Δεύτερη μέρα με ζεσταμένες μηχανές για μας, όμως με τον καιρό δυστυχώς να μην συνεπικουρεί και να μας κάνει τερτίπια ως προς την εμφάνισή του. Βλέπεις εδώ δεν τίθεται θέμα επιλογής αλλά τυχαίας εμφάνισης και αναγκαστικής αποδοχής.
Σε σχέση με την πρώτη ημέρα, η έναρξη του φεστιβάλ ξεκίνησε νωρίτερα και στις 13:00 οι Ιταλοί Ad Nauseum πάτησαν στο σανίδι του The Engine Room. Αν και πρόκειται για συγκρότημα που υπάρχει σχεδόν δύο δεκαετίες, μολις το 2021 κυκλοφόρησαν τον πρώτο τους δίσκο “Imperative Imperceptible Impulse “ όπου και μας τον παρουσίασαν ολόκληρο. Κινούμενοι με DIY μοτίβο ηχογράφησαν μόνοι τους τον δίσκο και κλίνουν προς το death και το black metal με μια υγιή δόση πειραματικής τζαζ. Το συγκρότημα βαδίζει το δικό του μονοπάτι στη σκοτεινή τέχνη του heavy metal και θα μας απασχολήσει σίγουρα στο μέλλον, καθώς και οι αντιδράσεις του κοινού για πρώτο όνομα ήταν ιδιαιτέρως ένθερμες και θετικές.
Χωρίς να χρειαστεί να ανεβάσουμε σφυγμούς για να προλάβουμε το επόμενο act και στα πλαίσια ενός commissioned show οι Trounce θα απέδιδαν το “The Seven Crowns and Arias of the Empty Room” στο διπλανό stage. Ούτε ο Walter με την Becky (διοργανωτές του Roadburn) δεν γνώριζαν τι μέλει γενέσθαι με τους Ελβετούς, πόσο μάλλον εμείς οι υπόλοιποι. Λευκή παλλέτα λοιπόν στον Jona Nido, ιδρυτή της Hummus Records και κιθαρίστα των Coilguns (οι οποίοι είχαν δώσει ένα εκπληκτικό performance το 2019 για όσους θυμούνται) ο οποίος μαζεύοντας μουσικούς από την εγχώρια underground σκηνή (Coilguns, Yrre, Kruger) της χώρας του προσπαθεί να κάνει “εξαγώγιμο προϊόν” την μουσική τους σε μεγαλύτερα ακροατήρια δίνοντας το δικό του στίγμα. Μία ενδελεχή εξερεύνηση στις πιο σκοτεινές χαραμάδες της βαριάς μουσικής μέσα από ψυχεδελικά περάσματα, απόκοσμες μελωδίες, τόσο blastbeats όσο και σαδιστικά αργά τύμπανα, καθώς και μια υγιής δόση σατανικών ψιθύρων για καλό σκοπό. Τα φωνητικά του Renaud Meichtry (Kruger) ανέσυραν θύμησες από Botch και Daughters και μας θύμισαν πόσο επιδραστικός δίσκος ήταν το “Redemption Through Looseness”.
Ως είθισται το φεστιβάλ τα τελευταία χρόνια μας είχε κακομάθει με τα secret show τα οποία μέχρι τη δεδομένη στιγμή δεν είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Έτσι για το διαφορετικό ανακοίνωσε σε αποκλειστικότητα την εμφάνιση των Bell Witch παίζοντας το ακυκλοφόρητο νέο δίσκο “The Clandestine Gate” στο main stage. Έτσι έπειτα από ορισμένα κομμάτια που ακούσαμε στο next stage και τους μοναδικούς Sangre de Muertado (with Judasz & Nahimama) ως artist in residense κατευθυνθήκαμε για την κεντρική σκηνή. Για την ιστορία οι Sangre εξευρευνούν την σκληρή πλευρά της folk παραδοσιακής μουσικής της Γαλικίας με αρκετή δόση μελαγχολίας και έντονης συναισθηματικής φόρτισης αναπροσαρμόζοντας την έννοια του heaviness όπως είχαμε προαναφέρει.
Το Αμερικανικό duo των Bell Witch με ελάχιστη καθυστέρηση μοίρασε την σκηνή στα δύο για να μας παρουσιάσει σε αποκλειστικότητα το πρώτο μέρος από την επερχόμενη τριλογία που θα κυκλοφορήσει στο προσεχές μέλλον. Drone/Doom ήχοι με σαδιστικά αργές μελωδίες “πλημμύρισαν” τον χώρο. Ο συνδυασμός εικόνας και ήχου ανεπανάληπτος, καθώς το video wall στο υπόβαθρο έδενε με την μουσική σαν σε soundtrack ταινίας. Απλά έμενες αποσβολωμένος όσο διαρκούσε αυτή η παράσταση. Το αστείο πάντως που υπήρχε στους κύκλους των οπαδών ήταν πως όσες νότες έπαιξαν σε μία ώρα οι Bell Witch, έπαιξαν άλλα συγκροτήματα στο πρώτο μόλις κομμάτι (true story).
Δυστυχώς δεν μείναμε μέχρι το τέλος του set καθότι οι Ashenspire είχαν ήδη ξεκινήσει και με τέτοιον δίσκο στις αποσκευές δεν ήταν λογικό να τους χάσουμε. Το “Hostile Architecture“ έκανε ντόρο την περασμένη χρονιά και δικαιολογημένα. Οι νεανίες Σκωτσέζοι έχουν ταράξει τα νερά του Black και Extreme Metal και τo εξελίσσουν με τη μουσική τους μόνο, χωρίς εταιρίες, σχέδια για περιοδείες και μεγαλεπήβολα σχέδια για το μέλλον. ‘Εφεραν το δυσαρμονικό τους Black Metal προτάσσοντας τη δική τους ξεχωριστή avant-garde όψη με εκλεκτικές jazz πινελιές και εμβόλιμους πνευστούς ήχους, έτσι για την σαξοφωνιά. Ιδιαίτερη μνεία στον τραγουδιστή για την εμφάνιση και την στυλιστική επιλογή. Όσοι έχουν μείνει προσκολλημένοι στον μαυρομεταλλικό μικρόκοσμο των 90s είναι άξιοι της μοίρας τους. Πάντα με σεβασμό η νέα γενιά δείχνει τον δρόμο και αξίζει να τον περπατήσεις.
Next in Line οι Γάλλοι Oiseaux-Tempete το δεύτερο artist in residence του φεστιβάλ. Στο πρώτο από τα τρία show θα παρουσίαζαν τον ομότιτλο και τον Utopiya δίσκο. Η μπάντα αποκάλυψη για πολλούς έδωσαν τα ρέστα τους και κέρδισαν με την μουσική τους το εκστασιασμένο κοινό. Κινούμενοι από το μουσικό πυρήνα των πολυοργανιστών Frédéric D. Oberland, Stéphane Pigneul and Paul Régimbeau, αποκτούν διάφορες μορφές και με την προσθήκη και των υπολοίπων γίνονται μία κολλεκτίβα καλλιτεχνών όπου προσαρμοσμένοι στο περιβάλλον απορροφούν την προσοχή των ακροατών, με την κατά βάση Post Rock μουσική τους η οποία αποκτά από ambient και electronica υφή με ψυχεδελικές απολήξεις. Πραγματικά μας έδωσαν μία εμφάνιση για να έχουμε να θυμόμαστε.
Το τέλος της εμφάνισης των Γάλλων μας βρήκε να αναρωτιόμαστε για αυτό που μας συνέβη αλλά και για το που θα κατευθυνθούμε στην συνέχεια, δεδομένου ότι οι Teeth of the Sea και οι Wolves In The Throne Room παίζανε σχεδόν την ίδια ώρα. Εν τέλη μετά από ολιγό(δευτερό)λεπτη σκέψη χαράξαμε πορεία για τους Αμερικανούς. Environmental Black Metal που σου προκαλεί ανησυχίες και σε βάζει σε ενδοιασμούς. Τέταρτη εμφάνιση για τη μπάντα από το 2007 και πιθανώς η πιο ώριμη και μεστή. Η παρουσίαση του “Shadow Moon Kingdom” αποδόθηκε με την απαραίτητη σκοτεινή ατμόσφαιρα και ένταση όπως του αρμόζει για αυτό που εκφράζει.
Στο μεσοδιάστημα από την εμφάνιση των Brutus και εκεί που λέγαμε πως δεν θα έχουμε κάποια άλλη έκπληξη, λογαριάζαμε χωρίς τον ξενοδόχο-διοργανωτή και οι Chat Pile (μία μέρα πριν την αναμενόμενη εμφάνιση τους) έπαιξαν για λίγους τυχερούς ένα secret gig στο Hall of Fame. Έτσι για ζέσταμα, κάτι το οποίο επανέλαβε και ο Dan Barrett ο οποίος θα έπαιζε την επόμενη μέρα και αυτός με τους Giles Corey Band. Η εμφάνιση του επανακυκλοφορημένου δίσκου “Deathconsciousness” των Have a nice life στο merch stand κίνησε κάποιες υποψίες, αλλά ως εκεί εκτός και αν κάποιος ενδόμυχα το πίστευε και το ήθελε πάρα πολύ. Τελικά πάλι λίγοι τυχεροί είχαν την χαρά να απολαύσουν μία εμφάνιση των Have a Nice Life, με τον “αποκαλυπτικό” τόνο του δίσκου να ξεδιπλώνει την Dark Ambient και Gothic Rock αισθητική του.
Η ώρα πλησίαζε τις 19:50 και η αναζήτηση του κατάλληλου spot ήταν αναγκαιότητα για την απόλαυση των Brutus. Τα όργανα στημένα με την σωστή χωροταξική θέση που βολεύει την μπάντα με την ιδιαιτερότητα της ύπαρξης των φωνητικών και των κυμβαλοκρουστικών χτυπημάτων από την Stefanie, περίμεναν υπομονετικά του κυρίους τους οι οποίοι έκαναν την είσοδο στην κεντρική σκηνή με επευφημίες. Η μπάντα είναι από τα hot ονόματα τη δεδομένη στιγμή και όχι άδικα. Το “Unison Life” έλαβε διθυραμβικές κριτικές και το τρίο εκμεταλλεύεται το momentum για την παρουσίαση και την προώθηση του. Δεμένη μπάντα βάζουν χρώμα στο Sludge oriented Post Hardcore τους και δείχνουν να μην έχουν κάποιο ταβάνι προς το παρόν. Τα βλέμματα τραβάει σίγουρα η Stefanie καθώς αυτό που κάνει είναι μοναδικό και πρέπει να είναι τόσο δύσκολο, όμως αυτή δείχνει τόσο άνετη που μας φαίνεται εύκολο. Χωρίς να χάσει χτύπημα αλλά ούτε και νότα απέδωσε τα διττά της καθήκοντα στην εντέλεια, όπως και οι Peter Mulders και Stijn Vanhoegaerden. Δικαιολογημένο το παρατεταμένο χειροκρότημα από το εκστασιασμένο κοινό, με την μπάντα να το δέχεται με χαμηλό το βλέμμα και σκυφτό το κεφάλι ως ένδειξη ήθους και χαρακτήρα.
Το βράδυ ερχότανε καρτερικά και μία βόλτα εξωτερικά ήταν απαραίτητη για λίγο καθαρό αέρα σε συνδυασμό με την καταραμένη υγρασία να σου τρυπά τα σωθικά. Portrayal of Guilt και Deafheaven για την συνέχεια. Με μικρή διαφορά έναρξης, προτιμήσαμε μία πρώτη ακρόαση στους Portrayal of Guilt με την δικαίωση της επιλογής να είναι άμεση. Προερχόμενοι από το Austin, οι Τεξανοί οδοστρωτήρες μας έπιασαν από τον σβέρκο και μας υπέταξαν με το blackened screamo τους. Φοβερή ενέργεια και ένταση από το συγκρότημα ξεδιπλώνοντας hardcore, Black, Math στοιχεία με τα crust σημεία να εμπλουτίζουν τον ήχο του και να μας αναγκάζουν να κινούμαστε σαν αλλόφρονες σε ψυχιατρείο. Το “Devil Music” κυκλοφόρησε 20/4 και εκτός από φοβερό εξώφυλλο έχει μουσική που τρυπάει γρανίτη. Και επειδή ο γρανίτης μας θύμισε το “Infinite Granite” που θα παρουσίαζαν ολόκληρο οι Καλιφορνέζοι, φύγαμε με μισή καρδιά για καλό σκοπό.
Οι Deafheaven οδήγησαν τον ήχο τους σε μία δραματική αποχώρηση των μαυρομεταλικών επιρροών και κινούνται πλέον σε πιο Post-Shoegaze μονοπάτια με καθαρά φωνητικά. Καθόλη την διάρκεια η μπάντα έχτιζε ατμοσφαιρικά ηχοτόπια χάνοντας σε ένταση σε σχέση με το παρελθόν, όμως σε βάθος χρόνου κέρδισαν σε ατμόσφαιρες με την ταξιδιάρικη διάθεση τους και αυτό τους κατέστησε απλά ακαταμάχητους. Το light και visual show με την συνθήκη των κλειστών ματιών ήταν μία απολαυστική παραδοξότητα.
Την ίδια στιγμή που τελείωσε η εμφάνιση της μπάντας ξεκινούσε η παράσταση της Backxwash στο The Terminal. Με το που πλησιάσαμε την έξοδο μία αναπάντεχη ουρά είχε δημιουργηθεί γιατί η καταρρακτώδης βροχή-χαλάζι με τις αστραπές δημιούργησε ένα βιβλικό γεγονός. Το μεγάλο δίλλημα έκανε την εμφάνισή του, όμως επειδή ότι δεν σε σκοτώνει σε κάνει σίγουρα πιο υγρό, για να μην πω μούσκεμα, τραβήξαμε κουπί για να δούμε την Ashanti Mutinta,σε μία παράσταση που δεν συνηθίζετε στο fest αλλά έχει υιοθετηθεί σαν τις εμφανίσεις του Dalek και λοιπών ομοϊδεατών. Η Zambian-Canadian ράπερ κινήθηκε σε horrorcore και hip hop μοτίβο φτύνοντας τις κοινωνικοπολιτικές ρίμες της, με το μουσικό υπόβαθρο να στήνεται σε electronica και dance πυλώνες με διάφορα sample να μπαίνουν εμβόλιμα. Αν η Trap μουσική δεν ήταν τόσο βλακωδώς παρουσιασμένη όπως στην χώρα μας αλλά όπως η αντίστοιχη της backxwash θα την άκουγα ευχαρίστως.
Τα τελευταία δύο ονόματα της βραδιάς (που θέλαμε να παρακολουθήσουμε) ήταν οι Ολλανδοί Dewolff και οι Elisabeth Colour Wheel. Οι Dewolff έπειτα από την εκπληκτική εμφάνιση στα πλαίσια του Roadburn Redux εν μέσω πανδημίας ήταν ένα στοίχημα για το φεστιβάλ, καθώς πήραν χώρο στο main stage για να παίξουν ζωντανά μπροστά σε κοινό αυτήν την φορά. Όμως κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν το κέρδισαν και αυτό φαίνεται και από τον κόσμο που δεν γέμισε το main stage. Ο Αμερικανικός νότος ήρθε πιο κοντά όπως και οι Allman Brothers με τους Lynyrd Skynard με την ψυχεδελική southern rock μαζί με έναν αριθμό συντελεστών από γυναικεία φωνητικά και μουσικούς πνευστών οργάνων. Παρόλ’αυτα δεν μας κράτησαν και οι τάσεις φυγής για τους Elisabeth Colour Wheel ήταν εκτός ελέγχου.
Όποιος δεν είναι ενήμερος για το τι εστί Elisabeth Colour Wheel δεν πρέπει να χάνει χρόνο. Η έντονη πειραματική διάθεση με τον σκληρό ήχο και η αναζήτηση των ορίων της noise είναι ένα μικρό κομμάτι της ηχητικής ταυτότητας τους. Επί σκηνής συνδυάζουν τα πάντα, από doom και grindcore μέχρι post-punk και ανυπόφορο θόρυβο, με την otay:onii να έχει αποκτήσει την αίγλη ενός θυληκού Damo Suzuki ακολουθώντας τις άναρχες κραυγές του. Η μπάντα έφερε τον αναδιαμορφωμένο ήχο της και την αστείρευτη ενέργεια της στο φεστιβάλ και μας την μετέδωσε μέσα από μία άκρως ηλεκτρίζουσα και παρανοϊκή εμφάνιση, με την Alice Jackson να είναι κύρια εκπρόσωπος με τις σπασμωδικές κινήσεις και ηχητικούς πειραματισμούς της κιθάρας. Σαν να παρατηρείς έναν φρενοβλαβή παγιδευμένο σε σώμα φυσιολογικού ανθρώπου. Επιπρόσθετα queer προβληματισμοί από το συγκρότημα με απροκάλυπτες και καθόλου δαχτυλοδεικτούμενες στυλιστικές επιλογές.
Το τέλος της εμφάνισης των Elisabeth Colour Wheel μας βρήκε γεμάτους με ήχους, όμως μία βόλτα από το show του Holy Scum ήταν επιτακτική ανάγκη. Αποτελούμενοι από μέλη των Gnod, των Action Beat και του Mike Mare (Dälek ), μας βομβάρδισαν ηχητικά με ένα ανησυχητικό, σκοτεινό, κλειστοφοβικό και μηδενιστικό ηχητικό θόρυβο δημιουργημένο σε βιομηχανικό μύλο. Πολλά χρόνια πολλά στην Rocket Recordings και πραγματικά να τα εκατοστήσει.
Περασμένες 01:00 και όσο και το πνεύμα να ήθελε να λικνιστεί υπό τους dj ήχους των Boy Harsher, το κορμί ήθελε να κουρνιάσει κάπου και ιδανικά σε ένα μαλακό κρεβάτι. Ο δρόμος της επιστροφής στην βάση μας υπό τους ήχους Black Bombaim ήταν αυτό που χρειαζόμασταν για την αποθεραπεία της μέρας.
Ούτως η άλλος σε λίγες ώρες ξεκινούσε η τρίτη μέρα και θα δίναμε το παρόν ψυχή τε και σώματι.
673