Είναι κάποιες συναυλιακές ημερομηνίες που μένουν χαραγμένες στην ψυχούλα σου, για όλους τους λάθος λόγους.
Για παράδειγμα:
18 Μαΐου 2008. Έρχονται οι KISS, μια από τις 2-3 αγαπημένες μπάντες της εφηβείας μου. Έλα όμως που εγώ έδινα Πανελλαδικές επόμενη μέρα και δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρω να πάω χωρίς να σκαρφιστώ πλάνο αλα Detroit Rock City (την ταινία. Προσπάθησα δηλαδή, αλλά μιεχ). Still hurts…
24 Ιουνίου 2019. Alice in Chains και Fu Manchu. Δεν θέλω να μπω σε διαδικασία να εξηγήσω γιατί έχασα αυτό το λάιβ, ντρέπομαι για την πάρτη μου. Still hurts…
Πάμε όμως στον κύριο που μας ενδιαφέρει σήμερα:
20 Ioυνίου 2015, έρχεται πρώτη φορά η μεγαλύτερη ποπ αδυναμία μου (πλην μιας βραχύσωμης Αυστραλής θεότητας που όμοια της δεν υπάρχει πουθενά), ό,τι πιο πανκ έχει βγάλει η ποπ, ο Ρόμπι φάκιν Γουίλιαμς. Η σκλαβιά στο νυχτοκάματο όμως δεν θα μου επιτρέψει να κάνω το ταξίδι στην Μαλακάσα. Με καθησύχασε όμως ο Ρόμπαρος από μακριά, λέγοντας πως σε 18 μήνες θα ξανάρθει.
Ντάξει, του πήρε λίγο παραπάνω βρε παιδί μου, αλλά οκ, τι 18 μήνες τι 93…
O Robster επιτέλους επιστρέφει στα πλαίσια του Rockwave Festival, την πρώτη μέρα του καλύτερου μήνα του χρόνου (Ιουλίου ντε), κι εγώ είμαι σαν τον Κατακουζηνό όταν είχε πάθει εμμονή με τον Σάκη (όχι τον Τόλη).
Εν αναμονή λοιπόν της μεγάλης αυτής μέρας, ας κάνουμε μια μικρή αναδρομή στην καριέρα του αγαπημένου ποπ τέκνου του Ηνωμένου Βασιλείου, με έμφαση στους δίσκους που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες των ‘90s (και όχι μόνο).
O Robbie Williams γεννήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου του 1974, στο ξακουστό Stoke που μας έχει δώσει, μεταξύ άλλων, τον θε(ί)ο Lemmy, τον Slash και τον Sir Stanley Matthews (αν και το σημαντικότερο ποδοσφαιρικό θέαμα που έχει αντικρίσει το κοινό του Britannia Stadium ήταν τα πλάγια άερος – αέρος που εξαπέλυαν τα χέρια – κανόνια του Rory του Delap).
Κι ο Robbie άλλωστε είναι μεγάλη μπαλαδόφατσα, έχοντας λάβει μέρος σε πάρα πολλούς φιλανθρωπικούς ποδοσφαιρικούς αγώνες, αρκετές φορές και στο πλευρό ενός άλλου πολύ αγαπημένου μου μέγιστου αλήτη, ονόματι Robbie Fowler. O ίδιος είναι φανατικός μιας άλλης ομάδας της ευρύτερης περιοχής του Stoke-on-Trent, της Port Vale. Το 2005 μάλιστα ίδρυσε την Los Angeles Vale, που δυστυχώς κράτησε μόλις δύο χρόνια. Robbie, αν θες όντως να το ζήσεις, έλα πάρε κάναν Ηρακλή να γίνει χαμός ασούμε.
Πίσω στα καλλιτεχνικά, γιατί η αλήθεια είναι πως δεν θα πάμε Μαλακάσα να δούμε τον Ρόμπαρο να κάνει γκελάκια (ή αγγελάκια, όπως νόμιζα μικρός ότι τα λένε. Δεν ξέρω γιατί, δεν έχω δει και κανέναν ποτέ να κλωτσάει αγγελάκια. Επίσης, δεν έχω δει αγγελάκια. Προχωράμε)
Μπήκε μικρός στα βάσανα, αφού μόλις στα 16 του έγινε το μικρότερο σε ηλικία μέλος των Take That. Η μητέρα του ήταν αυτή που τον ενθάρρυνε να απαντήσει τότε στην αγγελία του Nigel Martin-Smith που ζητούσε μέλη για boy band στα πρότυπα των New Kids on the Block, κι εκ του αποτελέσματος μάλλον καλά έκανε. Δεκάδες επιτυχημένα singles στις κορυφαίες θέσεις των Βρετανικών και διεθνών charts, 50 εκατομμύρια δίσκοι (βάζοντας και τα reunions μέσα), πάμπολλα βραβεία κοκ. Παρ’ ότι ο Gary Barlow ήταν η κινητήριος δύναμη των Take That δημιουργικά, τα φώτα έπεσαν από νωρίς στον Βενιαμίν της παρέας.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό ότι οι Barlow και Smith δεν έπαιρναν και πολύ στα σοβαρά τις ιδέες του, τον έκαναν να αρχίσει να αδιαφορεί κάπως για την μπάντα και το μέλλον της, και να στρέφει το ενδιαφέρον του στο να παρτάρει με τα αδέλφια Gallagher (αυτό δεν πήγε πολύ καλά στο μέλλον, πλέον δεν έχουν και τις καλύτερες σχέσεις, κυρίως με τον Liam. Aλλά ποιος έχει καλές σχέσεις με τον Liam ;). Το connection όμως αυτό είχε μεγάλη επιρροή στην μετέπειτα μουσική πορεία του, θα δούμε παρακάτω πως. Μετά και από ένα παραλίγο overdose –ένα recurring theme στην ζωή του, μιας και πολλές φορές πάλεψε με τον εαυτό του και τις εξαρτήσεις του- Smith και Barlow ουσιαστικά τον παραιτήσαν απ’ την μπάντα, και τον Ιούλιο του ’95 πήρε ο καθείς τον δρόμο του.
Λόγω διάφορων δικαστικών διαμαχών με τους Take That, ο Robbie έπρεπε να περιμένει ένα χρόνο για την πρώτη του solo απόπειρα, μια διασκευή του “Freedom” του George Michael. To ’97 Θα γνωρίσει τον Guy Chambers, κι έτσι θα ξεκινήσει μια μακροχρόνια και απόλυτα επιτυχημένη συνεργασία. 29 Σεπτεμβρίου του 1997 θα κυκλοφορήσει το παρθενικό του solo album, “Life Thru a Lens”. Μουσικά, αφήνει πίσω του την καθαρή ποπίλα και τις άπειρες μπαλάντες των Take That και πλησιάζει το Britpop κύμα της εποχής, με μέτρια –αρχικά- επιτυχία, παρα τα αρκετά καλά κομμάτια του δίσκου, όπως το “Old Before I Die”, “Ego Agogo”, “South of the Border”, “Lazy Days” και το υπέροχο “Let Me Entertain You”, ένα πανίσχυρο calling card του Robbie, ένα εξαιρετικό δείγμα του ποιος είναι και τι μπορεί να κάνει. Shades of Freddie Mercury, κι ας πουν κάποιοι ότι είμαι βλάσφημος, come at me. Παρ’ όλα αυτά, το τραγούδι που ξεχώρισε σε ντόπια και διεθνή charts ήταν, oh the irony, μια μπαλάντα. Το “Angels”. Με το που κυκλοφόρησε ως τέταρτο single του δίσκου, εκτόξευσε τις πωλήσεις του γύρω στα 3.500.000 στην Γηραιά Ήπειρο (4 εκατ. παγκοσμίως).
Ο αριθμος αυτός θα αυξανόταν κατά ένα εκατομμυριάκι στο επόμενο του άλμπουμ, “I’ve Been Expecting You”, που κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά. Το “Millennium” θα γίνει το πρώτο Νο 1 single του στην Αγγλία, ενώ το το υπεραγαπημένο μου “No Regrets”, ουσιαστικά μια μπηχτή στου Take That, θα αποτελέσει την αρχή μιας ακόμα σημαντικής συνεργασίας, αυτή την φορά με τον Neil Tennant των Pet Shop Boys.
Κομμάτια όπως το “Strong” και η εξαιρετική διασκευή ενός κομματιού που ο Robbie άκουγε συνεχώς όσο ήταν στην αποτοξίνωση, του“She’s the One” από τον Karl Wallinger των World Party (μπάντα της οποίας ήταν μέλος και ο Guy Chambers ένα φεγγάρι) δείχνουν πως ειδικά οι μουσικοκριτικοί του Νησιού βιάστηκαν να κρίνουν τον μόλις 24ων χρονών τότε καλλιτέχνη και αναγκάστηκαν να παραδεχτούν τα σημάδια μουσικής ωριμότητας που κάνουν όλο και πιο έντονη την παρουσία τους.
Με λίγα λόγια, ο Robbie όλο και απομακρύνεται από την ταμπέλα του ex boy band member, αποδεικνύει ότι δεν ήταν απλώς ένας backup dancer ή ένα ομορφόπαιδο με μια καλή φωνή που περιμένει να του γράψουν καμιά επιτυχία, και δείχνει ξεκάθαρα στους πρώην bandmates του ότι κάνανε τεράστιο λάθος που δεν δώσανε βάση στο creative input του.
Τα πράγματα πάνε απ’ το καλό στο καλύτερο, με το επόμενο δισκογραφικό πόνημά του, και πιθανώς το κορυφαίο του, να τον πηγαίνει ακόμα πιο ψηλά, να τραβάει την προσοχή σε ακόμα περισσότερα μέρη του κόσμου και να γίνεται πλατινένιο στο Ηνωμένο Βασίλειο μόλις στην πρώτη βδομάδα της κυκλοφορίας του, τον Άυγουστο του 2000. Το πρώτο single του “Sing When You’re Winning”, “Rock DJ”(το οποίο το συνοδεύει ένα εξαιρετικό video clip) όπως και το “Kids”, συνεργασία με την υπέροχη Kylie Minogue (καρδούλες και splash emoji) δείχνει πως ο Williams αφήνει τον Britpop, Oasisτικο ήχο (όχι εντελώς, βλ. “Better Man”, το οποίο τραγουδάει συχνά με τον πατέρα του στην σκηνή. Interesting fact, ετοιμάζεται βιογραφική ταινία με τον ίδιο τίτλο) και αγκαλιάζει τo Dance-pop ρεύμα των early ‘00s. Δεν εξαντλείται όμως εκεί, καθώς επιρροές του όπως ο Elton John και οι Who είναι έκδηλες σε πολλά σημεία, μαζί με μικρά country πασπαλίσματα (βλ. “If It’s Hurting You”), δείχνοντας την διάθεσή του να πειραματιστεί. Tα “Supreme”, “Singing for the Lonely” και “The Road to Mandalay” (μεταξύ άλλων) θα αποτελέσουν σημαντικά μουσικά τόξα στην φαρέτρα του.
Κάπου εκεί ο Ρομπι θα κάνει ένα μικρό διάλειμμα από τις εξαντλητικές περιοδείες και θα στραφεί προς μια άλλη του μεγάλη μουσική αγάπη, τον Frank Sinatra και το swing. 19 Νοεμβρίου του 2001 θα κυκλοφορήσει το“Swing When You’re Winning”, το οποίο επίσης γνώρισε σημαντική επιτυχία παρ’ ότι ήταν αρκετά μεγάλη αλλαγή απ’ τα συνηθισμένα. Δημιούργησε μάλιστα ένα δυνατό ρεύμα νοσταλγίας για το συγκεκριμένο μουσικό είδος στην Βρετανία, οδηγώντας το σε μια μικρή αναβίωση. Ο δίσκος αποτελείται αποκλειστικά από διασκευές, με το ντουέτο του με την Nicole Kidman στο “Something Stupid” του Carson Parks (γνωστό κυρίως από την version του Sinatra με την κόρη του) να ξεχωρίζει, μαζί με το “Mr. Bojangles” του Jerry Jeff Walker.
Έχουμε φτάσει στο 2002. Παρ’ ότι ο Ρόμπι έχει αναδειχθεί σε έναν από τους πιο επιτυχημένους καλλιτέχνες στην Ευρώπη και στα περισσότερα μέρη του κόσμου, η υπερατλαντική επιτυχία του έχει ξεγλιστρίσει. Στο κυνήγι της επιτυχίας αυτής, θα υπογράψει μια συμφωνία-ρεκορ 80 εκατομομυρίων λιρών (η μεγαλύτερη για βρετανό καλλιτέχνη τότε) με την ΕΜΙ και ξεκινάει με τον Chambers να γράφει το πέμπτο του άλμπουμ, “Escapology”. Οι Ηνωμένες Πολιτείες για ακόμη μια φορά δεν συγκινηθήκανε (their loss), ο δίσκος όμως έγινε ο πιο επιτυχημένος του εμπορικά, φτάνοντας τις 8 εκατ. πωλήσεις και σαρώνοντας τα charts. Το “Feel” θα του δώσει ακόμα μια τεράστια επιτυχία. Το “Me and My Monkey”, ένα πολύ προσωπικό κομμάτι που περιγράφει τις μάχες με τις εξαρτήσεις που αναφέρθηκαν κάποιες παραγράφους πριν, και το“Come Undone” παραμένουν από τα αγαπημένα (και απ’ τα καλύτερά του, αν με ρωτάς. Και αν δεν με ρωτάς) του κοινού του. Παρά την παρουσία μερικών ακόμα ωραίων κομματιών, όπως τα “Sexed Up”, “Something Beautiful”, και “Song 3”, ο δίσκος ποιοτικά είναι ένα μικρό βήμα πίσω από τους προηγούμενους. Έλειπε η φρεσκάδα και ο ενθουσιασμός των προκατόχων του, παρ’ ότι μιλάμε για την υψηλότερη εμπορικη κορυφή του καλλιτέχνη.
Σε αυτό ίσως έπαιξε και ρόλο η προκαθορισμένη αποχώρηση του Guy Chambers, σημαντικότατη απώλεια μιας και ο ρόλος του στην δημιουργική διαδικασία ήταν κομβικός. Ο λόγος που τα σπάσανε; Ο Williams απαιτούσε ο Chambers να συνεργάζεται αποκλειστικά μαζί του, ενώ ο δεύτερος ήθελε να λάβει μέρος και σε άλλα projects. Ένα εκ των οποίων ήταν και του Gary Barlow, γεγονός που μάλλον δεν εκτιμήθηκε ιδιαιτέρως…
Η μαγνητική προσωπικότητα του Williams και η χαρισματική του παρουσία πάνω στην σκηνή ήταν –και είναι- ένα μεγάλο κομμάτι του appeal του, όμως το κενό του Chambers αποδείχθηκε δυσαναπλήρωτο. Το “Intensive Care” (2005), ένας αρκετά ενδοσκοπικός και ώριμος δίσκος, τα πήγε πολύ καλά, φτάνοντας τα 6,5 εκατ. σε πωλήσεις και δίνοντας μας ωραίες συνθέσεις όπως το ρεγγεδίζον “Tripping”, το “Advertising Space” και το “Sin Sin Sin”, όμως κάπου εκεί ξεκινάει μια σχετική εμπορική κατηφόρα. O ηλεκτρονικός πειραματισμός του“Rudebox” (2006) δεν είχε την αναμενόμενη απήχηση, το ακριβώς αντίθετο, παρά το all star cast (Mick Ronson, Pet Shop Boys, Soul Mekanik, William Orbit). Εγώ θα πω πως είναι αρκετά παρεξηγημένος, και νομίζω πως μέσα στα χρόνια έχει δικαιωθεί κάπως .
Παρ’ ότι ο Williams δεν ξαναπλησίασε τα προηγούμενα, δυσθεώρητα εμπορικά ύψη, συνέχισε να μας δίνει αξιόλογες κυκλοφορίες (“Swings Both Ways” του 2013, “The Heavy Entertainment Show” του 2016) κι επιτυχημένα singles (“Candy”, “Love of my Life”, “Party Like a Russian”). Παραμένει ψηλά στις συνειδήσεις των πολυάριθμων fans του ανα τον κόσμο, και η εκρηκτική του σκηνική παρουσία δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης για την διάθεσή του να παραμείνει στην κορυφή. Μιλάμε άλλωστε για έναν από τους πιο σημαντικούς κι επιτυχημένους καλλιτέχνες των ‘90s – ‘00s, ανεξαρτήτως μουσικής ταμπέλας και από όποια οπτική θες να το δεις. Πωλήσεις, βραβεία, charts, live, δημιουργικότητα, τα πάντα όλα. Κάποτε πούλησε 1,6 εκατ. εισιτήρια σε μια μέρα. 400.000 άνθρωποι τον είδανε ως headliner για ένα τριήμερο στο Knebworth το 2003, σε μια από τις μεγαλύτερες συναυλίες σε βρετανικό έδαφος. Η θέση του στο πάνθεον των βρετανών –και όχι μόνο- καλλιτεχνών είναι εξασφαλισμένη χρόνια τώρα.
Γι’ αυτό σου λέω,1η Ιουλίου, στα χωράφια της Μαλακάσας, let him entertain you. Δεν υπάρχει περίπτωση να το μετανιώσεις.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Η προπώληση εισιτηρίων ξεκίνησε!
Τιμές Εισιτηρίων
(στις τιμές εισιτηρίων περιλαμβάνεται το κόστος της υπηρεσίας διαχείρισης εισιτηρίων)
Γενική Είσοδος
Φάση 1: 49,50 ευρώ
Φάση 2: 55 ευρώ
Φάση 3: 60,50 ευρώ
Φάση 4: 66 ευρώ
Golden Standing
99 ευρώ
VIP (A & B)
99 ευρώ
Με κάθε 3 VIP ή Golden Standing εισιτήρια παρέχεται 1 δωρεάν Θέση Στάθμευσης/Parking.
Σημεία Προπώλησης
Ηλεκτρονικά: viva.gr & hunteragency.gr
Τηλεφωνικά: 11876
Σε όλα τα Viva Spots
(Καταστήματα Wind, Public, Media Markt, Βιβλιοπωλεία Ευριπίδης, Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων, αθηνόραμα.gr)
Δίκτυο Public
Public online: http://tickets.public.gr/
Kαταστήματα Public
https://www.public.gr/templates/publicStorelocator.jsp