Roadburn Festival 2024: Part II (20-21/4/2024) Τίλμπουρχ, Ολλανδία

20 Απριλίου (3η Μέρα)

Τρίτη μέρα και εορταστική για τους απανταχού stoners με την πλάστιγγα πλέον να γέρνει προς το δεύτερο μισό του φεστιβάλ, χωρίς να μας αφήνει το φοβερό line up να αισθανθούμε homesick ή να στεναχωρηθούμε με κάποιο τρόπο, διότι δεν υπήρχε χρόνος για πολλή σκέψη.

Η αρκετά “high” όπως παραδέχτηκε και η ίδια, Megan Osztrosits και η λοιπή απροσάρμοστη παρέα των Couch Slut έσυραν τον χορό με τους βιτριολικούς τους στίχους και την “εμπρηστική” και θορυβώδη hardcore παράνοιας τους, παρουσιάζοντας τον καινούριο δίσκο τους “You Could Do It Tonight”, που κυκλοφόρησε ανήμερα της 4/20 επετείου και ακούστηκαν πιο απειλητικοί, απελπισμένοι και θυμωμένοι από ποτέ.

Ιδανικό starter μαζί με τους εκπληκτικούς Knoll οι οποίοι λίγο νωρίτερα εξαπέλυσαν το funeral grind τους αποδεικνύοντας ότι στο Tennessee εκτός από malt whiskey έχουν και ακραία μουσική που αξίζει να γευτείς.
Καθώς βρισκόμασταν στην περιοχή του koepelhal λίγο πριν κατηφορίσουμε προς το main stage και το commissioned show του Kavus Torabi περάσαμε μία σύντομη βόλτα από το engine hall και τους Sunrot για ένα σφηνάκι Sludge Doom με Drone σερβίρισμα, προερχόμενο από το New Jersey με έντονους κοινωνικοπολιτικούς στίχους.

Αφού είπαμε στην υγεία σας πετάξαμε (όπως έλεγε και ο Σμήναρχος Κάκαλος) προς την κεντρική σκηνή για την παρουσίαση του “Lion on the Lord’s Elect” από τον μοναδικό Kavus Torabi, ο οποίος είναι ευρέως γνωστός για τις ψυχεδελικές του εξορμήσεις με τα διάφορα σχήματα που συμμετέχει όπως οι Cardiacs, Utopia Strong και Gong, ενδεικτικά αναφέροντας. Σε αυτή του τη μοναχική αναζήτηση μας συστήθηκε εκ νέου, παρέα με τη μοναδική του φωνή, το αρμόνιο του και τη κιθάρα του, διαμέσου επαναλαμβανόμενων πολυρυθμικών μοτίβων και αυτοσχεδιασμών και μας ψέκασε ατμοσφαιρικούς ήχους ιριδίζουσας ομορφιάς και εύηχης μελωδίας.

Δεδομένου ότι η κόπωση είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνιση της γίναμε λίγο πιο επιλεκτικοί στα συγκροτήματα και αφήσανε στο έλεος του φεστιβαλικού θεού τους Agriculture προερχόμενους από το L.A, και το εκστατικό Black Metal τους, το οποίο ακούγεται πιο μοντέρνο κατά μία έννοια, φρέσκο και προοδευτικό από το κλασικό των Σκανδιναβών προπατόρων.

Σε έναν χωρισμό συνήθως πονάνε και οι δύο, ορισμένες φορές ο ένας από τους δύο και σπανίως ουδείς. Στο μουσικό μας σύμπαν σε ανάλογες περιπτώσεις συγκροτημάτων συμβαίνει το ίδιο με κερδισμένους εμάς τους οπαδούς. Έτσι μετά τη διάσπαση των Subrosa απολαμβάνουμε τους Otolith και τους The Keening, το νέο όχημα της Rebecca Vernon, οι οποίοι είχαν την τιμητική τους στην κεντρική σκηνή για να μας παρουσιάσουν στην ολότητα του το δίσκο “Little Bird”. Η μουσική μέσα από τις έξι συνθέσεις του άλμπουμ ήταν ένα μοναδικό soundtrack που έντυσε τον φθινοπωρινό καιρό του Tilburg με ατμοσφαιρικές Doom μελωδίες γεμάτες συναίσθημα με Heavy Folk εκφάνσεις έντονη μελαγχολία, με πρώτο το βιολί να σπαράζει γοερά. Κάπου μεταξύ των πρώιμων Gathering και των Lake of Tears έβρισκες μία κοινή συνιστώσα, εννοείται με πολλά κοινά των Subrosa κάτι που δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά.
Εκπληκτική εμφάνιση αντάξια και των μουσικών που συνόδευαν ζωντανά την Rebecca, όπως ο Billy Anderson, Nate Carson, Cristy Cather, και Andrea Morgan.

Με το πέρας της εμφάνισης και ενώ ο περισσότερος κόσμος χειροκροτούσε, εμείς ήμασταν ήδη καθοδόν για τους Torpor που είχαν ξεκινήσει στο Hall of Fame να παρουσιάζουν τον περσινό δίσκο τους “Abscission” με το υπαρξιακό τους Sludge, όπως έγραφαν στην αγγλική στα μπλουζάκια που πουλούσαν στο merch stand τους. Ο φίλτατος Βαγγέλης Γιαννακόπουλος δικαιώθηκε για τον παροξυσμό που είχε πάθει με τη μπάντα και τη λασπώδη αλλά απαστράπτουσα ηχητική τους λάμψη. Κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει στη σκηνή του Bristol και αξίζει να την ακολουθήσουμε από κοντά.

Δεδομένου ότι βρισκόμαστε δίπλα, θα ήταν αφελές να μην περάσουμε από τους Birds in Row και να δούμε ζωντανά την παρουσίαση του φοβερού “Gris Klein” από τους τρεις τρελαμένους Γάλλους και τις Post Hardcore ανησυχίες τους. Φοβερή ενέργεια, δημιουργικότητα στα άκρα και ένα wall of sound έτοιμο να σε μετατρέψει σε χαλκομανία. Πραγματικά για τρίο οι τύποι ξεπέρασαν κάθε προσδοκία και υπερέβησαν εαυτό για το ηχητικό αποτέλεσμα. Αν δεν ήταν οι Lankum να παίξουν σε λίγη ώρα, θα καθόμασταν μετά χαράς για όλο το σόου, όμως λόγοι ανωτέρας βίας μας ανάγκασαν να διακτινιστούμε για τους Ιρλανδούς.

Τα ξωτικά των Lankum μαζί με τους Khanate που θα έπαιζαν αμέσως μετά ήταν δύο από τους βασικούς λόγους για να ξανά έρθουμε για πολλοστή φορά στη Βόρεια Βραβάντη για το φεστιβάλ. Οι Ιρλανδοί αφήσαν το στίγμα τους με το “Livelong Day” και με το “False Lankum” και εμείς το βρήκαμε στην κεντρική σκηνή. Η Folk μουσική έχει βαθειά τις ρίζες της στην καρδιά του συγκροτήματος, όπως και την Ιρλανδική παράδοση και περνάει μέσα από γενιές και γενιές, και στις μέρες μας η μπάντα την επαναπροσδιορίζει με πολύ συναίσθημα ικανό να σε πνίξει και μία βαρύτητα έτοιμη να σε καταπλακώσει, χωρίς ακρότητες και παραμορφώσεις. Το Δουβλίνο ήρθε σε άμεση ανταπόκριση με την Ήπειρο μέσα από ένα συνεχές σπαραξικάρδιο μοιρολόι που μας γέμισε δάκρυα στα μάτια, μας μάτωσε την ψυχή και μας οδήγησε σε ένα overdose συναισθημάτων. Ότι και να πεις για την εμφάνιση τους είναι πραγματικά λίγο και θα τους αδικήσει.

Εκεί που λέγαμε πως μέχρι την εμφάνιση των Khanate θα αδράξουμε τον χρόνο για ξεκούραση και αναγόμωση προμηθειών, να σου σκάει είδηση για secret show των Inter Arma με διασκευές και ενώ το σώμα έκλαιγε, το μυαλό εξαπέλυε ενδορφίνες και σεροτονίνες σε μία κατάσταση τραβάτε με και ας κλαίω..!! Εν τέλη άξιζε η έξτρα διαδρομή καθώς οι Inter Arma ισοπέδωσαν το skate hall με την ενέργεια τους, το πάθος τους και την παλαβομάρα που τους διακρίνει και εννοείται με τις επιλογές των κομματιών που κυμάνθηκαν από Venom και Cro-Mags μέχρι Neil Young και Tom Petty.

Έπειτα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για την πολυπόθητη εμφάνιση των επανασυνδεδεμένων Khanate μετά από 19 ολόκληρα χρόνια. Βλέπεις το booking agency του φεστιβάλ δεν έχασε χρόνο και πέρυσι μετά και την αναπάντεχη κυκλοφορία του “To be Cruel” τους έκλεισε εν ριπή οφθαλμού.
Ο Stephen O”Malley δεν είναι άγνωστος στο φεστιβάλ και τον έχουμε απολαύσει με τους Sunn, τους Goatsnake, Boris μεταξύ άλλων ενώ ο Tim Wyskida έχει εμφανιστεί με τους Blind Idiot God. Τώρα μαζί με τον James Plotkin και τον Alan Dubin ήρθαν να ξεθάψουν από τα έγκατα της Doom αβύσσου τους μοναδικούς Khanate για μία πειραματική πανδαισία ήχων και συχνοτήτων.

Οι τέσσερις μουσικοί της ηχητικής αποκάλυψης, επιβεβαίωσαν πόσο πρωτοπόροι και καινοτόμοι παραμένουν ακόμη, πόσο μάλλον όταν ξεκίνησαν τρεις δεκαετίες πίσω. Σαν άλλοι BSDM του ήχου, μας καθήλωσαν και απέδωσαν μπροστά μας με νότες και με σκιαχτική ατμόσφαιρα τους πιο απαίσιους εφιάλτες, μέχρι να έρθει η εξιλέωση και η λύτρωση. Μνημειώδης παράσταση σαν αυτές που μόνο το Roadburn ξέρει να χαρίζει.

“Have you ever breathe a frequency..?”
Μετά και την εμφάνιση των Khanate είχαμε γεμίσει μέχρι αηδίας από μουσικές, ήχους και ότι άλλο περιτριγυρίζει ένα συναυλιακό θεσμικό πλαίσιο, όμως αν νιώθεις βουλιμία για ακόμα περισσότερο μουσική, βάζεις δάχτυλο και συνεχίζεις. Ειδικά αν οι Cult Leader παίζουν το ανεπανάληπτο “A Patient Man” από την αρχή μέχρι το τέλος. Μπορεί να έχουν περάσει πέντε χρόνια από την κυκλοφορία του, μέσω της Deathwish Inc του Jacob Bannon, όμως ηχεί τόσο φρέσκο.

Οι πιτσιρικάδες που γαλουχήθηκαν με τους Grind, Noise, Sludge, Hardcore ήρωες της Hydrahead Records, πλέον μεγάλωσαν και ήρθε η στιγμή να πειραματιστούν με την ακραία μουσική με τον δικό τους μοναδικό, βάρβαρο, αφηνιασμένο και χωρίς περιορισμούς τρόπο. Πραγματικά ιδανικό συγκρότημα να διαδεχτεί τους Khanate, και αν κρίνω από την ποσότητα και τις αντιδράσεις του κόσμου, κέρδισαν το στοίχημα και αυτοί και οι υπεύθυνοι του φεστιβάλ.

Με λιγοστές δυνάμεις πλέον και με την ώρα να πλησιάζει λίγο πριν τις 00:00 (να υπενθυμίσω ότι από τις 13:00 το μεσημέρι ξεκίνησε το πανηγύρι) πήραμε θέση καθήμενοι μέχρι να ξεκινήσουν οι Blood Incantation τη δεύτερη εμφάνιση τους, την αμιγώς μεταλλική τους. Αυτή τη φορά δεν είχε ηχητικούς πειραματισμούς και κοσμικές μουσικές, παρά απόκοσμες με ένα best of setlist από την extreme Metal δισκογραφία τους.
Για μία ώρα εξαπέλυσαν έναν Death Metal ορυμαγδό άνευ προηγουμένου, ειδικά για τα δεδομένα του Roadburn. Άψογη εκτελεστικά και με εκπληκτική αρτιότητα, συνεπικουρούμενοι με κρυστάλλινο ήχο και αψεγάδιαστο light show κέρδισαν για ακόμη μία φορά τις εντυπώσεις και μας χάρισαν δυνατές στιγμές, με σημάδια κώφωσης και κόπωσης σαν παράσημα να κοσμούν το σώμα μας.
Το τέλος της εμφάνισης των Αμερικανών εκ του Denver έριξε την αυλαία για την Τρίτη μέρα, στέλνοντας μας για ξεκούραση, με ανυπομονησία για την τέταρτη και τελευταία μέρα.

21 Απριλίου (4η Μέρα)

At last but not least, που λένε και στο χωριό μου ξεκίνησε εν μέσω χαρμολύπης η τέταρτη και τελευταία μέρα, όπως κάθε χρόνο. Παλιότερα που υπήρχε ο θεσμός του Afterburner για το κλείσιμο του φεστιβάλ, υπήρχαν μόνο δύο stage, λιγότερες μπάντες και πιο λίγος κόσμος. Πλέον δεν υφίσταται κάτι τέτοιο και η τέταρτη μέρα είναι όπως όλες οι άλλες, με εξίσου καλές ποιοτικά και αρκετές ποσοτικά μπάντες για όλα τα γούστα.

Οι Ολλανδοί Laster, αποτελούν μέλη μιας ανθίζουσας Black Metal σκηνής, βαδίζοντας σε έναν διακριτικό ακραίο ηχητικά δρόμο παρουσίασαν την δουλειά τους “Andermans Mijne”, μέσα από ένα avant garde περιτύλιγμα, προϊδεάζοντας μας για ωραία πράγματα.
Λίγο πριν το τέλος βέβαια αποχωρίσαμε για να παρακολουθήσουμε τους Use Knife, με δύο μέλη από τους αγαπημένους Kiss the Anus of a Black Cat μαζί με τον Ιρακινό Saif Al-Qaissy. Μινιμαλιστική ηλεκτρονική μουσική γέμισε το Next Stage, με μία αίσθηση Ανατολής να την ευωδιάζει κατά διαστήματα, όπως και τους διάφορους αναλογικούς και αρθρωτούς ήχους.

Όλα ωραία μέχρι εκείνη την στιγμή και θα γινόντουσαν ακόμα πιο ωραία, καθώς το τρίτο commissioned show θα λάμβανε χώρα στην κεντρική σκηνή, με τον Sebastian Lee Philip να τρέχει το project των Die Wilde Jagd, με την ειδοποιό διαφορά ότι αυτή τη φορά θα περικλείεται από την συμφωνική Metropole orchestra (διεθνώς καταξιωμένη για τις συνεργασίες της με τον Brian Eno και Ella Fitzgerald, αλλά και στα πλαίσια του φεστιβάλ για την προ πενταετίας συνεργασία με τον Tom G Fiscer και την Requiem τριλογία) για μία μοναδική και αποκλειστική εμφάνιση υπό τον τίτλο “Lux Tenera- A Rite to Joy”.

Αυτό που βιώσαμε όλοι οι παρευρισκόμενοι ήταν σαν μία μουσική θεραπεία άκρως διαλογιστική και μεταδοτική προς τον καθένα μας. Όλοι μαζί γινόμασταν ένα και αναζητήσαμε μία από τις αμέτρητες εκφάνσεις της ψυχεδέλειας. Μέσα από μία απόλυτη σιγή και την προσήλωση του κόσμου αντιλαμβανόσουν τη μοναδικότητα αυτού που διαδραματιζόταν επί σκηνής και προσπαθούσαν να καταλάβεις αν παρακολουθούσες ένα κλασικό κονσέρτο, μία ροκ όπερα ή ακόμα και κάποιο electro party. Πάντως το μόνο σίγουρο είναι πως απόρροια της μουσικής ήταν η ανύψωση της ψυχικής σου κατάστασης σε επίπεδα ευχαρίστησης, χαράς και διαφώτισης.

Αναμφισβήτητα αυτή η παράσταση θα κυκλοφορήσει στο μέλλον από την Burning World records, όπως αντίστοιχα έγινε και με τη Requiem τριλογία, για να βιώσουν και άλλοι αυτήν την ακουστική εμπειρία.
Επόμενος σταθμός, χωρίς να απομακρυνθούμε για καλή μας τύχη, η εμφάνιση των Βέλγων Neptunian Maximalism, οι οποίοι παρουσίασαν το “Le Sacre du Soleil Invaicu”, αφιερωμένο στην παραδοσιακή Hindustani μουσική από την Ινδία δίνοντας έμφαση στον αυτοσχεδιασμό και στην μελωδική εξερεύνηση των παραδοσιακών ragas. Οι Neptunian Maximalism δεν είναι συμβατικό συγκρότημα, παρά περισσότερο μία ιδέα ή καλύτερα μία μουσική οντότητα που προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της δικής της προοδευτικής και ψυχεδελικής έκφρασης. Αν θα άλλαζα εγώ κάτι προσωπικά θα ήταν η μεταφορά αυτού στη μεγάλη σκηνή για να λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις αυτό το φαινόμενο. Κάτι μου λέει πως του χρόνου ή τον επόμενο θα γίνει και αυτό, λες και διαβάζω βουλωμένο γράμμα ένα πράγμα.

Η τέταρτη μέρα ήταν αφιερωμένη κατά κάποιον τρόπο στην αναζήτηση της ψυχεδέλειας με κάθε ορθόδοξο και ανορθόδοξο τρόπο, και αν κάποια μπάντα δεν θα μπορούσε να λείπει από αυτήν την εξίσωση, αυτοί είναι οι Grails, πόσο μάλλον και με τον πρόσφατο δίσκο τους “Anches en Maat”.
Οι Grails λατρεύουν τον πειραματισμό όπως η ηλικιωμένη κυρία της θέση στο λεωφορείο, ζούμε για αυτόν και τον αναζητούν κάθε φορά και διαφορετικά. Μέσα από μία κινηματογραφική κοσμική ηχητική ξενάγηση μας ταξίδεψαν σε μινιμαλιστικά ήχος τοπία, προσθέτοντας δόσεις από Post Rock, Jazz, και Synths μεταξύ άλλων σε ένα φαινομενικά ατέρμονο ηχητικά προορισμό για το μυαλό.

Αψεγάδιαστη εμφάνιση που δυστυχώς τελείωσε όπως όλα τα ωραία, μέχρι τα επόμενα φυσικά. Το να μιλήσουμε για κόπωση είναι περιττό, έτσι κουμπώσαμε την εφεδρική μας μπαταρία για την τελευταία ευθεία της βραδιάς και κατευθυνθήκαμε για να δούμε και να ακούσουμε τους JeGong (των Dahm Cipolla ντράμερ των Mono και Reto Mader των Sum of R), δίνοντας μας τα μυαλά στο χέρι σε μία από τις καλύτερες εμφανίσεις για τον γράφοντα. Μακρυά από την λούπα των Motorik beats, εμπλουτίσουν το κλασικό Krautrock με Psych, Ambient, και Post Rock ήχους πάντα με φαντασία και πειραματισμό καταλήγοντας σε ένα ευφάνταστο αποτέλεσμα άκρως ψυχεδελικό.

Στη συνέχεια πλησιάζοντας προς την κατακλείδα του φετινού Roadburn, σημειώσαμε δύο τελευταίες μπάντες πριν αποχαιρετήσουμε το πάντα φιλόξενο Tilburg, Στο main stage οι The Jesus and Mary Chain έκαναν αίσθηση, με το πες το όπως θέλεις, noise pop ή shoegaze τους. Είτε ακούγοντας τα παλιότερα κομμάτια του,ς είτε τα πιο πρόσφατα γίναμε θεατές και ακροατές σε ένα συναρπαστικό έργο που κρατά σχεδόν πέντε δεκαετίες χωρίς να έχει συμπτώματα γήρανσης παρά αιώνιας νεότητας.
Τελικά η ποιοτική μουσική κρύβει μέσα της το ελιξίριο της ζωής κάτι που ο Nick Salomon των Bevis Frond γνωρίζει καλά και που για αυτό το λόγο κρατήσαμε για το τέλος σαν επιστέγασμα για μία ακόμη έκδοση του φεστιβάλ. Προσωπική επιλογή του ίδιου του Walter, οι Bevis Frond έβαλαν τις τελικές πινελιές μέσα από την 60s-70s ψυχεδελική και garage ποτισμένη προσέγγιση τους στον ήχο, ευχόμενοι καλό κατευόδιο σε μας και την επιστροφή μας προσωρινά στη βάση μας το Hilversum, λίγο πριν την τελική κάθοδο στα πάτρια εδάφη.

Ανάμεικτα συναισθήματα όπως κάθε φορά, με έντονες εικόνες, ωραίες μουσικές, καλή παρέα και πολλά άλλα πράγματα που η αξία τους χάνεται με το γραπτό λόγο καθώς μένουν ανεξίτηλα χαραγμένα μέσα μας.
Όπως κάθε χρόνο σχεδόν δύο δεκαετίες, δεν λέμε ΠΟΤΕ ΑΝΤΙΟ, παρά εις το επανιδείν όποτε και να είναι αυτό, γιατί μία φορά Roadburner για πάντα Roadburner.

Roadburn 2024 is dead..long live Roadburn 2025…

808
About Βασίλης Χατζηβασιλείου 347 Articles
Ο Βασίλης (a.k.a Eloy) προσπαθεί καθημερινά να συνθέσει το soundtrack της ζωής του βασιζόμενος στο αγαπημένο του τρίπτυχο "αγάπη, φαντασία και πειραματισμός". Προτιμά οι μουσικές του αναζητήσεις να είναι βαριές, θορυβώδεις και ταξιδιάρικες...