακόπτω την ηχογράφηση, αλλά υπήρχε τόσος ήχος που διαπερνούσε στον άλλο χώρο όπου αναγκάστηκα να χαμηλώσω κατά πολύ την ένταση, το οποίο σήμαινε πως δε μπορούσα να παίξω με τον τρόπο που θα έπαιζα υπό κανονικές συνθήκες. Τα τραγούδια συγκεντρώθηκαν στο studio κι έτσι μετά έπρεπε να στριμώξω όλη μου τη δουλειά τις λίγες μέρες που είχαν απομείνει. Δεν ήταν οι ιδανικές συνθήκες, αλλά στην πραγματικότητα ήταν δικό μου το φταίξιμο που επέλεξα να γίνουν τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο.
–Τώρα που ξεμπερδέψαμε με το δύσκολο κομμάτι, θα ήθελα να ακούσω και για το αγαπημένο σου album από τη δισκογραφία των RC, μαζί και με λίγα λόγια για αυτό!
Χμ, αυτό είναι δυσκολάκι, γιατί νομίζω πως είναι δύσκολο να είσαι αντικειμενικός όταν είσαι μέρος της δημιουργικής διαδικασίας. Για εμένα, πάντα θα αγαπώ το “Geneva”, καθώς γράψαμε αυτό το album όσο ο Dave φρόντιζε ένα ακίνητο κάπου στο δάσος του Wisconsin, οπότε πηγαίναμε εκεί για καμιά βδομάδα κάθε φορά, όπου και γράφαμε όλη μέρα, μετά παίζαμε χαρτιά και ακούγαμε μουσική μέχρι αργά τη νύχτα. Ήταν ακριβώς όπως ήλπιζα πάντα ότι θα ήταν το να γράφεις ένα δίσκο. Και πιστεύω πως η μουσική σε αυτό το album ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα να ακούσω εκείνη την περίοδο, ενώ παράλληλα ακουγόταν σαν κάτι που προηγουμένως ήταν εκτός των προσδοκιών μου. Οπότε ναι, ήταν πολύ διασκεδαστικό. Αλλά είναι ο ΚΑΛΎΤΕΡΟΣ δίσκος που έχουμε βγάλει; Δε θα το έλεγα. Ξέρω πως αυτό είναι κάτι που υποτίθεται ότι πρέπει να λέει κάθε καλλιτέχνης, αλλά όντως νιώθω πως το τελευταίο album που ηχογραφήσαμε το περασμένο φθινόπωρο είναι ό,τι καλύτερο έχουμε βγάλει, κυρίως επειδή είχαμε μια πολύ συνεκτική ιδέα του τι θέλουμε να πετύχουμε και υπήρχε και περίσσιο υλικό, οπότε είχαμε την δυνατότητα να το “ακονίσουμε” σε ένα πολύ έντονα εστιασμένο album.
–Μετά από δύο ανελέητα χρόνια πλήρους παράνοιας και πολλών αναβολών, ανυπομονούμε ΕΠΙΤΈΛΟΥΣ να σας δούμε στην Αθήνα! Πώς αισθάνεστε, που επιστρέφετε μετά από έξι ολόκληρα χρόνια;
Είμαστε πολύ ενθουσιασμένοι που επιστρέφουμε στην Αθήνα! Αυτή η περιοδεία έχει υπάρξει φανταστική μέχρι στιγμής. Ήμασταν πολύ νευρικοί στην αρχή με το ότι θα περιοδεύαμε στον απόηχο ενός ακόμη covid κύματος, όπως και με την όλη κατάσταση στην Ουκρανία, γενικά είναι μια πολύ τεταμένη περίοδος. Αλλά το κοινό έχει υπάρξει απίστευτο και κάποιες συναυλίες έχουν μπει στις αγαπημένες μου από όλη τη συναυλιακή ιστορία της μπάντας. Θέλω απλώς να ευχαριστήσω όλα όσα ήταν τόσο υπομονετικά με τις ακυρώσεις και αναβολές από το 2020. Ανυπομονούμε επιτέλους να παίξουμε για εσάς!